Τη νύχτα της 30ης προς 31η Μάη του 1941, μέσα στη βαθιά Κατοχή, πριν από ακριβώς 78 χρόνια, ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας κατεβάζουν τη μισητή σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό από την Ακρόπολη.
Ανάμεσα στις άλλες μαρτυρίες για τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς, συγκλονιστική είναι η περιγραφή του ίδιου του Λάκη Σάντα, αυτού του σεμνού αγωνιστή, στο βιβλίο του «Μια νύχτα στην Ακρόπολη…» (εκδόσεις «Βιβλιόραμα»).
Ποιός Έλληνας δεν είναι περήφανος για εκείνη την πράξη;
Ναι, αλλά τότε υπήρχαν και εκείνοι που έλεγαν αυτά:
«Δεν είναι δυνατόν να ήσαν άνθρωποι με σώας τας φρένας αυτοί που υπεξήρεσαν εν ώρα νυκτός, την Γερμανικήν σημαίαν, η οποία εκυμάτιζεν, επί της Ακροπόλεως, παραπλεύρως της Εθνικής μας Σημαίας. (…) Διότι μόνον παράφρονες ή όργανα ξένης προπαγάνδας ημπορούσαν να διαπράξουν μιαν τόσο επαίσχυντο (…) πράξιν (…). Το Ελληνικό Έθνος αποδέχθη την σημαίαν του Νέου Ράιχ, που δημιούργησεν η μεγαλοφυής διάνοια του Αδόλφου Χίλτερ, ως σημαίαν ενός υπό πάσαν άποψιν μεγάλου και ανέκαθεν φίλου προς την Ελλάδα λαού, ως εν σύμβολον αποκαταστάσεως μιας ειρηνικής περιόδου, ως εν σύμβολον δικαιοσύνης (…) και πολιτισμού. Και είναι βέβαιον ότι αν ο δράσται του εγκλήματος της, περιήχοντο εις χείρας του ελληνικού λαού, θα λυντσάροντο από αυτόν τον ίδιον ως εχθροί της πατρίδος μας».
Μέσα στη ναζιστική σκλαβιά ορθώθηκε το ανάστημα του αδούλωτου λαού για την αποτίναξη του φασιστικού ζυγού, για την εθνική απελευθέρωση και την αναδημιουργία της Ελλάδας.
Ο λαός ακολούθησε το δικό του μεγαλειώδη δρόμο, τον αγώνα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, όπως τον είχε περιγράψει ήδη από την έναρξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου – μέσα από τα μπουντρούμια της Ασφάλειας – ο Νίκος Ζαχαριάδης στο ιστορικό του πρώτο γράμμα της 31 Οκτώβρη 1940:
«Προς το λαό της Ελλάδας
Ο φασισμός του Μουσσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι έλληνες παλαίβουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.
Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα (…)»
Και το γράμμα του Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ κατέληγε:
«Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση και από κάθε εκμετάλλευση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.
Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας».
Ο λαός μας, αρνούμενος την καταχνιά της κατοχής που πλάκωσε τη χώρα τον Απρίλη του ’41, πιάνοντας το νήμα του ‘21, απειθαρχώντας στα κελεύσματα της συνθηκολόγησης, χωρίς να διαπραγματευτεί τίποτα από την τιμή και την Ιστορία του, τράβηξε το δρόμο του μεγαλείου και της θυσίας, όπως ακριβώς περιγραφόταν σε εκείνο το πανό του ΕΑΜ:
«Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα»
Ναι, αλλά μην ξεχνάμε ότι υπήρχαν και εκείνοι οι προσκυνημένοι, τα ελληνόφωνα όργανα του κατακτητή, τα φασιστικά Τάγματα Ασφαλείας και της θηριωδίας, προς τα οποία επιδαψίλευαν δάφνες ο Χίτλερ και ο Χίμλερ:
Το κατέβασμα του αγκυλωτού από την Ακρόπολη ήταν και είναι πράξη υψιστου συμβολισμού. Ημέρα μνήμης και τιμής για τους πραγματικούς πατριώτες, τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού που έδωσαν τον αγώνα για το ψωμί, την τιμή και τη λευτεριά. Και ο όρκος τους ήταν αυτός:
«Εγώ, παιδί του Ελληνικού Λαού, ορκίζομαι ν’ αγωνιστώ πιστά στις τάξεις του ΕΛΑΣ για το διώξιμο του εχθρού από τον τόπο μας, για τις ελευθερίες του Λαού μας, κι ακόμα, να είμαι πιστός και άγρυπνος φρουρός προστασίας στην περιουσία και το βιός του αγρότη. Δέχομαι προκαταβολικά και την ποινή του θανάτου αν ατιμάσω την ιδιότητά μου ως πολεμιστής του Έθνους και του λαού και υπόσχομαι να δοξάσω και να τιμήσω το όπλο που κρατώ και να μην το παραδώσω εάν δεν ξεσκλαβωθεί η Πατρίδα μου και δεν γίνει ο Λαός νοικοκύρης στον τόπο του» (Ο Όρκος της πρώτης αντάρτικης ομάδας του ΕΛΑΣ στη Ρούμελη που έγραψε ο Άρης Βελουχιώτης και δόθηκε το 1942 στη Γραμμένη Οξιά).
Αλλά και τότε δεν έλειψαν εκείνοι που βρέθηκαν απέναντι στον ελληνικό λαό. Εκείνοι που βγήκαν από τις τάξεις του φασιστικού και δολοφονικού μεταξικού καθεστώτος, από τις τάξεις εκείνων που διόρισαν πρωθυπουργό τον Μεταξά το 1936, τους απόντες από το μεγαλειώδες «Όχι» του ελληνικού λαού στα βουνά, στις πόλεις και τα χωριά. Υπήρχαν οι δοσίλογοι και οι μαυραγορίτες, οι γερμανοτσολιάδες και οι ταγματασφαλίτες.
Αυτοί που όταν ο ελληνικός λαός πολεμούσε και απελευθέρωνε τη χώρα από τους κατακτητές, εκείνοι έδιναν τον παρακάτω όρκο:
«Ορκίζομαι εις τον Θεόν τον άγιον τούτον όρκον, ότι θα υπακούω απολύτως ΕΙΣ ΤΑΣ ΔΙΑΤΑΓΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΑΔΟΛΦΟΥ ΧΙΤΛΕΡ. Θα εκτελώ πιστώς απάσας τας ανατεθεισομένας μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις τας διαταγάς των ανωτέρων μου. Γνωρίζω καλώς, ότι διά μίαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεών μου, τας οποίας διά του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθή ΠΑΡΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΝΟΜΩΝ».
(Ο Όρκος των Ταγμάτων Ασφαλείας)…
Η τιμή, λοιπόν, για εκείνους που ‘έδωσαν τη ζωή τους για την τιμή και την λευτεριά αυτού του τόπου, πάει χέρι – χέρι με την αιώνια καταισχύνη που θα κουβαλάνε όσοι πρόδωσαν κι όσοι προσπαθούν να κρύψουν την απουσία των προγόνων τους και τη δική τους πίσω από την «αθώα» φρασούλα: «Τότε όλοι οι Έλληνες ήταν “ένα”»….
Ε, όχι βέβαια!
- Ο ελληνικός λαός που πολεμούσε τους Γερμανούς στις πόλεις και στα βουνά, σε σχέση με τους άλλους, εκέινους που είχαν πάρει τον «πατριωτισμό» τους – μαζί με το χρυσό της χώρας – και τον είχαν φυγαδεύσει στα ασφαλέστατα «χαρακώματα» του Καΐρου και του Λονδίνου, δεν είναι «ένα», είναι «δυο – και μάλιστα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους – πράγματα».
- Ήταν άλλο πράγμα το ΕΑΜ κι άλλο εκείνοι που συνεργάστηκαν με τον Χίτλερ, οι δοσίλογοι,οι ταγματασφαλίτες και οι γερμανοντυμένοι. Στους οποίους, αν και προδότες, οι του Καΐρου και του Λονδίνου, όταν επέστρεψαν, στο πλαίσιο της «εθνικής τους ενότητας», επιδαψίλευσαν τιμές και αξιώματα..
- Άλλο πράγμα οι εκτελεσμένοι στον τοίχο της Καισαριανής κι άλλο πράγμα οι «Τσολάκογλου» και οι «Ραλληδες». Άλλο πράγμα ο Έκτωρ Τσιρονίκος, ο δοσίλογος και συνεργάτης των Γερμανών επί Κατοχής. Ο αντιπρόεδρος στη γερμανοδιορισμένη «κυβέρνηση» του Ιωάννη Ράλλη, της κυβέρνησης δηλαδή των γερμανοτσολιάδων που ίδρυσε τα «Τάγματα Ασφαλείας». Κάτι τέτοιοι σαν τον Τσιρονίκο, με τέτοια «πατριωτική» προϋπηρεσία, είναι που απαρτίζουν τους «ήρωες» της Χρυσής Αυγής. Έτσι, στο περιοδικό της Χρυσής Αυγής, στη δεύτερη σελίδα, μέσα σε ειδικό πλαίσιο ώστε να τονίζεται ευδιάκριτα ο ναζισμός τους, δημοσιεύτηκε κείμενο (τεύχος Δεκέμβρη 1983) υπό τον τίτλο «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ», το οποίο καταλήγει ως εξής: «Γιατί ΕΜΕΙΣ, μόνο ΕΜΕΙΣ είμαστε ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΤΕΣ, μελλοντικοί ανατροπείς της διαφθοράς, μελλοντικοί Δημιουργοί της Πολιτείας του Ήλιου, της Πολιτείας του Ελληνικού Μεγαλείου, της ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ». Η υπογραφή του εν λόγω δημοσιεύματος (και μάλιστα με κεφαλαία γράμματα) είναι: «ΕΚΤΩΡ ΤΣΙΡΟΝΙΚΟΣ».
Άλλο πράγμα αυτοί που έδωσαν την ψυχή, την καρδιά και το αίμα τους για τη λευτεριά της Ελλάδας και για τη σωτηρία του λαού, κι άλλο οι μαυραγορίτες, τα κόμματά τους και οι εφημερίδες που έφταναν να δίνουν ακόμα και το παράγγελμα των εκτελεστικών αποσπασμάτων (!), αυτοί που κράδαιναν ενάντια στο μεγαλειώδες κίνημα της Αντίστασης τη «νομιμότητα» του κατακτητή και των ντόπιων οργάνων του και έγραφαν:
«Καλώς συνετάγη ο νόμος που τιμωρεί με θάνατο τους Έλληνες υπηκόους όσοι μετέχουν σε πολεμικές εχθροπραξίες κατά των Γερμανών» («Καθημερινή», 1/6/1941).
- Άλλο πράγμα ήταν αυτοί που πολεμούσαν και τραγουδούσαν «το ΕΑΜ μας έσωσε απ’ τη πείνα, θα μας σώσει κι από τη σκλαβιά» κι άλλο πράγμα οι «παπατζήδες» που (στις 2-5-1944) σε ομιλία τους στην Αλεξάνδρεια, παρουσία των αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, έκαναν λόγο για τη «βρωμιά του ΕΑΜ»!
- Άλλο πράγμα ήταν αυτοί που πολέμησαν τον Χίτλερ και με τα ίδια όπλα πολέμησαν τον Τσόρτσιλ και τον Βαν Φλιτ, κι άλλο εκείνοι που για να καταπνιγεί κάθε εγχείρημα λαϊκής κυριαρχίας στον τόπο ζητούσαν «εντυπωσιακή» ιμπεριαλιστική επέμβαση ξένων δυνάμεων στην Ελλάδα και τηλεγραφούσαν (Γεώργιος Παπανδρέου, 22/9/1944), στον Τσόρτσιλ τα εξής:
«Δύναμαι να σας διαβεβαιώσω ότι η σταθερότης της ελληνικής κυβερνήσεως θα διατηρηθεί πλήρως κατά τας επικείμενους κρίσιμους στιγμάς. Δεν γνωρίζω τους λόγους διά την απουσία της Βρετανίας. Μόνον η άμεσος παρουσία εντυπωσιακών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και ως τας τουρκικάς ακτάς θα ήτο δυνατό να μεταβάλει την κατάστασιν» (Γ. Παπανδρέου: «Κείμενα», τόμος Β’ «Η απελευθέρωσις της Ελλάδος», εκδόσεις «Μπίρης», σελ. 147, Γ.Πετρόπουλος, Ριζοσπάστης, 1/12/2002).
- Άλλο πράγμα ήταν να κατεβάζεις την ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη κι άλλο πράγμα να εξεγείρεσαι εναντίον «της αντεθνικής ταύτης ενεργείας» («Αθηναϊκά Νέα», 2/6/1941)
Να λοιπόν που η Ιστορία και η αλήθεια είναι πεισματάρικα πράγματα. Και επιμένουν: Όπως και σήμερα, έτσι και τότε, «μαζί» και «ενωμένος» ήταν, πράγματι, ο ελληνικός λαός. Οι δοσίλογοι και οι πατριδοκάπηλοι ήταν – και θα είναι πάντα – στην άλλη μπάντα.