Μηδενική ανάπτυξη, αντί βαθιά ύφεση, προβλέπει για φέτος η Τράπεζα Ελλάδας

869
εξάμηνο

Για άλλη μια φορά η Τράπεζα της Ελλάδας, υπό τη διοίκηση του υπαλλήλου της Φρανκφούρτης Γιάννη Στουρνάρα, εξωραΐζει σε μια κρίσιμη φάση την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και κρύβει επιμελώς την αλήθεια από τον ελληνικό λαό, προφανώς για να εξυπηρετηθούν γνωστές σκοπιμότητες.

Η Τράπεζα της Ελλάδας προβλέπει για φέτος μηδενική ανάπτυξη σε σχέση με τις αρχικές υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις της, ενώ η οικονομία συντρίβεται και οδεύσει σε βαθιά ύφεση με τρομακτικές συνέπειες για την κοινωνία και το μέλλον του ελληνικού λαού.

Στη συνέχεια παραθέτουμε ρεπορτάζ από την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας:

Μηδενική ανάπτυξη για το 2020 προβλέπει  η έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδας, ως συνέπεια της “καραντίνας” που βρίσκεται η ευρωπαϊκή και ελληνική οικονομία, με τους  στόχους να είναι κατά πολύ αναθεωρημένοι προς τα κάτω, αφού πριν το “ξέσπασμα” της πανδημίας, ο διοικητής Γιάννης Στουρνάρας   προέβλεπε ανάπτυξη 2,4% για το 2020. Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι θα υπάρξει σημαντική αρνητική επίπτωση στην οικονομία τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2020, η οποία θα αντισταθμιστεί μερικώς τα δύο τελευταία τρίμηνα.

Οι αποφάσεις για δημοσιονομική ευελιξία κρίνονται ως θετικές, ωστόσο ο κεντρικός τραπεζίτης αναφέρει πως η προσαρμογή του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα ( δεν ισχύει το 3,5%), σε χαμηλότερα επίπεδα, συνεπάγεται οφέλη, αρκεί, όπως προειδοποιεί, να μην είναι τέτοια η μείωση που να ανατρέπει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.

Σημαντική παραδοχή της έκθεσης είναι ότι  οι επιπτώσεις του κορονοϊού, προς το παρόν, δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια, ενώ το βασικό σενάριο  δείχνει μηδενικό ρυθμό του ΑΕΠ , αντί 2,4% που ήταν η πιο πρόσφατη πρόβλεψη. Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι θα υπάρξει σημαντική αρνητική επίπτωση στην οικονομία τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2020, η οποία θα αντισταθμιστεί μερικώς τα δύο τελευταία τρίμηνα. Η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης θα προέλθει κυρίως από διαταραχές στην πλευρά της ζήτησης, αφού πλήττονται ιδιαιτέρως τομείς όπως οι μεταφορές, ο τουρισμός, το εμπόριο, η εστίαση και η ψυχαγωγία. Ουδείς  μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια την εξέλιξη, ενώ οι επιπτώσεις στις οικονομίες θα εξαρτηθούν από τα συνολικά δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα που λαμβάνονται.

Αφού ξεπεραστεί η  κρίση, σύμφωνα με την ΤτΕ η ελληνική οικονομία καλείται να αντιμετωπίσει, εκτός των δύο πολύ σοβαρών εξωγενών κλυδωνισμών, που προφανώς αποτελούν εθνικές προτεραιότητες, και μια σειρά από μεσοπρόθεσμες προκλήσεις. Αυτές είναι  το μεγάλο επενδυτικό κενό, η υψηλή ανεργία, το μεγάλο απόθεμα των κόκκινων δανείων, το υψηλό δημόσιο χρέος και ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός.Κρίνονται αναγκαίες παρεμβάσεις οικονομικής πολιτικής που στοχεύουν στην ενίσχυση κυρίως της πλευράς της προσφοράς, για την επέκταση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας και την άνοδο του πραγματικού και του δυνητικού προϊόντος.

Υπογραμμίζεται στην έκθεση πως η εξάπλωση του κορωνοϊού που προκαλεί τη νόσο Covid-19 και η όξυνση του προσφυγικού-μεταναστευτικού προβλήματος επηρεάζουν καταλυτικά τις βραχυπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές και θέτουν, προσωρινά, μεγάλα εμπόδια στην πορεία προς την κανονικότητα. Η πανδημία του κορωνοϊού δοκιμάζει τις κοινωνικές και οικονομικές αντοχές όλου του πλανήτη και απαιτεί άλλο επίπεδο διεθνούς επιστημονικής, κοινωνικής και οικονομικής συνεργασίας από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα. Οι αγορές ομολόγων και κεφαλαίων έχουν ήδη υποστεί μεγάλες απώλειες, με τις πιο αδύναμες οικονομίες να πλήττονται περισσότερο.

Δημοσιονομική Πολιτική

Το 2019, η εφαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής χαρακτηρίστηκε από την τήρηση των συμφωνηθέντων στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, την προσήλωση στην υλοποίηση των δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων και, μετά τις εκλογές του Ιουλίου, την ανασύνθεση του δημοσιονομικού μίγματος με κύρια αλλαγή την ελάφρυνση του φορολογικού βάρους. Η μεταβολή της δημοσιονομικής πολιτικής προς αναπτυξιακή κατεύθυνση και, κυρίως, η έμφαση στις μεταρρυθμίσεις είχαν ως αποτέλεσμα την ταχεία αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων σε νέα ιστορικά χαμηλά, η οποία επέτρεψε την άνετη πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές για άντληση φθηνών κεφαλαίων, καθώς και την πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δανείου του ΔΝΤ.

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα ταμειακά στοιχεία της γενικής κυβέρνησης για το 2019 υπήρξε, για πέμπτο συνεχές έτος, υπέρβαση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, το οποίο εκτιμάται, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία, ότι έκλεισε κοντά στο 4% του ΑΕΠ.

 

 

Χάνεται και το πλεόνασμα

Για το 2020, μέχρι προσφάτως η πρόβλεψη ήταν ότι θα επιτευχθεί ο δημοσιονομικός στόχος, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής ενός αναπτυξιακού και δημοσιονομικά ουδέτερου μίγματος πολιτικής με κύρια χαρακτηριστικά την ελάφρυνση του φορολογικού βάρους και την ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Όμως, η εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού αφενός δημιουργεί νέες υψηλές δαπάνες για την αντιμετώπιση της νόσου, τη στήριξη των επιχειρήσεων και τη διαφύλαξη της απασχόλησης και αφετέρου έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και, κατά συνέπεια, στα κρατικά έσοδα. Με αυτά τα δεδομένα, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί αρκετές ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κάτω από τον αρχικό στόχο 3,5% του ΑΕΠ, αν και αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια. Λόγω όμως της ευελιξίας που ενσωματώνεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης για έκτακτες συνθήκες, η διαμόρφωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος σε χαμηλότερα επίπεδα δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση ως παραβίαση του στόχου.

Η μεγαλύτερη πρόκληση για τη δημοσιονομική πολιτική σήμερα, που μεταβάλλει ριζικά όλα τα μέχρι τώρα δεδομένα, είναι να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες που προσφέρονται ώστε να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση των δαπανών για την αντιμετώπιση της νόσου του κορωνοϊού και να ελαχιστοποιήσει τις αρνητικές επιδράσεις στην πραγματική οικονομία, με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρξει η μικρότερη δυνατή επίπτωση στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.

Πώς θα επιστρέψουμε στην ανάκαμψη

Για την καταγραφή ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα, αφού ξεπεραστεί η τρέχουσα κρίση, η ελληνική οικονομία καλείται να αντιμετωπίσει, εκτός των δύο πολύ σοβαρών εξωγενών κλυδωνισμών, που προφανώς αποτελούν εθνικές προτεραιότητες, και μια σειρά από μεσοπρόθεσμες προκλήσεις. Αυτές είναι: το μεγάλο επενδυτικό κενό, η υψηλή ανεργία, το μεγάλο απόθεμα των ΜΕΔ, το υψηλό δημόσιο χρέος και ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός.

Οι παρεμβάσεις αυτές αφορούν τις ακόλουθες προτεραιότητες:

− Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).

− Άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής.

− Αύξηση των ιδιωτικών παραγωγικών επενδύσεων.

− Μείωση της ανεργίας.

− Εφαρμογή του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων.

Ιδιωτικοποιήσεις, αποτελεσματικότερη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και επέκταση του θεσμού των συνεργασιών και συμπράξεων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα (ΣΔΙΤ).

− Εφαρμογή στοχευμένων παρεμβάσεων πολιτικής για την αναστροφή της προβλεπόμενης πτωτικής τάσης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού εξαιτίας των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων.

− Ενδυνάμωση του “τριγώνου της γνώσης” και ανάπτυξη του αποθέματος του ανθρώπινου κεφαλαίου.

− Αξιοποίηση των ευκαιριών από τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία

Το πλήρες κείμενο της έκθεσης είναι εδώ

https://www.bankofgreece.gr/Publications/ekthdkth2019.pdf

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας