Αποφράδα μέρα η 15η Ιουλίου για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, συνδέεται με δύο μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή αυτού του τόπου, ανοίγοντας τον δρόμο για δύο εθνικές τραγωδίες.
Το βασιλικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1965, με την ανατροπή της νόμιμης εκλεγμένης κυβέρνησης, άνοιξε τον δρόμο για το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και την επιβολή της εφτάχρονης δικτατορίας. Αντιστοίχως, το χουντικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, για την ανατροπή του προέδρου Μακαρίου, άνοιξε τον δρόμο για την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη επί τέσσερις δεκαετίες κατοχή του 38% της Κύπρου από τον τουρκικό στρατό.
Όσο κι αν στην πρώτη περίπτωση, του 1965, στόχος ήταν και η αποτροπή έστω και της ελάχιστης ρωγμής στο καθεστώς που επέβαλαν οι νικητές του Εμφυλίου, κοινό σημείο και στις δύο αυτές περιπτώσεις υπήρξε η εμπλοκή του αμερικανονατοϊκού παράγοντα, με στόχο την προώθηση των σχεδίων διχοτόμησης του Κύπρου. Με συνέπειες που τις πλήρωσε συνολικά ο Ελληνισμός σε Ελλάδα και Κύπρο.
Με τη σκέψη σ’ αυτές τις μαύρες επετείους, μόνο ανησυχία μπορεί να προκαλεί η πλήρης ευθυγράμμιση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με τα ευρωατλαντικά συμφέροντα στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων. Έτσι όπως εκφράζεται έμπρακτα με τη στρατηγική συμμαχία Ελλάδας και Κύπρου με το κράτος – τρομοκράτη της Μέσης Ανατολής, το Ισραήλ, και την προθυμία της ελληνικής κυβέρνησης για την προώθηση της επέκτασης του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, με τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ. Μια πολιτική που οι επικίνδυνες διαστάσεις της φάνηκαν τις προηγούμενες μέρες και με την απέλαση των Ρώσων διπλωματών, κατόπιν αξίωσης των ΗΠΑ.
Με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την προοπτική μιας πραγματικά ανεξάρτητης και πολυδιάστατης εθνικής εξωτερικής πολιτικής. Με ό,τι μπορεί να σημαίνει για τη δυνατότητα αναζήτησης στηριγμάτων απέναντι στους αμερικανονατοϊκούς σχεδιασμούς που όπως και τότε έτσι και τώρα στρέφονται ευθέως ενάντια στα εθνικά μας δίκαια και στην εθνική και λαϊκή κυριαρχία σε Ελλάδα και Κύπρο.