Αισθητή αύξηση της ευελιξίας στην ελληνική αγορά εργασίας διαπιστώνει η Τράπεζα της Ελλάδος, επισημαίνοντας ότι οι μεταρρυθμίσεις, που έγιναν σε αυτή την κατεύθυνση, συνέβαλαν στην τόνωση της μισθωτής απασχόλησης από το 2014. Ωστόσο το μεγάλο αγκάθι παραμένει το γεγονός ότι οι νέες θέσεις, που δημιουργούνται, εξακολουθούν να είναι σε μεγάλο βαθμό μερικής και προσωρινής απασχόλησης. Αυτό παρατητείται ακόμη και σε κλάδους, που έχουν δει δραστηριότητα και έσοδα να ανακάμπτουν σημαντικά.
Επομένως, η όποια μείωση της ανεργίας σημειώνεται, είναι αρκετά πλασματική, ενώ συνοδεύεται με αδυναμία επιβίωσης του εργαζόμενου και έντασης της εκμετάλλευσης.
Στην ενδιάμεση έκθεση του Δεκεμβρίου η ΤτΕ επισημαίνει ότι το γεγονός ότι η αύξηση των ροών μισθωτής απασχόλησης ως προς το σύνολο των εργαζομένων παρατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την περίοδο 2010-2012, όταν δηλαδή έγιναν οι αλλαγές στην αγορά εργασίας, όπως και το ότι αφορά σχεδόν όλους τους κλάδους της οικονομίας, υποδηλώνει ότι η ευελιξία στην αγορά εργασίας έχει αυξηθεί σημαντικά. Από το 2014 έχει στηριχθεί σημαντικά η μισθωτή απασχόληση.
Τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ δείχνουν παράλληλα τη σταθερή αύξηση της μερικής ή της εκ περιτροπής απασχόλησης στο σύνολο των μισθωτών και σε όλους τους κλάδους. Σημειώνεται ότι στον κλάδο «χονδρικό και λιανικό εμπόριο» η άνοδος έφθασε τις 5 ποσοστιαίες μονάδες το 2015-2017 (από 17% σε 22% των μισθωτών) και στον κλάδο «υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης” τις 9 ποσοστιαίες μονάδες το ίδιο διάστημα (από 44% σε 53%).
Η μερική απασχόληση κυρίαρχη
Επίσης, στην υπό εξέταση περίοδο αυτοί οι κλάδοι παρουσιάζουν κατά μέσο όρο υψηλό ποσοστό χρήσης της μερικής ή εκ περιτροπής εργασίας στο σύνολο των μισθωτών. Αυτό αποτελεί ένδειξη, όπως σχολιάζουν οι ειδικοί της ΤτΕ, ότι οι κλάδοι εντάσεως εργασίας – σε αντίθεση με κλάδους εντάσεως κεφαλαίου – και με υψηλή δυνατότητα αντικατάστασης προσωπικού λόγω ανειδίκευτης εργασίας τείνουν να προσφεύγουν σε μεγαλύτερο βαθμό σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης, όπου αυτό είναι δυνατόν, καθώς το κόστος εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού είναι γενικά πολύ χαμηλό.
Προβληματισμό παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι ο κλάδος «υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης», παρά τη σημαντική αύξηση στη ζήτηση του προϊόντος του και στις εισπράξεις του τα τελευταία χρόνια, επέλεξε να καλύψει τις ανάγκες του με ευέλικτες μορφές απασχόλησης και όχι με εργασία πλήρους απασχόλησης.
Παρά τα όποια αγκάθια, σύμφωνα με την ΤτΕ, η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην κλαδική ευελιξία και στην καθαρή δημιουργία θέσεων απασχόλησης είναι θετική.Στο σύνολο του δείγματος η καθαρή αύξηση των θέσεων εργασίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση της χρήσης της μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης. Συγκεκριμένα, η συμβολή της μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης στο σύνολο των νέων θέσεων εργασίας είναι 61% (και η συμβολή της πλήρους απασχόλησης 39%).Όμως, με την πάροδο του χρόνου, η συνεισφορά της πλήρους απασχόλησης αυξάνεται και τους πρώτους μήνες του 2018 φθάνει το 47%, γεγονός που είναι ενθαρρυντικό, αλλά δεν αρκεί.
Yποδηλωμένη εργασία
Αξίζει να σημειωθεί ότι συγκρίνοντας τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ με αυτά της «Έρευνας απασχόλησης εργατικού δυναμικού» της ΕΛΣΤΑΤ, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα της στατιστικής αρχής, το ανώτατο ποσοστό μισθωτών με ευέλικτες μορφές απασχόλησης στο συγκεκριμένο κλάδο ήταν περίπου 27% το 2017, πολύ μικρότερο από το αντίστοιχο 53% που καταγράφηκε από την ΕΡΓΑΝΗ. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είναι κατά δήλωση του εργαζομένου, ενώ τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ είναι κατά δήλωση του εργοδότη. Η μεγάλη μεταξύ τους διαφορά θα μπορούσε επομένως να οφείλεται στην ύπαρξη σημαντικής υποδηλωμένης εργασίας.