Το «Μεφίστο» είναι μια παλιά (πλέον) ταινία, γυρισμένη λίγα χρόνια πριν από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Όποιος την έχει δει, υποθέτω ότι συχνά την επαναπροβάλει στο μυαλό του, την καρδιά του ή την ψυχή του. Πρόκειται για ένα από ’κείνα τα έργα που η διαχρονία τους συμβαδίζει με τις διαδρομές πολλών ανθρώπων, είτε στο επίπεδο των προσώπων, είτε στο επίπεδο των τάξεων. Το θέμα του φιλμ εκτείνεται σε μια αλληγορία περί τη συμφωνία με τον Διάβολο – ένα θέμα αέναο, που ενδεχομένως η πιο σημαντική εκδοχή του αποδίδεται με τον Φάουστ του Γκαίτε.
Στο «Μεφίστο», λοιπόν, περιγράφεται η ζωή ενός νεαρού, γοητευτικού καλλιτέχνη στη Γερμανία του Μεσοπολέμου – στην τελευταία της περίοδο, καθ’ όσον οι Ναζί κατακτούν την εξουσία. Πολιτικοποιημένος ο ίδιος καθώς και η παρέα του, όλοι αριστεροί, ζουν ταυτοχρόνως και μια ανέμελη ζωή, μποέμ, στα καμπαρέ, στις εκθέσεις, τις παραστάσεις, τις συναναστροφές και τις συναθροίσεις. Δεν μετέχουν στη βαριά πολιτική με την έννοια της στράτευσης, αλλά πρόσκεινται βεβαίως στην Αριστερά και υποστηρίζουν με θέρμη τα ανθρωπιστικά ιδεώδη.
Ταυτοχρόνως, στις λαϊκές τάξεις, ο ναζισμός θερίζει και ενθυλακώνει στις τάξεις του ζωές και ψυχές κατά μάζες. Άνεργοι, απόκληροι, ταπεινωμένοι, άλλοι βλέπουν στον ναζισμό μια ευκαιρία ταυτότητας ακόμα και αξιοπρέπειας και άλλοι μια ιδανική αγέλη για πλιατσικολόγημα (ίσως και με μακρά προοπτική). Το λαϊκό παιδί λοιπόν (ο αντιήρωάς μας, ας πούμε, εν σχέσει με τον διανοούμενο ήρωά μας) δεν έχει κανένα περιθώριο να χαριεντίζεται με τη ζωή, αλλά και καμιά ευκαιρία να νιώσει ότι οι διανοούμενοι δεν είναι απλώς σνομπ μαζί του. Στρατεύεται στα Τάγματα Εφόδου και αγωνίζεται για τη «λαϊκή επανάσταση» που θα αποκαταστήσει τη Δικαιοσύνη, θα φέρει την τάξη και θα δώσει στους εργάτες μια θέση στην κοινωνία.
Την ίδια περίοδο οι ναζί διψασμένοι για βιτρίνα προσεγγίζουν διανοούμενους απ’ τους αντιφρονούντες. Με μια απλή στόχευση: όσοι προσχωρήσουν θα μας στολίσουν το μαγαζί, οι υπόλοιποι – στην ώρα τους – θα «τερματισθούν». Η συνταγή του Γκαίμπελς είναι επίσης απλή: πας με τα νερά τους για να έρθουν και αυτοί με τα νερά σου ύστερα. Σ’ αυτή τη διαδικασία μια αύρα απειλής είναι πολύ χρήσιμη («ακούω διανόηση και τραβάω πιστόλι»), αλλά και μια διαρκής τελετή κολακείας χρησιμότερη.
Είναι η φάση κατά την οποίαν η τυραννική εξουσία κάνει ότι δέχεται εισηγήσεις, τις εισηγήσεις εκείνων στους οποίους θα δίνει στη συνέχεια διαταγές.
Ο ήρωάς μας νιώθει πλέον ότι η ανέμελη ζωή του δεν είναι πια ανέφελη, νιώθει την απειλή, αλλά ακκίζεται και με τις δυνατότητες (πάντα για το καλό) που θα του έδινε ο συγχρωτισμός με τους αγροίκους. Σε μια πρώτη φάση εγκαταλείπει τη σχέση του με την έγχρωμη φίλη του, τον έρωτά του. Τη βλέπει να χάνετεαι στα αναλώσιμα της νέας εποχής, αλλά ταυτοχρόνως νομίζει ότι επηρεάζει αυτή τη νέα εποχή προς το καλύτερο – ίσως προς τούτο, να αξίζουν και κάποιες θυσίες.
Κατά το ίδιο διάστημα ο αντιήρωάς μας, που έχει προσχωρήσει στα «Ες Α», τα Τάγματα Εφόδου, εκτελείται τη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών», μαζί με όλους εκείνους που περίμεναν το δεύτερο στάδιο της επανάστασης (καθώς τη νόμιζαν) των Ναζί – το λαϊκό, το σοσιαλιστικό. Ο Χίτλερ όμως είχε ολοκληρώσει την «επανάστασή» του, είχε συνεταιριστεί με την τάξη που τον είχε προσεταιρισθεί, την αστική. Ο ναζιστικός τρόμος άρχιζε – ο Χίτλερ δεν χρειαζόταν πια τα λαϊκά του βαρίδια…
Στην άλλη πλευρά αυτών των δύο παράλληλων βίων, ο ήρωάς μας βρέθηκε και αυτός αντιμέτωπος των επιλογών του. Άρχισαν οι ταπεινώσεις, οι διαταγές, ακόμα και το ξύλο. Άδηλη η τύχη του (αν τον βρήκαν σε κανένα χαντάκι ή αν τον έφαγε κάποιο κρεματόριο), άνευ σημασίας άλλωστε. Ίσως και να επέζησε – αλλά αυτό θα ήταν πια δικό του πρόβλημα.
Οι συμφωνίες με τον Διάβολο είτε γίνεις κατ’ εικόνα και ομοίωσιν μαζί του, όπως ο αντιήρωάς μας, είτε πιστέψεις ότι στο τέλος το καλό θα βρει τη λύση, όπως ο ήρωάς μας, σε αφανίζουν. Μικρό το κακό. Το μεγάλο κακό είναι ότι μέσα από τον αφανισμό τον δικό σου περνάει ο αφανισμός των άλλων. Διότι αν δει
κανείς τέτοιες συμφωνίες από την πλευρά του Διαβόλου, το γούστο δεν είναι πως θα φάει το κακό ένα αρνί, αλλά πως ενδεδυμένο τη δορά του, θα φάει μυριάδες…
*Πηγή: pontiki.gr