Η έκπληξη των ευρωεκλογών ήταν το ποσοστό του ΜΕΡΑ 25 (Μετώπου Ευρωπαϊκής Ρεαλιστικής Ανυπακοής), που αν κι έφτασε σχεδόν το 3% δεν κατάφερε να εκλέξει ευρωβουλευτή μόλις για 400 ψήφους. Αυτή η επίδοσή του ωστόσο το καθιστά πλέον υπολογίσιμη πολιτική δύναμη. Πολύ περισσότερο αν λάβουμε υπ’ όψη μας την υποχώρηση της Αριστεράς σε όλες τις εκδοχές της: από τη συστημική νεοφιλελεύθερη Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι την εξωκοινοβουλευτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο ιδρυτής του κόμματος Γιάνης Βαρουφάκης την Τετάρτη 29 Μαΐου αντανακλούσε αν όχι τη νέα πραγματικότητα, τουλάχιστον τις φιλοδοξίες του νεοπαγούς κόμματος. Ήταν ταυτόχρονα ασυνήθιστα αποκαλυπτική για το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος που ίδρυσε ο πρώτος υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Τσίπρα. Σε αδρές γραμμές, επιδίωξή του είναι να ενταχθεί στο πολιτικό mainstream, αποτελώντας μία σταθερά του νέου, πολύ πιο δεξιού, πολιτικού σκηνικού που διαμορφώνεται με την εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και την άνοδο της ΝΔ.
Με βάση τα ρεπορτάζ του Τύπου, συνάγεται ότι ο ιδρυτής του ΜΕΡΑ 25 ακόμη και σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά την ήττα της περιβόητης διαπραγμάτευσης, δεν έχει καταλάβει γιατί ηττήθηκε. Ερωτηθείς αν το κάλεσμα συνεργασίας που διατύπωσε απευθύνεται και στη Λαϊκή Ενότητα ξεκαθάρισε ότι «Δεν είμαι υπέρ του Grexit ούτε υπέρ του Brexit. Εμείς είμαστε Ευρωπαίοι διεθνιστές. Θα έπρεπε να μην έχουμε μπει στο ευρώ αλλά η έξοδος έχει μεγάλο κόστος. Είμαστε στο ευρώ, θέλουμε να μείνουμε στο ευρώ υπό τους όρους που θέτουμε».
Αυτή η απάντηση, ομολογώ, ότι με γύρισε πίσω οκτώ χρόνια όταν στην Πλατεία Συντάγματος και σε άλλες δημόσιες εκδηλώσεις άκουγα ακριβώς το ίδιο επιχείρημα από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο κι άλλους μετέπειτα υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ που επέμεναν ότι το πρόγραμμά τους μπορεί να εφαρμοστεί εντός του ευρώ και της ΕΕ. Οι πιο τολμηροί μάλιστα, όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, που ως υπουργός Οικονομικών υπέγραψε περισσότερους αντιλαϊκούς νόμους απ’ όλους τους προκατόχους του μαζί, κατηγορούσε τη ριζοσπαστική Αριστερά και προοδευτικές δυνάμεις του πατριωτικού χώρου που έθεταν το θέμα της εξόδου ότι «νομισματοποιούμε» το σοσιαλισμό και αφυδατώνουμε την πολιτική πάλη, υποβαθμίζουμε τις ταξικές συγκρούσεις που έρχονται με την εμμονή στο θέμα του νομίσματος, που κατ’ αυτούς τότε ήταν ένα τεχνικό και μόνο θέμα.
Οφείλουμε ωστόσο να αναγνωρίσουμε ότι την ίδια περίοδο ο Αλέξης Τσίπρας δήλωνε «καμιά θυσία για το ευρώ», αφήνοντας ανοιχτό το θέμα της εξόδου από το ευρώ, αν πρέπει να στηριχθεί το εργατικό και λαϊκό εισόδημα. Ο Γιάνης Βαρουφάκης δεν κάνει ούτε αυτό. Η θέση του απέναντι στο ευρώ είναι πιο συντηρητική, λιγότερο ρηξικέλευθη από τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ στο απόγειο του ριζοσπαστισμού του.
Συμπεράσματα που δεν …βγήκαν
Η θέση του ΜΕΡΑ25, για «παραμονή στο ευρώ υπό τους όρους που θέτουμε» στερείται ρεαλισμού, είναι προϊόν βουλησιαρχίας και ευσεβής πόθος, που προετοιμάζει μια νέα ανώμαλη προσγείωση! Αν κάτι έδειξε η διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου του 2015 είναι πώς το ευρώ δεν επιδέχεται μεταρρύθμισης. Κι όταν αναφερόμαστε στο ευρώ, προφανώς δεν εννοούμε τη συναλλαγματική του ισοτιμία ή το επιτόκιό του. Αναφερόμαστε στο ευρώ ως σχέση πρωτίστως πολιτική που έχει αλυσοδέσει τους λαούς της ευρωζώνης σε ένα πλαίσιο αιώνιας λιτότητας και συνταγματικής απαγόρευσης κάθε μέτρου αναδιανομής μέσω, ενδεικτικά, της συνταγματικής απαγόρευσης των ελλειμματικών προϋπολογισμών, του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, κοκ.
Εξ ίσου ανεπίστρεπτα το «κοινό νόμισμα» έχει παγιοποιήσει την ηγεμονία της Γερμανίας και τον υποβιβασμό τυπικά ανεξάρτητων κρατών σε κράτη δεύτερης κατηγορίας και μειωμένης κυριαρχίας. Σε αυτό το περιβάλλον οι όρκοι πίστης στον ευρωπαϊσμό αν δεν ισοδυναμούν με δήλωση υποταγής του ηττημένου στο νικητή, ηχούν παράδοξοι, αν όχι αστείοι. Ας φανταστούμε ένα Νιγηριανό να δίνει όρκους πίστης στον αφρικανισμό, ένα Ουρουγουανό το δικό του όρκο πίστης στον αμερικανισμό κι έναν Μπαγκλαντεσιανό ένα δικό του όρκο πίστης στο ασιατισμό…
Ας επιστρέψουμε όμως στα δικά μας… Οι αυταπάτες μιας «καλής και τίμιας διαπραγμάτευσης», που παραγνωρίζει τις σχέσεις ισχύος και συναρτά το αποτέλεσμά τους από την ευφυΐα του διαπραγματευτή, το ξεδίπλωμα εναλλακτικών σχεδίων (από ευρωομόλογα, μέχρι τα «αιώνια ομόλογα») τελείωσαν οριστικά τον Αύγουστο του 2015, αν όχι τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου.
Συγκεκριμένα, στις 20 Φεβρουαρίου όταν ο Γιάνης Βαρουφάκης υπόγραψε την απόφαση του Γιούρογκρουπ βάσει του οποίοι «οι ελληνικές αρχές επαναλαμβάνουν την κατηγορηματική τους δέσμευση να τηρήσουν τις οικονομικές ρους υποχρεώσεις προς όλους τους πιστωτές πλήρως και εγκαίρως». Εν ολίγοις, παραιτούμενη από σχέδια τόσο μερικής διαγραφής όσο και χρονικής μετάθεσης των αποπληρωμών. Η ίδια απόφαση επίσης προέβλεπε ότι «οι ελληνικές αρχές έχουν δεσμευτεί να διασφαλίσουν τα κατάλληλα δημοσιονομικά πρωτογενή πλεονάσματα… να απέχουν από οποιαδήποτε κατάργηση μέτρων και μονομερείς αλλαγές», κοκ.
Εκείνη η υπογραφή του Γιάνη Βαρουφάκη έκανε την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ακολούθησε με την μετατροπή του «Όχι» που ψήφισε το 61% του ελληνικού λαού σε «Ναι», θέμα χρόνου. Καμία αυτοκριτική ωστόσο δεν έχουμε ακούσει για εκείνη την υπογραφή…
Φυγή από την Αριστερά
Τούτων δοθέντων, τα συμπεράσματα που συνήγαγε το ΜΕΡΑ25 από την πικρή εμπειρία του 2015 δεν καταλήγουν στην ακύρωση των όρων της ήττας, σε μια επανεκκίνηση ώστε να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη κι οι ίδιες πλάνες, αλλά στην προσαρμογή στα νέα δεδομένα που δημιούργησε η ήττα. Προσαρμογή στα νέα δεδομένα, όπως ορίζονται από τη δεξιά μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού που ξεκίνησε με την εκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ, είναι η φυγή του ΜΕΡΑ25 από τον πολιτικό χώρο της Αριστεράς.
Καθόλου τυχαία την ίδια διαδρομή ακολούθησε και η Πλεύση Ελευθερίας, με εκλογική επιτυχία μάλιστα καθώς στο κάλεσμά της ανταποκρίθηκε ένα ευρύτερο ακροατήριο, που δεν προέρχεται όμως από την Αριστερά. Καθόλου τυχαίο δεν είναι επίσης ότι οι αναφορές στην Αριστερά ήταν ο μεγάλος απών των δημοτικών εκλογών, με κορυφαίο και εξόχως αντιφατικό παράδειγμα τα προσκλητήρια του ΣΥΡΙΖΑ για «ανένδοτους» κατά της Δεξιάς πίσω από υποψηφίους που στα προγράμματά τους δεν είχαν ούτε μία, μα ούτε μία αναφορά στην Αριστερά. Ακόμη όμως κι η κομμουνιστική Αριστερά όφειλε να τα ψηφίσει, ειδάλλως θα έφερε ακέραια την ευθύνη για την εκλογή των δεξιών υποψηφίων. Περιττό να ειπωθεί ότι η επιστροφή σε πολιτικές οριοθετήσεις αρχαιότερες ακόμη κι αυτών που έθεσε η Γαλλική Επανάσταση, όσο κι αν εξηγούνται από την ιστορική ήττα της Αριστεράς σε όλες της τις εκδοχές και τις συνεχείς δεξιές μεταλλάξεις, αποτελούν πολιτική οπισθοδρόμηση και θρίαμβο των πιο βάρβαρων δυνάμεων του κεφαλαίου.
Η προσπάθεια του ΜΕΡΑ25 να αποτελέσει πλευρά του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος φάνηκε και στο θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών. Η θέση του κόμματος, ανεπιφύλακτη αποδοχή της συμφωνίας, προκάλεσε κλυδωνισμούς στο εσωτερικό του και αποχωρήσεις στελεχών που με αυτό τον τρόπο αντέδρασαν στην απροθυμία του ιδρυτή του ακόμη και να συζητηθεί το ζήτημα δημοκρατικά και συντεταγμένα, με τρόπο ώστε να ακουστεί η γνώμη όλων των μελών και στελεχών.
Πρόκειται για θέμα που δεν είναι δευτερεύων, δεν αφορά μια ήσσονος σημασίας λεπτομέρεια ή μορφή, που ηγεμονεύεται από το περιεχόμενο, όπως συχνά λεγόταν στο παρελθόν. Το ζήτημα της δημοκρατίας στο εσωτερικό των κομμάτων, αντίθετα, διαχωρίζει την αστική – δεξιά πολιτική, από την εργατική – αριστερή με την μεν πρώτη να στηρίζεται στον ηγέτη χαρισματικό παντογνώστη και τους μηχανισμούς που αποτελούν απαραίτητο συμπλήρωμα του και τη δεύτερη να στηρίζεται στις συλλογικές, δημοκρατικές, δημόσιες διαδικασίες. Με βάση αυτό το κριτήριο το παράδειγμα του ΜΕΡΑ25 δεν ξεχωρίζει σε τίποτε από το παράδειγμα της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και τόσων άλλων προσωποπαγών κομμάτων που καλούν το …πόπολο να ακολουθήσει πειθήνια και καρτερικά το νέο …Μεσσία.
πηγή: Kommon.gr