Του Γιάννη Τόλιου*
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΕΦΑΛΗ
Το νέο βιβλίο του Χρήστου Κεφαλή, Μαρξιστικές Ματιές στον Σύγχρονο Κόσμο (εκδόσεις «Τόπος», Αθήνα 2016), καλύπτει ένα ευρύ φάσμα επίκαιρων θεμάτων με αφορμή εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας, καθώς και αναστοχασμούς για γεγονότα του περασμένου αιώνα που άφησαν βαθιά τα ίχνη τους στην πολιτική, οικονομική και ιδεολογική ζωή των σύγχρονων κοινωνιών. Θα περιοριστούμε στο σχολιασμό ορισμών κειμένων, ενώ στα υπόλοιπα θα γίνει απλή αναφορά.
ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Στο πρώτο κείμενο του βιβλίου, ο Χρ. Κεφαλής καταπιάνεται με το μεγάλο θέμα της «παγκοσμιοποίησης», επιχειρώντας να απαντήσει το σημαντικό ερώτημα για τη βαθμίδα εξέλιξης του σύγχρονου καπιταλισμού και τι αυτό συνεπάγεται για τη στρατηγική και τακτική του αριστερού κινήματος. Έχοντας ως αφετηρία τη θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, ο Χ.Κ. αξιοποιεί χρησιμοποιεί την έννοια του «διιμπεριαλισμού» που είχε χρησιμοποιήσει ο Λένιν, για μερική και προσωρινή ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ ιμπεριαλιστικών χωρών, με διατήρηση πάντα του ανταγωνισμού μεταξύ τους (σελ. 16). Στα πλαίσια αυτής της έννοιας εντάσσει τα νέα γνωρίσματα της σημερινής φάσης εξέλιξής του, σε αντιδιαστολή με την ανεδαφική προσέγγιση του Κάουτσκι περί «υπερ-ιμπεριαλισμού» που είχε αναπτύξει στα 1914, ότι δηλ. είναι εφικτή η ειρηνική συνένωση των ιμπεριαλιστών για την από κοινού εκμετάλλευση του κόσμου.
Έχοντας ως αφετηρία τη μεθοδολογική και θεωρητική προσέγγιση του Λένιν, η χρησιμοποίηση των όρων «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», «χρηματιστικοποίηση», κλπ, διευκολύνει να περιγραφούν πλευρές της σημερινής φάσης εξέλιξης του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Να σημειώσουμε ότι η χρήση των παραπάνω όρων αποκτά πραγματικό νόημα μόνο στη βάση των γενικών χαρακτηριστικών της οικονομικής ουσίας του ιμπεριαλισμού. Ο Λένιν ως γνωστόν, στηριζόμενος στη θεωρία του Μαρξ για τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου, επισημαίνει ότι με την ανάπτυξη και κυριαρχία των μονοπωλίων στην οικονομική ζωή σηματοδοτείται και το πέρασμα του συστήματος στο ιμπεριαλιστικό στάδιο. Η «μονοπωλιακή σχέση» (απόσπαση σε μόνιμη βάση μονοπωλιακού υπερκέρδους) είναι η πεμπτουσία του νέου σταδίου. Συνακόλουθα τα γενικότερα γνωρίσματα του ιμπεριαλιστικού σταδίου, είναι η αυξανόμενη εξαγωγή κεφαλαίων σε σχέση με την εξαγωγή εμπορευμάτων, η συνένωση βιομηχανικών και τραπεζικών μονοπωλίων και ο σχηματισμός του χρηματιστικού κεφαλαίου και της χρηματιστικής ολιγαρχίας, οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί για τον έλεγχο των αγορών και πρώτων υλών, καθώς και η πάλη για το ξαναμοίρασμα των σφαιρών επιρροής στον κόσμο.
Αυτά τα βασικά γνωρίσματα ισχύουν και σήμερα, αλλά ασφαλώς με νέα στοιχεία. Έχουμε νέες μορφές μονοπωλιακών ενώσεων, εμπλουτισμό της σύνθεσης του χρηματιστικού κεφαλαίου με τη συνύφανση μονοπωλιακών επιχειρήσεων σε όλο το φάσμα της οικονομίας, δημιουργία περιφερειακών ολοκληρώσεων, νέα δεδομένα στη λειτουργία του τραπεζικού και χρηματο–πιστωτικού κεφαλαίου, νέες μορφές απόσπασης μονοπωλιακών κερδών και εκμετάλλευσης λαών και εργαζόμενων, κ.ά. Ειδικότερα η έννοια της «χρηματιστικοποίησης», δεν σηματοδοτεί κάποιο νέο στάδιο εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος όπως ισχυρίζονται ορισμένοι μαρξιστές ερευνητές, αλλά νέα γνωρίσματα του χρηματιστικού κεφαλαίου στη σύγχρονη φάση εξέλιξης του ιμπεριαλισμού, που απορρέουν από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης του συστήματος (απορρύθμιση αγορών χρήματος και κεφαλαίου, παράλληλη χρηματιστηριακή αγορά, «τιτλοποιήσεις», νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τραπεζικές εργασίες από μη τραπεζικές επιχειρήσεις, κ.ά).
Επίσης σύμφωνα με την προσέγγιση του Λένιν, κρίσιμο στοιχείο στην ανάλυση των σχέσεων μεταξύ ιμπεριαλιστικών και εν γένει καπιταλιστικών χωρών, είναι η τάση προς συνεργασία και ταυτόχρονα η τάση προς αντιπαράθεση, λόγω ακριβώς του ανταγωνιστικού χαρακτήρα των συμφερόντων στην «κούρσα» για τον έλεγχο αγορών και την απόσπαση υψηλότερων κερδών. Στη βάση της πιο πάνω μεθοδολογικής προσέγγισης μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις σύγχρονες «πολυμερείς συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου» μεταξύ ιμπεριαλιστικών χωρών (TTIP, CETA, TiSA, TPP, κ.ά.), όσο και μεταξύ αναδυόμενων οικονομιών (EAEU, SCO, CELAC, ALBA, κ.ά.), οι οποίες σηματοδοτούν τις αντίστοιχες άτυπες και τυπικές συσπειρώσεις, τύπου G-7 και BRICS. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, αν στο παρελθόν είχαμε «την αντίθεση ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τις αποικίες και τις εξαρτημένες χώρες», «ο αγώνας μεταξύ των πρώτων για μοίρασμα και λεηλασία των δεύτερων, χαρακτηρίζουν και τη τωρινή διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, αν και ασφαλώς σε νέες μορφές» (σελ. 15).
Οι νεότερες εξελίξεις στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, συνδέονται ασφαλώς και με τις τεχνολογικές εξελίξεις, τις νέες μορφές οργάνωσης της παραγωγής, τις νέες μορφές εκμετάλλευσης εργαζόμενων και λαών από τους πολυεθνικούς και πολυκλαδικούς ομίλους. Το άπλωμα των ελαστικών μορφών απασχόλησης, οι ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων αγαθών, η αποδιάρθρωση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, κ.ά., αλλάζουν τις συνθήκες ζωής και εργασίας της εργατικής τάξης, τις μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης και κινηματικής δράσης. Στη βάση των παραπάνω εξελίξεων αναπτύσσονται και διάφορες θεωρίες από αστούς θεωρητικούς και απολογητές του συστήματος, περί τέλους της εργατικής τάξης και του συνδικαλιστικού κινήματος, περί ταξικής ρευστότητας κ.ά.
Ο Χ.Κ. απορρίπτει τις συγκεκριμένες απόψεις που θεωρούν ότι η παγκοσμιοποίηση καταργεί την ιστορική προοπτική της εργατικής τάξης, βάζοντας στη θέση της ένα «πρεκαριάτο» (Στάντινγκ) ή ότι τάχα αναιρείται αυθόρμητα ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός (Μέιζον, Χαρντ και Νέγκρι, κ.ά.), άρα η αναγκαιότητα και κατά προέκταση η δυνατότητα επαναστατικής υπέρβασης του (σελ. 31-33). Παρά τις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, σε παγκόσμια κλίμακα αυξάνει αριθμητικά η δύναμη της μισθωτής εργασίας (πλήρους ή μερικής απασχόλησης, επίσημης και «μαύρης» εργασίας), ιδιαίτερα με τη συντελούμενη «προλεταριοποίηση» εκατομμυρίων μεσαίων στρωμάτων στην «πόλη και το χωριό», σε περιοχές με μεγάλο πληθυσμό (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Βραζιλία, Ινδονησία, Νιγηρία, κ.ά.). Η συντελούμενη ραγδαία ταξική πόλωση με τη συγκέντρωση πλούτου σε λίγους πολύ– εκατομμυριούχους από τη μια μεριά και τα δισεκατομμύρια εργαζόμενων–προλεταρίων από την άλλη, φέρνει στο προσκήνιο με την αναγκαιότητα «φυσικού νόμου» την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών». Και αυτό το κρίσιμο έργο μπορεί να φέρει σε πέρας μόνο η μεγάλη πλειοψηφία της μισθωτής εργασίας. Αυτήν ακριβώς την «εφιαλτική» προοπτική για τους κατόχους του χρηματιστικού κεφαλαίου οι υπερασπιστές του επιχειρούν να εμφανίσουν ως ανέφικτη.
Στο ίδιο κείμενο ο συγγραφέας αναφέρεται σε προηγούμενες συζητήσεις και διαμάχες ανάμεσα σε μαρξιστές για τα θέματα των αντιθέσεων του καπιταλισμού (Λένιν και Λούξεμπουργκ πάνω στο ζήτημα της πραγματοποίησης της υπεραξίας και του ρόλου των εξωτερικών αγορών), των ζητημάτων της ταξικής πάλης στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό (οι αναλύσεις του Γκράμσι για το φορντισμό, του Λένιν στον Αριστερισμό για τους συμβιβασμούς), κοκ. Διατυπώνει έτσι γόνιμους προβληματισμούς όσον αφορά στην επεξεργασία μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής.
ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ
Στο δεύτερο κείμενο ο Χ.Κ. καταπιάνεται με το θέμα «Μαρξισμός και εθνικό ζήτημα: από τους κλασικούς στην παγκοσμιοποίηση», δείχνοντας την επικαιρότητα των αναλύσεων των κλασικών στο εθνικό ζήτημα σε σχέση με το κοινωνικό (ταξικό) ζήτημα σε συνθήκες όξυνσης των εθνικών αντιθέσεων επί παγκοσμιοποίησης. Ο Μαρξ παρότι στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» τονίζει ιδιαίτερα το «ταξικό» («οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα») και το «διεθνιστικό» («προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε»), ταυτόχρονα επισημαίνει ότι στην αστική κοινωνία υπάρχει το «έθνος των αστών» και το «έθνος των προλεταρίων» και ότι το «προλεταριάτο πρέπει να γίνει ηγέτιδα τάξη του έθνους», δεδομένου ότι «η αστική τάξη είναι ανίκανη να παραμείνει άλλο κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας και να επιβάλλει στην κοινωνία ρυθμιστικό νόμο τους όρους ύπαρξής της». Επίσης με αφορμή «Το Ιρλανδικό Ζήτημα», τονίζει ότι η εργατική τάξη του κυρίαρχου καταπιεστικού έθνους (εννοώντας την Αγγλία) δεν μπορεί να αγωνιστεί για την απελευθέρωση της αν δεν υπερασπίσει το δικαίωμα του υπόδουλου έθνους στην ελευθερία του.
Ο Λένιν στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, θεωρούσε «τη διαίρεση των εθνών σε καταπιεστικά και καταπιεζόμενα ως βασική και αναπόφευκτη». Τόνιζε ότι «ο αστικός εθνικισμός και ο προλεταριακός διεθνισμός είναι δύο ασυμβίβαστα εχθρικά συνθήματα, που αντιστοιχούν στα δύο μεγάλα ταξικά στρατόπεδα του καπιταλιστικού κόσμου και εκφράζουν δύο πολιτικές (και επιπλέον δύο κοσμοθεωρίες) στο εθνικό ζήτημα». Τέλος, θεωρούσε ότι κάθε πόλεμος αμυντικός είναι πατριωτικός, ενώ κάθε πόλεμος κατακτητικός είναι εθνικιστικός, ιμπεριαλιστικός. Ο «αστικός εθνικισμός» υπονομεύει την ενότητα της εργατικής τάξης, διασπά το εργατικό κίνημα σε εχθρικά εθνικά εργατικά κινήματα. Ωστόσο πρέπει να διακρίνουμε τον «εθνικισμό του καταπιεστικού έθνους» τον οποίο ο προλεταριακός διεθνισμός αντιπαλεύει και τον «εθνικισμό του καταπιεζόμενου έθνους» που σηματοδοτεί τον «πατριωτισμό» στον οποίον συμπαρίσταται ο προλεταριακός διεθνισμός (για εθνική απελευθέρωση, εθνική ανεξαρτησία, κατάργηση της αποικιοκρατίας).
Όμως εκτός από τον «αστικό εθνικισμό» έχουμε και τον «αστικό κοσμοπολιτισμό». Ο «κοσμοπολιτισμός» είναι ιδεολογία των κυρίαρχων ελίτ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για κυριαρχία στον κόσμο. Ο Λένιν τονίζει ότι «πάνω από τα συμφέροντα της πατρίδας, του λαού και κάθε τι άλλου, το κεφάλαιο βάζει την προστασία της συμμαχίας των καπιταλιστών όλων των χωρών εναντίον των εργαζόμενων». Η ριζοσπαστική αριστερά τάσσεται κατά του κοσμοπολιτισμού ο οποίος αρνείται ουσιαστικά το έθνος, τις εθνικές παραδόσεις και τον εθνικό πολιτισμό των λαών. Είναι υπέρ του εθνικού–πατριωτικού–ταξικού-διεθνιστικού, που έχει ως βάση την ισότιμη συνεργασία μεταξύ χωρών και λαών, την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, την ανάπτυξη αλληλεγγύης και αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ των εθνών.
Το εθνικό ζήτημα αποκτά μια νέα διάσταση σε συνθήκες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (ολετήρας των εθνών) και νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Το εθνικό- ταξικό-διεθνιστικό, εμφανίζεται με νέους όρους. Η νεοφιλελεύθερη αφήγηση με σημαία την ελευθερία των αγορών, επιχειρεί να ταυτίσει την παγκοσμιοποίηση με τη συναδέλφωση τάχα των λαών. Ωστόσο η «παγκοσμιοποίηση» επιχειρεί να υπερβεί τα «εθνικά κράτη» με στόχο την εξασφάλιση ελευθερίας δράσης στο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Ειδικότερα οι άρχουσες τάξεις της ΕΕ και κυρίως της ευρωζώνης, προκειμένου να διασφαλίσουν ευνοϊκότερες συνθήκες εκμετάλλευσης λαών και εργαζόμενων και την ισχυροποίηση της κυριαρχίας τους, είναι διατεθειμένες να αρνηθούν ως ένα βαθμό τις «μικρές πατρίδες» στο όνομα της «μεγάλης πατρίδας». Στην πράξη ωστόσο οι «εθνικές πατρίδες» των ισχυρών χωρών, είναι αυτές που επιβάλουν τη θέληση τους στις «μικρές εθνικές πατρίδες» και αντίστοιχα στους λαούς και εργαζόμενους.
Με άλλα λόγια η οικοδόμηση της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» δεν γίνεται με θεμέλιο την ισότιμη συνεργασία, αλλά στη βάση της «ισχύος και του ανταγωνισμού». Μέσα από τους υπερεθνικούς πυλώνες της ΟΝΕ (ΕΚΤ, ΣΣΑ, Δημοσιονομικό Σύμφωνο, ΕΜΣ, κ.ά.) και την χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση λήψη αποφάσεων, επιβάλλονται σε χώρες και λαούς πολιτικές που ακυρώνουν θεμελιώδη εργατικά, δημοκρατικά δικαιώματα και συρρικνώνουν την εθνική και λαϊκή κυριαρχία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις χώρες που εφαρμόζουν Μνημόνια και βρίσκονται σε μόνιμη υπερεθνική επιτήρηση, όπως η Ελλάδα.
Ο Χ.Κ. δίνει στο άρθρο έναν απολογισμό της εξέλιξης της μαρξιστικής θεωρίας για το έθνος, σημειώνοντας τη συνεισφορά των Μαρξ και Ένγκελς στη διατύπωση της ιστορικο-υλιστικής αντίληψης του ζητήματος, και σε συνέχεια των Κάουτσκι και Μπάουερ στην παραπέρα επεξεργασία της. Καθοριστικός όμως, εκτιμά, ήταν ο ρόλος του Λένιν στην αναπροσαρμογή και την ανάπτυξη της μαρξιστικής αντίληψης στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, που χαρακτηρίζεται από τον περιορισμό όλων των μορφών της δημοκρατίας και επομένως και της αυτοδιάθεσης των εθνών, με τη μετατροπή τους είτε σε αποικίες, είτε σε εξαρτημένες και εκμεταλλευόμενες χώρες. Τις συνθήκες αυτές απέτυχαν να εκτιμήσουν ικανοποιητικά σημαντικοί μαρξιστές όπως η Λούξεμπουργκ, που δεν αντιλήφθηκε την επαναστατική σημασία των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων των λαών. Μια σειρά πιο πρόσφατες μαρξιστικές εργασίες, βασισμένες στις έννοιες της άνισης ανάπτυξης, της εσωτερικής αποικιοκρατίας, κ.λπ., δείχνουν την ικανότητα των μαρξιστών να αναλύσουν την περιπλοκή του εθνικού ζητήματος στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης».
Τονίζοντας ιδιαίτερα τη σημασία των αναλύσεων του Λένιν, για το εθνικό ζήτημα στην ιμπεριαλιστική εποχή και το δικαίωμα της «αυτοδιάθεσης των εθνών» (μέχρι το δικαίωμα αποχωρισμού), ο συγγραφέας φέρνει αναπόφευκτα στο προσκήνιο με σύγχρονους όρους, το ζήτημα της αποχώρησης χωρών από ολοκληρώσεις τύπου ΕΕ και ΟΝΕ, ως αναγκαία συνθήκη προοδευτικής κίνησης της κοινωνίας. Με άλλα λόγια η ανάκτηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας αποκτά για τις αδύνατες χώρες ξεχωριστή σημασία, προκειμένου να απαλλαγούν από το «αγκάθινο στεφάνι» συμμετοχής στις διαδικασίες της ευρωζωνικής ολοκλήρωσης και για την ανάπτυξη ισότιμων σχέσεων με όλες τις χώρες, παράλληλα με την εφαρμογή μεταβατικού προγράμματος φιλολαϊκής εξόδου από την κρίση με ορίζοντα τη σοσιαλιστική προοπτική.
ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
Στο κείμενο «Η Κίνα στον 21ο αιώνα: παρελθόν, παρόν και μέλλον μιας κοινωνίας γεμάτης αντιφάσεις», ο Χ.Κ. επιχειρεί μια αποτίμηση του σοσιαλιστικού εγχειρήματος στην Κίνα στο φόντο των εξελίξεων της τελευταίας εικοσαετίας. Στην Κίνα, εκτιμά, ο Μάο στην περίοδο 1927-49 επεξεργάστηκε σωστή γραμμή για τη διεξαγωγή της αγροτικής επανάστασης με κέντρο βάρους την ύπαιθρο που οδήγησε στη νίκη την επανάσταση (σελ. 153-156). Τα στενά στοιχεία της θεώρησής του φάνηκαν αργότερα με τις υποκειμενιστικές επιλογές του «Μεγάλου άλματος προ τα εμπρός» (1958-1961) και της «Πολιτιστικής επανάστασης» (1966-1976), ουσιαστικά το αντίστοιχο της σταλινικής βίαιης κολεκτιβοποίησης και των εκκαθαρίσεων του 1935-38. Το αποτέλεσμα ήταν η αποδιοργάνωση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, μεγάλες απώλειες σε ανθρώπους και υλικά μέσα, κ.ά., γεγονός που έκανε αναπόφευκτη τη στροφή στις μεταρρυθμίσεις της αγοράς στη δεκαετία του 1980 (σελ. 156- 159). Σε αυτές τις επιλογές φάνηκε η θεωρητική στενότητα του Μάο, που σε αντίθεση με τον Λένιν, δεν αντιλαμβανόταν τον πλούτο της διαλεκτικής (σελ. 160).
Οι εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων στη δεκαετία του 1980 ήταν αναγκαία και θα μπορούσε να αποτελέσει μια διαδικασία τύπου ΝΕΠ. Όμως σε αντίθεση με τον Λένιν που είχε μιλήσει ανοικτά για τον καπιταλιστικό χαρακτήρα τους και την ανάγκη να κρατηθούν σε κάποια όρια, η ηγεσία του ΚΚ της Κίνας, όπως και η ηγεσία Γκορμπατσόφ στην ΕΣΣΔ, έκρυψε αυτήν την πλευρά και τους κινδύνους, παρουσιάζοντάς την σαν «περισσότερο σοσιαλισμό», «σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά», κοκ. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεφύγουν από τον έλεγχο και να μετατραπούν σε καπιταλιστική παλινόρθωση (σελ. 162-166). Σήμερα, παρά την ύπαρξη κάποιων «καταλοίπων» της επανάστασης (ίση κατανομή της γης, πιο εκτεταμένος κρατικός τομέας), η Κίνα είναι πλέον καπιταλιστική χώρα. Η αλματώδης ανάπτυξή της δημιούργησε όμως ένα περιφερόμενο προλεταριάτο (μετανάστες εργάτες) περίπου 250 εκατ., που είναι εξαιρετικά μαχητικό (σελ. 167- 171) και αποτελεί την ελπίδα μιας ριζοσπαστικής αλλαγής με επίκεντρο τα ζωτικά συμφέροντα των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων.
Όσο για τα υπόλοιπα κείμενα, ενδιαφέρον παρουσιάζει το κείμενο: «Ένα σχόλιο για τις θεωρίες σχετικά με τη φύση της ΕΣΣΔ» που επιχειρεί να ερμηνεύσει τις εξελίξεις με βάση τις αναλύσεις των Τρότσκι και Λούκατς για το χαρακτήρα της ΕΣΣΔ ως ένα «παραμορφωμένο εργατικό κράτος», ασκώντας παράλληλα κριτική στη θεωρία ότι η ΕΣΣΔ ήταν ένας νέος τύπος εκμεταλλευτικής κοινωνίας, μια μορφή «κρατικού καπιταλισμού». Επίσης το κείμενο «Από την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην πτώση των Αραβικών δικτατοριών: η κληρονομιά του μαρξισμού και το σήμερα», στο οποίο αναλύονται οι πρόσφατες εξεγέρσεις στις αραβικές χώρες (η «αραβική άνοιξη»). Επίσης μεγάλο ενδιαφέρον έχουν δύο κείμενα που καταπιάνονται με το επίκαιρο ζήτημα του φασισμού, «Η μαρξιστική θεωρία του φασισμού στο Μεσοπόλεμο» και «Ο ιρασιοναλισμός, ιδεολογική πρωτοπορία της αντίδρασης και του φασισμού: από τον Σοπενχάουερ και τον Νίτσε ως τις μέρες μας». Τέλος τα δυο τελευταία κείμενα, αφορούν θέματα τέχνης. «Το “Κεφάλαιο” του Κώστα Γαβρά, ένα αντικαπιταλιστικό αριστούργημα» και «Μια μαρξιστική ματιά στον Καβάφη». Η ταινία του Γαβρά δίνει μια έξοχη απεικόνιση της κίνησης των αντιθέσεων του καπιταλισμού στην παρούσα ιστορική στιγμή, ενώ στον Καβάφη υπογραμμίζεται το βαθύ ιστορικό πνεύμα του, ο ρεαλισμός και η αντίθεσή του στις σχέσεις υποταγής και καταπίεσης, ενάντια στις οποίες στρέφεται με δεικτική ειρωνεία.
Παρά το «μωσαϊκό» των κειμένων, το βιβλίο του Χρίστου Κεφαλή, αγγίζει επίκαιρα ζητήματα, διακρίνεται για τον ιστορισμό του και τεκμηριωμένη ανάλυση, ενώ η ποικιλία των θεμάτων τονώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
* Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ οικονομικών, συντονιστής του ΜΑΧΩΜΕ.