Πάνω από 650 σχολεία σε όλη την Ελλάδα τελούν υπό κατάληψη, ενώ μαθητικά συλλαλητήρια πραγματοποιήθηκαν το πρωί της Πέμπτης σε Αθήνα και άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Στην Αττική είναι περισσότερες από 250, στην Κεντρική Μακεδονία 60, στη Θεσσαλονίκη 40, 25 στο Ηράκλειο Κρήτης και 34 στην Πάτρα.
Από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση και το ΥΠΑΙΘ επιχειρούν με εισαγγελείς και την αστυνομία να τρομοκρατήσουν και να βάλουν φρένο στην κλιμακούμενη αγανάκτηση. Χέρι χέρι οι «έγκριτοι» λοιμωξιολόγοι προσπαθούν να πείσουν ότι ο κορονοϊός κολλάει στις καταλήψεις, αλλά όχι στις τάξεις των 20 και 25 παιδιών, ούτε στα μέσα μαζικής μεταφοράς που χρησιμοποιούν χιλιάδες μαθητές για να μετακινούνται σαν σαρδέλες από και προς το σχολείο.
Την ίδια ώρα γνωστοί και καλοταϊσμένοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης έβγαλαν τη χολή τους ενάντια στους μαθητές και τις διεκδικήσεις τους. Στην αρχή επιχείρησαν να συκοφαντήσουν τους αγώνες τους, ταυτίζοντας τις καταλήψεις με τις διαμαρτυρίες όσων αντιδρούν στη μάσκα και αφού δεν μπόρεσαν, επιχειρούν τώρα να πείσουν ότι οι καταλήψεις είναι υποκινούμενες και ότι οι μαθητές έχουν παραπληροφορηθεί.
Πριν από λίγες μέρες ο δήμαρχος Αγίων Αναργύρων-Καματερού, απαντώντας στα αιτήματα των μαθητών, αφού δήλωσε αναρμόδιος για όλα, χαρακτήρισε τους μαθητές υποκινούμενους από τους καθηγητές τους, τους γονείς τους και από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους.
Παράλληλα, ο περιφερειακός διευθυντής Εκπαίδευσης Κεντρικής Μακεδονίας, Αλέξανδρος Κόπτσης, μιλώντας στον ρ/σ «Flash 99,4» δήλωσε «πεπεισμένος ότι υπάρχει υποκίνηση των μαθητών», χαρακτήρισε «εξωφρενικό» παιδιά 13 ετών να κάνουν καταλήψεις και οι γονείς να μην τα σωφρονίζουν και έφτασε στο σημείο να εκφοβίζει, κάνοντας λόγο για κινδύνους για τη σωματική ακεραιότητα των μαθητών στις καταλήψεις, εμπλέκοντας στους αγώνες των μαθητών μέχρι και απόπειρα βιασμού!
Η θεωρία της υποκίνησης των καταλήψεων είναι τόσο παλιά όσο και οι καταλήψεις.
Η θεωρία της υποκίνησης
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1990, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος (Ν.Δ.) προβάλλει τη θέση ότι «οι καταλήψεις υποκινούνται από το ΠΑΣΟΚ, την Αριστερά και την ΟΛΜΕ», ενώ εννέα χρόνια αργότερα, την Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 1999, κατά την Ειδική Ημερήσια Διάταξη της Βουλής (Συνεδρίαση ΝΗ΄), οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος (ΠΑΣΟΚ) επαναφέρουν το ίδιο επιχείρημα: «Πρέπει να αφήσετε την εκπαιδευτική κοινότητα, που σημαίνει γονείς, παιδιά, καθηγητές, να λύσουν τα θέματα μόνοι τους και να διαμορφώσουν αυτοδύναμα την άποψή τους και όχι να τους υποκινείτε για να προσπορίσετε κομματικά οφέλη» (Γιάννος Παπαντωνίου, υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Πρακτικά Βουλής).
«Η υποκίνηση υπήρξε, αγαπητοί συνάδελφοι της αντιπολίτευσης, σε πολλές περιπτώσεις, όπως υπήρξε και η παραπληροφόρηση επί μήνες από την έναρξη της σχολικής χρονιάς» (Φίλιππος Πετσάλνικος, υπουργός Δημόσιας Τάξης, Πρακτικά Βουλής).
«Ποιο είναι το πρόβλημα; Το πρόβλημα είναι ότι, σε ένα μεγάλο βαθμό, η αυθόρμητη αντίδραση των μαθητών, η οποία πάντοτε υπήρχε και υπάρχει, καλλιεργήθηκε από άλλες δυνάμεις που έβαλαν μπροστά τους μαθητές… Και αναφέρομαι επίσης σε μία μερίδα εκπαιδευτικών, οι οποίοι ανήκουν σε συγκεκριμένες πολιτικές παρατάξεις που παροτρύνουν τα παιδιά στις καταλήψεις» (Γεράσιμος Αρσένης, υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πρακτικά Βουλής).
«Τι έκαναν ουσιαστικά οι εκπαιδευτικοί και με την πολιτική συνδρομή πολιτικών οργανώσεων; Έβαλαν ασπίδα τους νέους για να προασπίσουν όχι συντεχνιακά τους συμφέροντα, αλλά για να διατηρήσουν συντεχνιακές αγκυλώσεις που διακρίνουν ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα και την κατηγορία τους, αγκυλώσεις που οδηγούν σε τύφλωση τη νέα γενιά» (Δημήτριος Πιπεργιάς, βουλευτής ΠΑΣΟΚ, Πρακτικά Βουλής).
Η θεωρία της παραπληροφόρησης
Πρόκειται για μια παλιά θεωρία που εμφανίζεται σε περιόδους αναταράξεων στην εκπαίδευση. Στη διάρκεια των καταλήψεων των σχολείων την περίοδο 1990/91 ο υπουργός Παιδείας Βασίλης Κοντογιαννόπουλος υποστήριζε ότι «αυτές οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν μέσα σε ένα όργιο παραπληροφόρησης, το οποίο σε ένα μεγάλο βαθμό ήταν μεθοδευμένο και κατευθυνόμενο από πολιτικές και συνδικαλιστικές μειοψηφίες» (Βασ. Κοντογιαννόπουλος, «Το Βήμα», 23/12/90). «Κύκλοι προσκείμενοι σε κόμματα ή κινήσεις της αντιπολίτευσης επιχειρούν τις τελευταίες ημέρες να διαμορφώσουν κλίμα αναταραχής […] και διασπείρουν φήμες για δήθεν αποφάσεις του υπουργείου […]. Οι φήμες αυτές είναι εκ του πονηρού» (Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, «Παιδεία, Εκσυγχρονισμός υπό αναστολή», Gutenberg).
Στο ίδιο πλαίσιο, αρκετά χρόνια αργότερα, επαναλαμβάνεται ότι «πριν ξεκινήσουν οι καταλήψεις, επισκέφθηκα πολλά σχολεία στην Εύβοια και διαπίστωσα ότι οι εκπαιδευτικοί είχαν καλλιεργήσει ένα άγχος και μία αβεβαιότητα μέσα από την παραπληροφόρηση» (Δημήτριος Πιπεργιάς, βουλευτής ΠΑΣΟΚ, Πρακτικά Βουλής).
Τα «καύσιμα» των καταλήψεων
Με το παρελθόν δεν ξεμπερδεύεις εύκολα και είναι ξεκάθαρο ότι ακόμη μια φορά οι μαθητές θέλησαν να κλείσουν τους λογαριασμούς μαζί του και να ανοίξουν νέους με το μέλλον.
Τα «αγέννητα» των μαθητικών καταλήψεων της περιόδου 1990-1991 και 1998-1999, του 2006, του Κοντογιαννόπουλου και των κινητοποιήσεων εναντίον της αντιεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης Αρσένη (1998-1999) και της Μαριέττας Γιαννάκου «έσκασαν ξανά μύτη», κάνοντας κομμάτια τα δεσμά των ψευδαισθήσεων και μαζί τους την ησυχία επιτελών του ΥΠΑΙΘ.
Ποια είναι όμως τα «καύσιμα» της μαθητικής έκρηξης που δίνει βαθύτερη κοινωνική διάσταση στις αντιδράσεις; Από πού αντλεί τα «πυρομαχικά» της η ραγδαία κλιμάκωση των μαθητικών αντιδράσεων;
Να το πούμε καθαρά: Η ασφυκτική -για μαθητές και εκπαιδευτικούς- κατάσταση που επικρατεί μέσα στις σχολικές τάξεις, η φαραωνική στάση του ΥΠΑΙΘ και οι περιφρονητικές για τη νεολαία πράξεις των διαχειριστών του λειτούργησαν σαν αναμμένο σπίρτο σε μια μεγάλης έκτασης και «έτοιμη από καιρό» πυριτιδαποθήκη.
Είναι φανερό ότι οι αντιδράσεις των μαθητών δεν έπεσαν ούτε «από τον ουρανό», όπως υποστηρίζεται από τους στενόθωρους οπαδούς του αυθορμητισμού, ούτε οργανώθηκαν από κάποια γνωστά ή άγνωστα «κέντρα», σύμφωνα με τις μυωπικές θεωρίες «περί υποκινητών». Αποτελούν, ανεξάρτητα από τα μηνύματα, τις «εγγραφές» και τις «καταγραφές τους», μια φυσική αντίδραση, τόσο φυσική όσο φυσικό είναι να βρέχει όταν συσσωρεύονται τα σύννεφα!
Ωστόσο, ας μην έχει κανείς ψευδαισθήσεις. Είναι σαφέστατο: Αν οι συνθήκες εκπαίδευσης και οι αντιεκπαιδευτικές ρυθμίσεις «ρυμουλκούν» τη μαθητική αντίδραση, είναι φανερό ότι αυτή οριοθετείται και πριμοδοτείται από την άρνηση της προοπτικής ενός μαύρου παρόντος που κυριαρχείται από την εικόνα ενός ναρκοθετημένου μέλλοντος που απειλεί να ρουφήξει τη δημιουργική και απαιτητική πνοή τους.