Σε νέα κρίση φαίνεται να εισέρχεται η επιρροή της Ουάσιγκτον στην κεντρική και Νότια Αμερική καθώς μια μετά τη άλλη οι δεξιές κυβερνήσεις, που στηρίζουν τις ΗΠΑ και τον Ντόναλντ Τραμπ, απειλούνται, είτε από λαϊκές κινητοποιήσεις και εξεγέρσεις, είτε από εκλογικές ήττες.
Το πολιτικό εκκρεμές, που εδώ και χρόνια κινούνταν προ τα δεξιά (ή την φασίζουσα άκρα δεξιά) φαίνεται έτοιμο να ξεκινήσει την πορεία του προς το πολιτικό κέντρο ή ακόμη και την αριστερά.
Οι σκηνές χάους που φτάνουν στους δέκτες μας από τη Σαντιάγο και η βάναυση αντίδραση των αρχών ασφαλείας, η οποία δεν έχει προηγούμενο από τα χρόνια της δικτατορίας Πινοσέτ, δεν αποτελούν μόνο εσωτερική υπόθεση της Χιλής. Η κατάλυση του συντάγματος και η κινητοποίηση δυνάμεων του στρατού, με εντολή του προέδρου, δεν είναι δείγμα ισχύος, αλλά απόδειξη ενός πολιτικού πανικού που διαπερνά ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Στο πρόσωπο του προέδρου Πινιέρα αμφισβητείται ολόκληρο το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του ΔΝΤ, μέσω του οποίου η Ουάσιγκτον επιβάλλει την οικονομική και πολιτική κυριαρχία της στην περιοχή από τη δεκαετία του ’80.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Ισημερινού, Λένιν Μορένο, ο οποίος προσέφερε γη και ύδωρ στις ΗΠΑ (και μαζί με αυτά και τον Τζούλιαν Ασάνζ των WikiLeaks) έχασε ήδη το έδαφος κάτω από τα πόδια του, ύστερα από τις πρόσφατες διαδηλώσεις. Ο αγαπημένος πρόεδρος της αμερικανικής πρεσβείας (όπως είχαν αποδείξει παλαιότερα τα WikiLeaks), όχι μόνο απέσυρε την απελευθέρωση στις τιμές των καυσίμων, αλλά αναγκάστηκε, προς στιγμήν, να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα της χώρας του – το απόλυτο δείγμα πολιτικής κατάρρευσης για κάθε αρχηγό κράτους.
Την ίδια στιγμή, η νέα εκλογική νίκη του Έβο Μοράλες στη Βολιβία, αλλά και η αποτυχία της Ουάσιγκτον να ανατρέψει την κυβέρνηση της Βενεζουέλας, παρά τις συνεχείς απόπειρες πραξικοπημάτων, αποτελούν για ορισμένους απόδειξη ότι το λεγόμενο «ροζ κύμα» θα μπορούσε να κάνει την επανεμφάνισή του – έστω και χωρίς τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά της ακμής του.
Μικρή παραφωνία σε αυτή την τάση επιστροφής προς το πολιτικό κέντρο και την κεντροαριστερά, ίσως να αποτελέσουν οι εκλογές αυτής της Κυριακής στην Ουρουγουάη. Η κυβερνητική, κεντροαριστερή συμμαχία του Frente Amplio (Ευρώ Μέτωπο), απειλείται από δεξιά και ακροδεξιά κόμματα, αλλά ακόμη και πολιτικούς που συνδέονται με τα φρικτά εγκλήματα της Ουρουγουανής δικτατορίας του 1973-1985. Η μάχη όμως δεν έχει κριθεί.
Δεν πρέπει φυσικά να ξεχνάμε ότι η Ουάσιγκτον έχει ήδη χάσει ένα πολύτιμο σύμμαχο στο Μεξικό, μια χώρα που στο παρελθόν επέλεγε τους προέδρους της ανάμεσα σε διευθυντές αμερικανικών επιχειρήσεων, όπως η Coca Cola, και σε ακροδεξιούς που επέβαλαν την εξουσία τους (και μαζί αυτή τη Ουάσιγκτον) με κρατική και παρακρατική βία.
Ακόμη μεγαλύτερος θα είναι ο πολιτικός σεισμός στην Αργεντινή, εάν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις που θέλουν τον περονιστή Αλμπέρτο Φερνάντεζ να κερδίζει αυτή την Κυριακή (27 Οκτωβρίου) και τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Η απομάκρυνση του σημερινού προέδρου Μαουρίσιο Μάκρι δεν θα σηματοδοτήσει μόνο την προσωπική του αποτυχία, αλλά και την ολοκληρωτική απόρριψη του οικονομικού προγράμματος του ΔΝΤ, το οποίο στη χώρα θεωρείται ταυτόσημο με την εξάρτηση από τις ΗΠΑ.
Στη Βραζιλία, οι μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας με αφορμή τις καταστροφικές πυρκαγιές στον Αμαζόνιο, αλλά και τις περικοπές στην εκπαίδευση, προκάλεσαν τις πρώτες ρωγμές στην απόλυτη εξουσία του ακροδεξιού προέδρου Ζαΐρ Μπολσονάρο – του αποκαλούμενου και «Τραμπ της Νότιας Αμερικής».
Ακόμη όμως και η δεξιά οικονομική ελίτ της Βραζιλίας εκφράζει, τις τελευταίες ημέρες, την απογοήτευση και την οργή της απέναντι την Ουάσιγκτον, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ αθέτησε την υπόσχεσή του να υποστηρίξει έμπρακτα την ένταξη της χώρας στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Για τον Μπολσονάρο και τους επιχειρηματίες που τον στήριξαν, ο ΟΟΣΑ αποτελούσε το «άγιο δισκοπότηρο» της οικονομικής πολιτικής. Για να κερδίσουν, μάλιστα, την εύνοια των ΗΠΑ έκαναν σειρά παραχωρήσεων, όπως η εκχώρηση της στρατηγικής σημασίας αεροπορικής και διαστημικής βάσης της Αλκαντάρα.
Τέλος στην Κολομβία, η οποία έχει μετατραπεί σε ορμητήριο αμερικανικών υπηρεσιών όπως η CIA και η USAID για την ανατροπή του προέδρου της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο, η κυβέρνηση επιβιώνει μέσα σε ένα καθεστώς διαρκούς τρόμου. Παραστρατιωτικά τάγματα εφόδου, τα οποία συνήθως δρουν με την ανοχή του στρατού και της αστυνομίας, εκτελούν κατά δεκάδες συνδικαλιστές, μέλη αριστερών οργανώσεων αλλά και αρχηγούς ομάδων ιθαγενών, που αμφισβητούν την εξουσία του προέδρου Ιβάν Ντούκε.
Γινόμαστε, λοιπόν, μάρτυρες της επανάκαμψης κεντροαριστερών και αριστερών κυβερνήσεων, που αμφισβήτησαν την παντοκρατορία της Ουάσιγκτον στην πρώτη και δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα; Όσοι αναμένουν νέους Ούγκο Τσάβες να ξεπηδήσουν σε διάφορα σημεία της Νότιας Αμερικής, ίσως να απογοητευθούν από τα μετριοπαθή χαρακτηριστικά του νέου «ροζ κύματος».
Ολόκληρη η περιοχή, όμως, αποτελούσε πάντα το πιο ευαίσθητο βαρόμετρο των παγκόσμιων οικονομικών κρίσεων – όπως αυτή που αναμένει για το επόμενο διάστημα σχεδόν το σύνολο των μεγάλων οικονομολόγων και διεθνών οργανισμών. Όσο, λοιπόν, η κρίση βαθαίνει τόσο οι σύμμαχοι της Ουάσιγκτον στην περιοχή θα βρίσκονται αντιμέτωποι με κινήματα και εξεγέρσεις που θα αμφισβητούν το μοντέλο της υπερδύναμης. Η διατήρηση του συγκεκριμένου μοντέλου θα απαιτεί περισσότερα πραξικοπήματα, στρατιωτικούς νόμους και αίμα στους δρόμους.