Η πραγματικότητα σχετικά με τις αποφάσεις της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. για το ζήτημα των προκλήσεων της Τουρκίας κατά της Ελλάδας και Κύπρου, κάθε άλλο παρά δικαιολογούν το κλίμα ευφορίας και ικανοποίησης που επιχειρούν να διαμορφώσουν οι κυβερνώντες σε Αθήνα και Λευκωσία.
Είναι χαρακτηριστικό το ότι ενώ ο Κύπριος πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης δήλωσε πως «έχουμε περάσει από την ισχυρή φραστική, στην έμπρακτη και ουσιαστική στήριξη και αλληλεγγύη της Ευρωπαϊκή Ένωσης προς την Κυπριακή Δημοκρατία», η απόφαση του Συμβουλίου δεν ήταν η λήψη μέτρων, αλλά η εξουσιοδότηση προς την Επιτροπή να εξετάσει τα μέτρα.
Η διατύπωση της απόφασης είναι σαφής: «Εγκρίνει την απόφαση του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων με την οποία καλούνται τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσεως να υποβάλουν, χωρίς καθυστέρηση, προτάσεις για κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και στοχευμένων μέτρων».
Ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά τα στοχευμένα μέτρα και γιατί είναι αμφίβολη η υιοθέτησή τους;
Ένα πρώτο μέτρο θα μπορούσε να αφορά την ενταξιακή διαδικασία και τις διμερείς σχέσεις. Ειδικότερα, Αθήνα και Λευκωσία πιέζουν ώστε τρεις κρίσιμες πλευρές των σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας, δηλαδή τα ενταξιακά κεφάλαια, η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης και το ζήτημα των θεωρήσεων διαβατηρίων να διασυνδεθούν ευθέως και με τον τερματισμό των έκνομων δραστηριοτήτων της Άγκυρας στη κυπριακή ΑΟΖ. Και μαζί να διακοπούν οι υψηλού επιπέδου συναντήσεις στα Συμβούλια Σύνδεσης Ε.Ε. -Τουρκίας.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με ζητήματα που σε μεγάλο βαθμό είναι παγωμένα εδώ και καιρό, εξαιτίας της συνολικότερης απροθυμίας βασικών ευρωπαϊκών χωρών να προχωρήσουν την ενταξιακή διαδικασία, αλλά και τον ανησυχιών που υπάρχουν για την κατάσταση σε ζητήματα κράτους δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία. Ακόμη και οι υψηλού επιπέδου συναντήσεις έχουν αραιώσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Μιλάμε δηλαδή περισσότερο για την παγίωση μιας κατάστασης που σε μεγάλο βαθμό ισχύει και τώρα.
Ωστόσο, εκτιμάται ότι η ευθεία διασύνδεσή τους με το θέμα των πρακτικών της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ θα αποτελέσει έναν αναβαθμισμένο μοχλό πίεσης. Για παράδειγμα, η Τελωνειακή Ένωση είναι κάτι που το επιδιώκει η Τουρκία μια που θα της έδινε άλλης τάξης πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές.
Ένα δεύτερο μέτρο αφορά αυτό που θα λέγαμε κυρώσεις με την πιο άμεση μορφή. Εδώ έχουμε να κάνουμε καταρχάς με τα προενταξιακά κονδύλια, δηλαδή την οικονομική βοήθεια που δίνει η Ε.Ε. προς την Τουρκία. Αυτά έχουν υποστεί περιορισμούς, πάλι με αφορμή ζητήματα που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και εδώ θα έχει ενδιαφέρον εάν ένα τέτοιο πάγωμα θα συνδυαζόταν με το ζήτημα της κυπριακής ΑΟΖ.
Κυρίως, όμως, το ζήτημα με τις κατεξοχήν κυρώσεις είναι εάν θα ακολουθήσουν το μοντέλο που ακολούθησε η Ε.Ε. απέναντι στη Ρωσία σε σχέση με τις εξελίξεις στην Ουκρανία και την Κριμαία. Δηλαδή, στοχευμένες κυρώσεις σε πρόσωπα και εταιρείες που εμπλέκονται στις εξορμήσεις του τουρκικού πλοίου-γεωτρύπανου “Πορθητής”.
Όπως είναι γνωστό επειδή η Τουρκία δεν διαθέτει την εμπειρία και την τεχνογνωσία, τουρκική κρατική εταιρία πετρελαίου (TPAO) συνεργάζεται με ξένες εταιρείες που ειδικεύονται στις εξορύξεις.
Από την αρχή η κυπριακή κυβέρνηση στοχοποίησε αυτές τις συνεργασίες και με δημόσιες κινήσεις όπως τα διεθνή εντάλματα σύλληψης για όσους παραβιάζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα αλλά και με συστηματική προσπάθεια να αποτραπούν τέτοιες συνεργασίες. Η προσπάθεια αυτή απέδωσε και όντως αρκετές από τις διεθνείς εταιρείες απέφυγαν να συνεργαστούν με την ΤΡΑΟ.
Τώρα η προσπάθεια είναι να υπάρξουν επίσημες ευρωπαϊκές κυρώσεις εναντίον εταιρειών και προσώπων, αν και το θέμα αυτό είναι κάπως λεπτό, μια που ανάμεσα στις εταιρείες αυτές περιλαμβάνονται και αμερικανικές όπως η Weatherford International.
Παρότι το τελικό κείμενο συμπερασμάτων όντως ανοίγει το δρόμο και για κυρώσεις, είναι προφανές από την ίδια τη διατύπωσή του και κυρίως την ανάθεση και όχι απόφαση των μέτρων ότι είναι και προϊόν συμβιβασμού.
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι υπάρχουν χώρες που επιμένουν ότι αυτή τη στιγμή δεν πρέπει να επιδεινωθούν παραπάνω οι ευρωτουρκικές σχέσεις. Αυτές αφορούν τη Βρετανία, που έχει σαφώς υποστηρίξει ότι πρόκειται για διαφιλονικούμενη περιοχή, αλλά και τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία.
Οι ταλαντεύσεις αυτές είχαν φανεί και στην πορεία και προς το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων και προς τη Σύνοδο Κορυφής.
Ωστόσο, υπόβαθρο αυτών των ταλαντεύσεων και των δεύτερων σκέψεων είναι το πιο συνολικό ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στην Ε.Ε. και την Τουρκία.
Μπορεί η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. να είναι ένα ενδεχόμενο πολύ μακρινό σήμερα, κυρίως γιατί οι χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα αποφάσισαν ότι δεν μπορεί η Ε.Ε. να αντέξει μια τόσο μεγάλη μουσουλμανική χώρα, εντούτοις η Τουρκία έχει και αυτή τρόπους να επηρεάζει τις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Η Ε.Ε. και η Τουρκία έχουν σημαντικές οικονομικές συναλλαγές και θα ήταν πρόβλημα και για την Ε.Ε. να έχανε την τουρκική αγορά. Αντίστοιχα, υπάρχουν και μειονότητες που αναφέρονται στην Τουρκία και βέβαια η σημαντική τουρκική διασπορά σε χώρες όπως η Γερμανία. Δεν είναι εύκολη μια πιο βαθιά διάρρηξη σχέσεων. Έπειτα, υπάρχει το συνολικότερο θέμα των ευρωατλαντικών σχέσεων και το γεγονός ότι η Τουρκία εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα κομβική για τη συνολική διάταξη δυνάμεων του ΝΑΤΟ.
Και βέβαια σε αυτά προστίθεται και το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα. Αυτή τη στιγμή η πολιτική της Ε.Ε. για το μεταναστευτικό και το προσφυγικό, η πολιτική κάποιες φορές περιγράφεται ως πολιτική της «Ευρώπης Φρούριο», στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στη συμφωνία Ε.Ε. και Τουρκίας. Η τουρκική κυβέρνηση συχνά υπενθυμίζει ότι χάρη στη δική της πολιτική συνεργασία δεν υπάρχουν πολύ μεγαλύτερες ροές προσφύγων και μεταναστών που να εισέρχονται στο ευρωπαϊκό έδαφος.
Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε τη στάση των ΗΠΑ, που ενώ δείχνουν να καταδικάζουν φραστικά τις πρακτικές της Τουρκίας, την ίδια στιγμή σπεύδουν να υπογραμμίσουν ότι η διαχείριση των ωφελημάτων των εξορύξεων πρέπει να γίνει με όρους win win για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και παρότι είναι σε σκληρή διαπραγμάτευση με την Τουρκία δεν έχουν δείξει ακόμη ότι επιθυμούν μια πλήρη ρήξη.
Με αυτή την έννοια, έχουμε αρκετό δρόμο μέχρι να δούμε πραγματικά εάν και ποιες κυρώσεις επιλεγούν τελικά, όπως βέβαια και το αποτέλεσμα που θα έχουν ως προς τη στάση της Τουρκίας.