Μεγάλη ρευστότητα στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους αλλά φτώχεια, ανεργία, μισθοί πείνας στους εργαζόμενους και απουσία επενδύσεων. Η Ελλάδα η πιο ακριβή χώρα στο internet , στην τηλεφωνία, στο ηλεκτρικό ρεύμα, στη βενζίνη, στο ΦΠΑ, σε όλα σχεδόν τα ηλεκτρονικά και ηλεκτρικά προϊόντα.
Μπορεί η αύξηση στους κατώτερους μισθούς για το 2021 να ήταν (όπως είχε γράψει ο Ημεροδρόμος) ίση με …ένα κουλούρ. Μπορεί ο βασικός μισθός να παραμένει στα 663 ευρώ μεικτά. Μπορεί η αποδοχές ενός δόκιμου νοσηλευτή να είναι 176 ευρώ. Μπορεί τα λουκέτα να «μπαίνουν» το ένα μετά το άλλο σε μικρές επιχειρήσεις. Όμως αυτή είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Γιατί στην άλλη πλευρά, εκείνη που βρίσκονται οι τραπεζίτες και οι μεγάλοι επιχειρηματίες επικρατεί …ευημερία εν μέσω πανδημίας. Εκεί αποκτά νόημα η περίφημη φράση του Γιώργου Παπανδρέου (μια και επανήλθε στην κεντρική πολιτική σκηνή να τον θυμηθούμε): «Λεφτά υπάρχουν».
Αν πιστέψουμε την ενημέρωση που πραγματοποίησαν αυτή την εβδομάδα στην Βουλή σε ειδική συνεδρίαση της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων, οι εκπρόσωποι των τραπεζών, τότε το χρήμα ρέει …σαν ποτάμι. Μόνο που οι «πηγές» του ποταμιού βρίσκονται στις τράπεζες και οι «εκβολές» του στις μεγάλες ή πολύ μεγάλες επιχειρήσεις και τούμπαλιν.
Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία που παρουσίασε επιτροπή Οικονομικών της Βουλής ο Δημήτρης Μαλιαρόπουλος, Διευθυντής Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδας «συνολικά η ακαθάριστη χρηματοδότηση προς τις εταιρείες, τις μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες, από διάφορες πηγές, τραπεζικές και μη, ανήλθε σε 24,4 δισεκατομμύρια το 2020 και 9,8 δισεκατομμύρια την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2021» πρόσθεσε μάλιστα πως «για να έχουμε τη συνολική εικόνα, οι επιχειρήσεις άντλησαν από τις αγορές εταιρικών ομολόγων, διεθνείς και εγχώριες, 1,3 δισεκατομμύρια το 2020 και 3 δισεκατομμύρια το οκτάμηνο του 2021».
Σαν να μην έφταναν αυτά η Τράπεζα της Ελλάδας εκτιμά ότι «οι επιχειρήσεις άντλησαν το 2020 επιπλέον 1,1 δισεκατομμύριο ευρώ υπό μορφή EcoDeficiency, κυρίως από άμεσες ξένες επενδύσεις».
Ειδικά για τις δανειακές ροές τα στοιχεία ήταν αντίστοιχα. Με βάση πάντα τους υπολογισμούς της Τράπεζας της Ελλάδας «η ακαθάριστη ροή χρηματοδότησης προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ανήλθε σε 16,2 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 10,2 δισεκατομμύρια κατευθύνθηκαν προς τις μεγάλες επιχειρήσεις και τα 6,2 δισεκατομμύρια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις». Αντίστοιχα «την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2021, η ακαθάριστη ροή ανήλθε σε 5,6 δισεκατομμύρια ευρώ, 3,3 δισεκατομμύρια προς μεγάλες επιχειρήσεις και 2,3 δισεκατομμύρια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις». Μάλιστα ο Δημήτρης Μαλιαρόπουλος επισήμανε πως σημαντικό ρόλο έπαιξε η περίφημη Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, χρηματοδοτικός μηχανισμός που αξιοποιείται πλήρως από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όμως θεσμοθετήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Μαλιαρόπουλος «τα προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, συνεισέφεραν 6,5 δισεκατομμύρια το 2020 και 1,3 δισεκατομμύρια την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2021».
Στους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς αθροίζονται επίσης αλλά «τα προγράμματα διεθνών οργανισμών, όπως του ομίλου Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, της EIB, και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης,E BRD, τα οποία συνεισέφεραν είτε έμμεσα μέσω του τραπεζικού συστήματος, είτε άμεσα με απευθείας δάνεια σε επιχειρήσεις, 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2020 και περίπου 1,9 δισεκατομμύρια το οκτάμηνο του 2021».
Φυσικά αποτελεί μύθο το ότι οι χρηματοδοτήσεις αυτές αφορούν κατά βάση τους μικρομεσαίους. Κάτι που παραδέχθηκε ο εκπρόσωπος της ΤτΕ αναφέροντας πως «η χρηματοδότηση της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα εμφανίζεται ενισχυμένη τα τελευταία χρόνια, ωστόσο ενδεχομένως όχι επαρκώς για τις μικρομεσαίες και ιδιαίτερα τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις». Μάλιστα ο Δημήτρης Μαλιαρόπουλος επισήμανε ότι χρηματοδοτούνται πολύ λιγότερο παρά «το γεγονός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνεισφέρουν πολύ περισσότερο στην απασχόληση, είναι 83% της απασχόλησης που απασχολείται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις» και «θα δικαιολογούσε υψηλότερα ποσοστά τραπεζικού δανεισμού από τα σημερινά». Αναλύοντας τις αιτίες γι αυτό τόνισε ότι «οι τράπεζες παραμένουν επιφυλακτικές, καθώς οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται από υψηλότερο κίνδυνο. Ενδεικτικά, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είναι διαχρονικά πολλαπλάσια υψηλότερο από το αντίστοιχο των μεγάλων επιχειρήσεων.Συνεπώς, λόγω του υψηλού πιστωτικού κινδύνου, ακόμα και όταν οι επιχειρήσεις αυτές πληρούν τα κριτήρια τραπεζικού δανεισμού, το κόστος δανεισμού είναι υψηλό και επιχειρηματικά ασύμφορο».
Με λίγα λόγια οι πολιτικές ενίσχυσης των μονοπωλιακών ομίλων που οδηγούν στο ανταγωνιστικό στρίμωγμα, τον περιορισμό δραστηριοτήτων και στο κλεισιμο την μικρομεσαία επιχείρηση, μπορούν ωραιότατα να αξιοποιηθούν ως …δικαιολογία για τον περιορισμό του δανεισμού τους.
Έναν άλλο μεγάλο ωφελημένο του τραπεζικού δανεισμού, δηλαδή το εφοπλιστικό κεφάλαιο ανέδειξε στην ενημέρωση που παρείχε ο Πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών Βασίλης Ράπανος. Αναφερόμενος και αυτός συνολικά στον δανεισμό των επιχειρήσεων είπε ότι «πρώτο 8μηνο του 2021, με τους δύο κατεξοχήν τύπους πιστοδοτικών συμβάσεων, δηλαδή τα δάνεια τακτής λήξης και μέσω αλληλόχρεων λογαριασμών, δόθηκαν σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις περί τα 5 δισ. 244 εκατομμύρια ευρώ. Από αυτά τα 2,6 δις δόθηκαν σε επιχειρήσεις που έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών μικρότερο από τα 5 εκατομμύρια και τα 3 δισ. στις επιχειρήσεις που έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών πάνω από τα πέντε εκατομμύρια». Συνέχισε λέγοντας πως οι κλαδικές δραστηριότητες που απευθύνθηκαν τα δάνεια αφορούσαν κυρίως «τους κλάδους της ενέργειας των τροφίμων και ποτών, του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, στις κατασκευές και στον αγροτικό τομέα».
Διευκρίνισε όμως πως «αν λάβουμε υπόψη μας και όλα τα δάνεια που δόθηκαν είτε σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις ομολογιακά δάνεια, κοινοπρακτικά και παρόμοια τότε το σύνολο της χρηματοδότησης στο πρώτο οκτάμηνο ανήλθε στα 11,2 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 8,9 είναι από ίδια διαθέσιμα κεφάλαια των τραπεζών». Μια απλή αφαίρεση μας δείχνει ότι το εφοπλιστικό κεφάλαιο έλαβε 5,9 δισεκατομμύρια, περισσότερα από όλους τους υπόλοιπους κλάδους μόνον τους τελευταίους 8 μήνες.
Μετά από όλα τα παραπάνω μάλλον ως …αστείες ακούγονται οι παραινέσεις της κυβέρνησης προς τις Τράπεζες προκειμένου να δώσουν δάνεια και στις μικρές επιχειρήσεις. Ακόμη και αν τα χρήματα αυτά προέρχονται από τον κρατικό μηχανισμό και τον προϋπολογισμό. Αυτό δηλαδή που έκανε την Παρασκευή απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση στην Βουλή ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης. Ανέφερε πως «ενθαρρύνω απολύτως τα τραπεζικά ιδρύματα. Και θεωρώ ακατανόητη την αδιαφορία τους να χρηματοδοτούν τα εγκεκριμένα από τον αναπτυξιακό νόμο προγράμματα επενδύσεων». Σχολίασε πως «όταν έχεις έγκριση από τον αναπτυξιακό νόμο για να υλοποιήσεις ένα σχέδιο και είναι αδικαιολόγητη η μη παροχή του δανείου γιατί στην ουσία δεν πρόκειται περί δανείου, πρόκειται περί προεξοφλήσεως μιας πραγματικής δαπάνης που θα την πάρεις ούτως ή άλλως από το κράτος το μόνο που θα μπορούσε η τράπεζα ενδεχομένως να κάνει θα ήταν τμηματική καταβολή του δανείου κατά την εξέλιξη του έργου, έτσι ώστε να είναι βέβαιη ότι θα πάρει τα λεφτά, ότι δεν θα τα χάσει».
Όμως ο υπουργός Ανάπτυξης ήταν αποκαλυπτικός για το …τι μπορεί να κάνει η κυβέρνηση απέναντι σε όλα αυτά. Όπως δήλωσε ο Άδωνις Γεωργιάδης «έχετε τον λόγο μου ότι γι’ αυτό θα κάνω ειδική συνάντηση με τις τράπεζες. Προσέξτε: Λέω συνάντηση και να τους εξηγήσουμε, γιατί θεσμικός τρόπος διά νόμου για να τους το επιβάλουμε, όπως ξέρετε, δεν υπάρχει»…