Τις τελευταίες δύο εβδομάδες πολλοί χρήστες του Facebook στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων δημοσιογράφοι, φωτορεπόρτερ και δικηγόροι, είδαν αναρτήσεις τους να απορρίπτονται με τη δικαιολόγηση ότι «η δημοσίευση αυτή παραβιάζει τους όρους μας σε ό, τι αφορά τα επικίνδυνα άτομα και τις επικίνδυνες οργανώσεις, επομένως δεν μπορεί να τη δει κανείς άλλος». Ήταν αναρτήσεις που αφορούσαν την απεργία πείνας του κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα, καταδικασμένου για τη συμμετοχή του στην τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη».
Η πρακτική αυτή του μεγαλύτερου μέσου κοινωνικής δικτύωσης στον κόσμο επισημάνθηκε ως μορφή λογοκρισίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δημήτρης Αλικάκος, αρχισυντάκτης των «ελληνικών Hoaxes», του συνεργάτη δηλαδή του Facebook στην Ελλάδα για την αποφυγή διάδοσης fake news μέσω της πλατφόρμας, με ανάρτησή του τόνισε ότι τοποθετήσεις χρηστών που αναφέρονται στο Δημήτρη Κουφοντίνα ως κρατούμενο απεργό πείνας δεν παραβιάζουν τους όρους του μέσου, σχολιάζοντας μάλιστα καυστικά ότι «το Facebook τα έχει κάνει μπάχαλο». Λίγες ώρες αργότερα «κόπηκαν» ακόμη και φωτογραφίες από τη διαδήλωση αλληλεγγύης στο Δημήτρη Κουφοντίνα, του έμπειρου μέλους της Ένωσης Φωτορεπόρτερ Ελλάδας, Μάριου Λώλου. Τελικά μετά από σφοδρές αντιδράσεις το Facebook αναγνώρισε «λάθος χειρισμούς».
Πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα; Συνιστά λογοκρισία η απόρριψη αναρτήσεων από ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης; Θεωρητικά υπάρχουν τόσες πλατφόρμες για να εκφράσει κάποιος χρήστης τη γνώμη του που η απόρριψή της από ένα και μόνο δε θα έπρεπε να έχει τέτοιο αντίκτυπο. Όμως καθώς έχει, υπάρχει τρόπος τα κράτη να διασφαλίσουν την αποτροπή πράξεων λογοκρισίας τέτοιου τύπου; Σε αυτά τα ερωτήματα μας έδωσε απαντήσεις ο Σταμάτης Πουλακιδάκος, μέλος του Εργαστηριακού και Διδακτικού Προσωπικού στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
«Σε αντίθεση με τη λογοκρισία που συνηθίζουν να εφαρμόζουν τα απολυταρχικά καθεστώτα, οι απορρίψεις αναρτήσεων και η προσωρινή αναστολή λογαριασμών που επιβλήθηκαν από το Facebook εμπίπτουν στην κατηγορία της εκ των υστέρων λογοκρισίας (ex-post censorship).
Μολονότι κανείς μπορεί να πει ότι στην εκ των υστέρων λογοκρισία το όποιο μήνυμα έχει τουλάχιστον ήδη δημοσιευτεί, οπότε η “ζημιά” εν τέλει ίσως δεν είναι και τόσο μεγάλη, ο δημόσιος διάλογος βλάπτεται και πάλι διότι πλήττεται δεδομένα η ελευθερία έκφρασης και συζήτησης επί των μηνυμάτων που δημοσιεύονται, καθώς και η ατομική βούληση του πομπού/παραγωγού αυτών των μηνυμάτων αναφορικά με το επιθυμητό διάστημα δημοσιοποίησης. Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα μήνυμα θα παραμείνει δημοσιευμένο (θα πρέπει να) αποτελεί αποκλειστική απόφαση του δημιουργού του», σημειώνει ο κ. Πουλακιδάκος. Υπογραμμίζει ότι ακόμα και οι προσωρινές αναστολές δυνατότητας ανάρτησης μπορούν να ερμηνευθούν κατά μία έννοια ως καταπάτηση του θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος της ελεύθερης επικοινωνίας.
Στο ίδιο πνεύμα με τον αρχισυντάκτη των «ελληνικών Hoaxes», ο διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών τονίζει ότι «όταν ο αυτόματος ή ανθρώπινος λογοκριτής στηρίζεται μόνο στην αναφορά ονομάτων “επικίνδυνων ατόμων και οργανώσεων”, παραβλέπει πλήρως το συγκείμενο και το πλήρες νόημα που μπορεί να έχει το μήνυμα που περιέχει αυτά τα ονόματα των “επικίνδυνων ατόμων και οργανώσεων”. Είναι προφανώς πολύ διαφορετικό να γράψει κανείς “Ε, ρε 17 Νοέμβρη που σας χρειάζεται” (υπονοώντας βίαιες επιθέσεις), από το να πει “στο πρόσωπο του Δ. Κουφοντίνα καταπατώνται θεμελιώδη δικαιώματα των εγκλείστων στις ελληνικές φυλακές που θα έπρεπε να εφαρμόζονται σε κάθε ευνομούμενο δημοκρατικό πολίτευμα”. Και οι δύο φράσεις περιέχουν “επικίνδυνα άτομα ή οργανώσεις”, αλλά με τελείως διαφορετικό νόημα».
Γιατί όμως μια τέτοια, έστω λανθασμένη, πρακτική του Facebook κρίνεται ως σημαντική για την ελευθερία του λόγου στην Ελλάδα; «Είναι ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης ανάμεσα σε τόσα άλλα», θα μπορούσε να πει κάποιος. Ο Σταμάτης Πουλακιδάκος απαντά: «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ) επιτελούν στις μέρες μας ένα φάσμα επικοινωνιακών λειτουργιών. Πέραν της διαπροσωπικής επικοινωνίας ή της ανταλλαγής απόψεων πάνω σε ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος, τα ΜΚΔ έχουν αναλάβει και σημαντικό μέρος της ενημέρωσής μας, άλλοτε δρώντας ως “ενισχυτές” παραδοσιακών μέσων, άλλοτε ως “εναλλακτική πηγή” που (δύναται να) προσφέρει επιπλέον πλουραλισμό στη δημόσια ενημέρωση-συζήτηση. Ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας, το Facebook υπέχει έναν εξαιρετικά νευραλγικό ρόλο. Δεν αποτελεί μόνο εφαρμογή επικοινωνίας μεταξύ ατόμων, αλλά και “εναλλακτικό” μέσο ενημέρωσης για ένα κοινό το οποίο δηλώνει διαχρονικά σε σχετικές έρευνες ότι δεν εμπιστεύεται τα παραδοσιακά μέσα (εφημερίδες, τηλεόραση, ραδιόφωνο) και στρέφεται προς τα “νέα” μέσα για ενημέρωση. Μολονότι δεν αντιλαμβάνονται όλοι πως τα νέα μέσα φέρουν πάντα εντός τους και το παλιό, εν τούτοις μόνο και μόνο το γεγονός ότι το Facebook επιβάλλει αυτού του είδους τη λογοκρισία, μπορεί να αποστερήσει από τους χρήστες του ακόμα και σημαντικές πηγές πληροφόρησης, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην περίπτωση της αναστολής λειτουργίας του λογαριασμού του πρώην προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Φωτορεπόρτερ Μάριου Λώλου».
Τί θα μπορούσε να γίνει στο εξής, εφόσον παρά την κριτική το Facebook δε δείχνει διατεθειμένο να αλλάξει την πολιτική του; Δεν πρέπει τα ΜΚΔ να έχουν κάποιους μηχανισμούς απόρριψης αναρτήσεων που προάγουν το λόγο μίσους ή στιγματίζουν συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες; Δε θέλουμε να «κόβει» την πορνογραφία ή σβάστιγκες το συντομότερο δυνατό;
«Υποτίθεται ότι η βασική προϋπόθεση εφαρμογής τέτοιων μέτρων πρέπει να είναι η δημόσια άρθρωση Λόγου Μίσους. Η συζήτηση ανάμεσα σε κυβερνήσεις, εταιρείες ΜΚΔ και φορείς της κοινωνίας πολιτών, γύρω από το πότε πρέπει τα ΜΚΔ να λογοκρίνουν αναρτήσεις και με βάση ποιους κανόνες, έχει διαχρονικό χαρακτήρα, χωρίς (τουλάχιστον μέχρι στιγμής) να έχει φτάσει σε κάποιο συγκεκριμένο και κοινά αποδεκτό συμπέρασμα», μας λέει ο διδάσκων στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ και αναλύει τις δύο διαφορετικές προσεγγίσεις πάνω στο θέμα.
«Στις ΗΠΑ δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο νομικό κείμενο που να ορίζει και να περιορίζει το Λόγο Μίσους, σε αντίθεση με άλλα «δυτικά» κράτη όπως ο Καναδάς, η Γαλλία και η Γερμανία που έχουν ενσωματώσει στα νομικά τους συστήματα διατάξεις που ποινικοποιούν διάφορες μορφές του Λόγου Μίσους, Στην Ελλάδα αυτό γίνεται μέσω του αντι-ρατιστικού νόμου, 4285/2014 και εσχάτως μέσω της απόπειρας ενσωμάτωσης της οδηγίας (ΕΕ) 2010/13).
Η κάθε προσέγγιση έχει τα επιχειρήματά της. Όσοι τάσσονται υπέρ της νομοθετικής/ποινικής αντιμετώπισης του Λόγου Μίσους, άποψη που έχει επικρατήσει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, υποστηρίζουν ότι το κράτος έχει ευθύνη να καταπολεμήσει την προπαγάνδα μίσους. Οι υποστηρικτές της ποινικοποίησης ανησυχούν για την πιθανή μετάδοση του μίσους, την ψυχολογική βλάβη που πιθανόν να υποστεί οποιαδήποτε μειονοτική ομάδα και την απειλή για τη σταθερότητα και την ηρεμία της κοινωνίας σε περίπτωση που η προπαγάνδα μίσους επιτύχει να διαδώσει τα μηνύματά της στην πλειοψηφία. Στηρίζουν, δε, περαιτέρω αυτή τους την άποψη, λέγοντας ότι «σε έναν τέλειο κόσμο, θα απαντούσαμε στο μίσος με εκπαίδευση, όχι νόμους. Όμως, ο κόσμος μας δεν είναι τέλειος και η ιστορία έχει δείξει ότι ο Λόγος Μίσους μπορεί να οδηγήσει σε τρομακτικά εγκλήματα».
Από την άλλη μεριά, οι έχοντες κριτική στάση απέναντι στη νομική διαχείριση του Λόγου Μίσους ισχυρίζονται ότι οι νόμοι, αν και καλοπροαίρετοι, δεν κάνουν πολλά για την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων του λόγου μίσους, επειδή εφαρμόζουν μια ιδιωτική και εξατομικευμένη διαδικασία επίλυσης για κάτι που είναι ουσιαστικά ένα δημόσιο/κοινωνικό πρόβλημα και ως τέτοιο το περιθώριο άμεσης αντιμετώπισης είναι ελάχιστο. Παράλληλα, η όποια -ατομοκεντρική- επίλυση του ζητήματος επαφίεται σε άτομα που είναι πρόθυμα να υποβάλουν επίσημη καταγγελία, εάν βρουν το κουράγιο για κάτι τέτοιο. Επιπρόσθετα, οι νόμοι σε αρκετές περιπτώσεις προτείνουν έναν αρκετά περιοριστικό ορισμό του Λόγου Μίσους, με αποτέλεσμα αρκετές περιπτώσεις εκφοράς Λόγου μίσους να παραμένουν εκτός νομικού πλαισίου».
Πέραν των «αμιγώς» νομικών ζητημάτων που καθιστούν δύσκολη την νομική αντιμετώπιση του προβλήματος, υπάρχει ένας ακόμη παράγοντας, ιδιαίτερα σημαντικός στην περίπτωση της απόρριψης αναρτήσεων σχετικά με το Δημήτρη Κουφοντίνα. Ο κ. Πουλακιδάκος επισημαίνει: «Από κοινωνιολογική ή ανθρωπολογική άποψη γνωρίζουμε ότι ο νόμος επιβάλλει τα ήθη της νομοθετικής ελίτ που μπορεί να ελέγχει το περιεχόμενο του νόμου και, κατά συνέπεια να τον εκμεταλλεύεται κατά το δοκούν».