Το θάνατο του Κ. Μητσοτάκη ακολούθησε ένα κύμα υποκρισίας εκ μέρους όλων των πολιτικών δυνάμεων, που προσπάθησαν να δημιουργήσουν συνθήκες «παλλαϊκού πένθους». Στην πραγματικότητα, οι μόνοι που έχουν λόγους να θρηνούν –σε πολιτικό επίπεδο– το θάνατο του «επίτιμου» της ΝΔ είναι η ντόπια κυρίαρχη τάξη και οι διεθνείς σύμμαχοί της, δηλαδή οι κοινωνικές δυνάμεις τις οποίες ο Κ. Μητσοτάκης υπηρέτησε συστηματικά σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Ο Κ. Μητσοτάκης υπήρξε μια σημαντική προσωπικότητα της αστικής παράταξης, από την περίοδο του όψιμου βενιζελισμού μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα.
Στη δεκαετία του 1980, ο Α. Παπανδρέου εξωράισε συστηματικά την παράδοση του βενιζελισμού προκειμένου να συγκαλύψει τη στροφή του ΠΑΣΟΚ προς τα δεξιά. Ο Ελ. Βενιζέλος υπήρξε ο πρωτεργάτης της «Μεγάλης Ιδέας», της πολεμικής εξόρμησης του ελληνικού καπιταλισμού στα Βαλκάνια και στην Ανατολή, πάντα στο πλευρό των Μεγάλων Δυνάμεων. Όταν οι εδαφικές και πληθυσμιακές επιδιώξεις επιτεύχθηκαν (παρά το «κουτσούρεμα» της Μικρασιατικής Καταστροφής που αποτυπώθηκε στη διαφορά των Συνθηκών μεταξύ Σεβρών και Λοζάνης), ο Βενιζέλος δεν είχε καμιά αναστολή στο να υπογράψει Σύμφωνο Φιλίας και Κατανόησης με την Τουρκία και να προτείνει τον Κεμάλ Ατατούρκ για το Νόμπελ Ειρήνης. Αυτό υπαγόρευαν τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου, που πλέον στρεφόταν στον «εκσυγχρονισμό», στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης του ’30 και τη βιομηχανική ανάπτυξη. Σε αυτήν την περίοδο ο Βενιζέλος ανακήρυξε ως θανάσιμο εχθρό της παράταξής του το εργατικό κίνημα και επεξεργάστηκε τα όπλα για την αντιμετώπισή του: το Ιδιώνυμο, τις εξορίες, το συνδικαλιστικό της Ασφάλειας, τους βασανισμούς…
Αυτή η παράδοση, εξαιρετικά ισχυρή στον 20ό αιώνα στην Κρήτη, είναι «θεμέλιο» των ιδεών και της πράξης του Κ. Μητσοτάκη.
Η οικογένεια Μητσοτάκη υπερηφανεύεται ότι έπαιξε ρόλο για να μην αναπτυχθεί μαζικά η κομουνιστική Αντίσταση και, τελικά, ο εμφύλιος πόλεμος στην Κρήτη. Με μια έννοια αυτό είναι ακριβές: το βενιζελικό «Κέντρο», στηριγμένο στις λίρες και στα όπλα των Εγγλέζων, αντέταξε νωρίς δράση κατά της Αριστεράς, με τρόπους απολύτως ανάλογους του ταγματασφαλιτισμού. Οι στάβλοι του Μπαντουβά (μιας άλλης βενιζελικής οικογένειας του Κέντρου που αργότερα προσχώρησε στο… ΠΑΣΟΚ) υπήρξαν τόπος μαρτυρίου για τους κομουνιστές στην Κρήτη. Τα σαδιστικά βασανιστήρια, οι βιασμοί, οι άγριες δολοφονίες, δεν κρύβονταν, αλλά αντίθετα διαδίδονταν: ήταν ένα μήνυμα για το τι επεφύλασσαν οι συμμορίες των τσιφλικάδων του βενιζελισμού στα μέλη και τα στελέχη του ΕΑΜ/ΚΚΕ.
Πρόσφατα ο Κυρ. Μητσοτάκης, επισκεπτόμενος τον Δ. Κουτσούμπα, του παρέδωσε ως «δώρο προς το ΚΚΕ» ένα ντοκουμέντο των διαπραγματεύσεων μεταξύ του ΚΚΕ στην Κρήτη και των βενιζελικών οργανώσεων, ένα κείμενο που υπαγορεύει όρους, γραμμένο με το χέρι του Κ. Μητσοτάκη. Τα ντοκουμέντα αυτά κυριολεκτικά στάζουν αίμα…
«Αρχιαποστάτης»
Ξεκινώντας από αυτό το υπόβαθρο, ο Κ. Μητσοτάκης ανέβηκε στην Αθήνα, αλλά και στην ιεραρχία των στελεχών του Κέντρου. Στη δεκαετία του ’60, επί πρωθυπουργίας Γ. Παπανδρέου, αναδείχθηκε βασικός εκπρόσωπος της δεξιάς πτέρυγας του Κέντρου. Υποτίθεται ότι αναλάμβανε ρόλο αντίβαρου απέναντι στον τάχα «ανεξέλεγκτο» Α. Παπανδρέου και τους «εξτρεμιστές» μέσα στη νεολαία του Κέντρου. Στην πραγματικότητα υπεράσπιζε το συμβιβασμό με το Παλάτι και –κυρίως– το απαραβίαστο των στεγανών στο στρατό και στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του μετεμφυλιακού κράτους, όπου βασίλευαν οι αντικομουνιστικές συνωμοτικές οργανώσεις. Όχι τυχαία, κατά τη μαζική έκρηξη της οργής στα Ιουλιανά του ’65, ο κόσμος τον αναγνώρισε ως «αρχιαποστάτη» και του απένειμε το παρατσούκλι «Εφιάλτης» που τον συνόδευε ως το 1990.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ο Μητσοτάκης (όπως και άλλοι πολιτευτές του Κέντρου, αλλά και της Δεξιάς, όπως ο Π. Κανελλόπουλος) δεν ταυτίστηκε με το καθεστώς των συνταγματαρχών, διαβλέποντας ότι αργά ή γρήγορα θα οδηγηθεί σε μείζονα και επικίνδυνη κρίση. Αυτό, στις συνθήκες της εποχής, οδηγούσε σε έναν κάποιο παραμερισμό, που σήμερα παρουσιάζεται ως δίωξη, αν και κανείς δεν μπορεί να κρύψει ότι αυτή ήταν «βελούδινη» μπροστά σε αυτά που αντιμετώπιζαν όσοι έκαναν την επιλογή της πραγματικής αντίστασης.
Στις συνθήκες του ριζοσπαστισμού της Μεταπολίτευσης, ο Κ. Μητσοτάκης αντιμετώπισε την πολιτική απομόνωση, προσπαθώντας να επιβιώσει πολιτικά ως μοναχικός εκπρόσωπος της παράδοσης του βενιζελικού φιλελευθερισμού. Όταν ο Κ. Καραμανλής απηύθυνε την έκκληση για διεύρυνση της ΝΔ, ο Κ. Μητσοτάκης ανταποκρίθηκε από τους πρώτους: ο τάχα μπαρουτοκαπνισμένος «κεντρώος δημοκράτης» ύψωνε τη σημαία της σύγκλισης με τη Δεξιά. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και μέσα στο κόμμα της ΝΔ έγινε δεκτός ψυχρά, με φανερή έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στον πολιτικό σαλταδορισμό που είχε ήδη αναδείξει σε επιστήμη.
Ακραίος νεοφιλελευθερισμός
Για να παίξει σημαντικό πολιτικό ρόλο χρειαζόταν μια πολιτική και ιδεολογική τομή. Αυτή για τον Κ. Μητσοτάκη ήταν η προσχώρηση στον άκρατο νεοφιλελευθερισμό, στην προοπτική της «θατσερικής αντεπανάστασης». Μέσα στο κόμμα του «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού» του Κ. Καραμανλή, στο κόμμα του «σοσιαλμανούς» Π. Παπαληγούρα, αναπτύχθηκε σταδιακά η «εστία» των οπαδών της ιδιωτικοποίησης των πάντων, της απελευθέρωσης της επιχειρηματικότητας από τα δεσμά των εργατικών κατακτήσεων, της συντριβής των συνδικάτων, αλλά και της στροφής στις υπηρεσίες και τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Ήταν η εποχή που ο Α. Ανδριανόπουλος και οι σελίδες της «Καθημερινής» παρουσίαζαν τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα περίπου ως αντιεξουσιαστική απελευθέρωση από τον «κρατισμό» που, τάχα, κυριαρχούσε ως οριζόντια παράδοση τόσο στις γραμμές της Αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ όσο και στις αντίστοιχες της «λαϊκής» Δεξιάς. Ήταν η εποχή που ακόμα και στελέχη της ευρύτερης Αριστεράς έλκονταν από τις νεοφιλελεύθερες ιδέες: η συμμετοχή τους στα σαλόνια της οικογένειας Μητσοτάκη ήταν το άσφαλτο σημάδι ότι είχαν διαβεί τον Ρουβίκωνα.
Η επιτυχία της νεοφιλελεύθερης ηγεσίας της ΝΔ στα 1989 δεν μπορεί να πιστωθεί μόνο στις ηγετικές ικανότητες του Κ. Μητσοτάκη. Κυρίως επρόκειτο για το «σπρώξιμο» του νεοφιλελευθερισμού από όλα τα διεθνή κέντρα του καπιταλισμού που τελικά επέβαλαν αυτήν τη στυγνή ιδεολογία σε όλα τα δεξιά κόμματα αλλά και στη σοσιαλδημοκρατία. Ήταν ακόμα η φθορά του ΠΑΣΟΚ από τα σκάνδαλα (υπόθεση Κοσκωτά) και τα εγκληματικά λάθη των ηγεσιών του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Εσ., που αντιμετώπισαν το 1989 με τα κριτήρια μιας «κάθαρσης» του καπιταλισμού και όχι ως μια βαθιά πολιτική κρίση που παρουσίαζε σημαντικές ευκαιρίες για την Αριστερά, υπό τον όρο ότι αυτή θα διατηρούσε την αυτονομία της και τη δική της ταξική αναφορά.
Παρά αυτήν την ευνοϊκή συγκυρία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρέμεινε στην εξουσία μόλις τρία χρόνια. Επιτέθηκε βίαια στο εργατικό κίνημα, επιχειρώντας να ανατρέψει οριστικά το συσχετισμό δύναμης που είχε επιβληθεί κατά τη Μεταπολίτευση. Έθεσε τα θεμέλια για τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Εξαπέλυσε το κύμα του εθνικισμού-σοβινισμού του ’92 (Μακεδονικό), επιχειρώντας στη συνέχεια –όταν διαπίστωσε τη στροφή του ιμπεριαλισμού στα Βαλκάνια– να το μαζέψει («ποιος θα θυμάται σε 10 χρόνια το όνομα Μακεδονία;»). Νομιμοποίησε πλήρως την ακροδεξιά στο εσωτερικό της ΝΔ, δημιουργώντας τους όρους για την κατοπινή ανεξάρτητη πορεία της (Χριστόδουλος).
Κατάρρευση
Ο μύθος της οικογένειας Μητσοτάκη είναι ότι την τότε κυβέρνηση ανέτρεψε ο «αποστάτης» Α. Σαμαράς. Είναι μια εξήγηση απολύτως επιφανειακή (τι αλήθεια «επέτρεψε» στον Σαμαρά να αποστατήσει από το κόμμα του;). Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατέρρευσε κάτω από τα χτυπήματα δύο κυρίως παραγόντων: Αφενός έχασε τον έλεγχο πάνω στο «πλιάτσικο» των ιδιωτικοποιήσεων (τι ωραίο δίδαγμα για τους σημερινούς κυβερνώντες!). Αφετέρου και κυρίως, αντιμετώπισε μια σκληρή εργατική αντίσταση: στην εκπαίδευση, στα νοσοκομεία, στις συγκοινωνίες, στη ΔΕΗ και στον ΟΤΕ, στα εργοστάσια της Πάτρας και της Θήβας, υψώθηκε το κορυφαίο απεργιακό κύμα της σύγχρονης εποχής (το μεταπολιτευτικό ρεκόρ απεργιακών ωρών που έγινε στα 1991-92). Η τάξη μας αναγνώρισε την κυβέρνηση Μητσοτάκη ως θανάσιμο αντίπαλο, πάλεψε σκληρά εναντίον της και τελικά κατόρθωσε να επιβάλει την ανατροπή της.
Η οικογένεια Μητσοτάκη προβάλλει σήμερα τις προειδοποιήσεις του «επίτιμου» για τον κίνδυνο καταφυγής στο ΔΝΤ σχετικά με το χρέος. Πρόκειται για μια απίστευτη αντιστροφή της πραγματικότητας. Στην τριετία Μητσοτάκη το χρέος εκτινάχθηκε κατά 40%, ξεπερνώντας κατά πολύ τον απολογισμό της περιόδου του «λαϊκισμού» του ΠΑΣΟΚ. Οι νεοφιλελεύθεροι γνώριζαν ότι η πολιτική τους δημιουργεί διαδοχικές «φούσκες» που αναπόφευκτα κάποτε θα έσκαγαν. Γνώριζαν ότι ιδιωτικοποιώντας τις τράπεζες και εγκαθιστώντας τα «άγρια» χρηματοπιστωτικά προϊόντα, πριμοδοτώντας τις ιδιωτικοποιήσεις με σκανδαλώδεις απαλλαγές υποχρεώσεων και χρεών, δημιουργούσαν λογαριασμούς που κάποτε θα παρουσιάζονταν ως ανεξέλεγκτο δημόσιο χρέος.
Ο Κ. Μητσοτάκης δεν προειδοποίησε ποτέ γι’ αυτούς τους κινδύνους, αντίθετα τους συγκάλυπτε υποστηρίζοντας ότι ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί οδό διαρκούς ανάπτυξης. Αυτό που έκανε ήταν η πρόταση για ακόμα σκληρότερη αντεργατική πολιτική, ώστε να χρηματοδοτηθούν αποτελεσματικότερα οι νεοφιλελεύθερες φούσκες. Ζητούσε προληπτικά ένα διαρκές μνημόνιο, πολύ πολύ πριν από το Καστελόριζο.
Σε προσωπικό-ανθρώπινο επίπεδο, η λύπη για το θάνατό του αφορά μόνο τους οικείους του. Σε πολιτικό επίπεδο, η είδηση του θανάτου του φέρνει στο μυαλό τους πανηγυρισμούς της εργατικής τάξης στη Βρετανία όταν πέθανε η Θάτσερ. Οι χοροί στην πλατεία Τραφάλγκαρ, στο Μάντσεστερ, στις κωμοπόλεις και στα χωριά των ανθρακωρύχων, θα στοιχειώνουν πάντα τη μνήμη των οπαδών της νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης.
Προδημοσίευση από την “Εργατική Αριστερά” νο 385
Στη δεκαετία του 1980, ο Α. Παπανδρέου εξωράισε συστηματικά την παράδοση του βενιζελισμού προκειμένου να συγκαλύψει τη στροφή του ΠΑΣΟΚ προς τα δεξιά. Ο Ελ. Βενιζέλος υπήρξε ο πρωτεργάτης της «Μεγάλης Ιδέας», της πολεμικής εξόρμησης του ελληνικού καπιταλισμού στα Βαλκάνια και στην Ανατολή, πάντα στο πλευρό των Μεγάλων Δυνάμεων. Όταν οι εδαφικές και πληθυσμιακές επιδιώξεις επιτεύχθηκαν (παρά το «κουτσούρεμα» της Μικρασιατικής Καταστροφής που αποτυπώθηκε στη διαφορά των Συνθηκών μεταξύ Σεβρών και Λοζάνης), ο Βενιζέλος δεν είχε καμιά αναστολή στο να υπογράψει Σύμφωνο Φιλίας και Κατανόησης με την Τουρκία και να προτείνει τον Κεμάλ Ατατούρκ για το Νόμπελ Ειρήνης. Αυτό υπαγόρευαν τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου, που πλέον στρεφόταν στον «εκσυγχρονισμό», στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης του ’30 και τη βιομηχανική ανάπτυξη. Σε αυτήν την περίοδο ο Βενιζέλος ανακήρυξε ως θανάσιμο εχθρό της παράταξής του το εργατικό κίνημα και επεξεργάστηκε τα όπλα για την αντιμετώπισή του: το Ιδιώνυμο, τις εξορίες, το συνδικαλιστικό της Ασφάλειας, τους βασανισμούς…
Αυτή η παράδοση, εξαιρετικά ισχυρή στον 20ό αιώνα στην Κρήτη, είναι «θεμέλιο» των ιδεών και της πράξης του Κ. Μητσοτάκη.
Η οικογένεια Μητσοτάκη υπερηφανεύεται ότι έπαιξε ρόλο για να μην αναπτυχθεί μαζικά η κομουνιστική Αντίσταση και, τελικά, ο εμφύλιος πόλεμος στην Κρήτη. Με μια έννοια αυτό είναι ακριβές: το βενιζελικό «Κέντρο», στηριγμένο στις λίρες και στα όπλα των Εγγλέζων, αντέταξε νωρίς δράση κατά της Αριστεράς, με τρόπους απολύτως ανάλογους του ταγματασφαλιτισμού. Οι στάβλοι του Μπαντουβά (μιας άλλης βενιζελικής οικογένειας του Κέντρου που αργότερα προσχώρησε στο… ΠΑΣΟΚ) υπήρξαν τόπος μαρτυρίου για τους κομουνιστές στην Κρήτη. Τα σαδιστικά βασανιστήρια, οι βιασμοί, οι άγριες δολοφονίες, δεν κρύβονταν, αλλά αντίθετα διαδίδονταν: ήταν ένα μήνυμα για το τι επεφύλασσαν οι συμμορίες των τσιφλικάδων του βενιζελισμού στα μέλη και τα στελέχη του ΕΑΜ/ΚΚΕ.
Πρόσφατα ο Κυρ. Μητσοτάκης, επισκεπτόμενος τον Δ. Κουτσούμπα, του παρέδωσε ως «δώρο προς το ΚΚΕ» ένα ντοκουμέντο των διαπραγματεύσεων μεταξύ του ΚΚΕ στην Κρήτη και των βενιζελικών οργανώσεων, ένα κείμενο που υπαγορεύει όρους, γραμμένο με το χέρι του Κ. Μητσοτάκη. Τα ντοκουμέντα αυτά κυριολεκτικά στάζουν αίμα…
«Αρχιαποστάτης»
Ξεκινώντας από αυτό το υπόβαθρο, ο Κ. Μητσοτάκης ανέβηκε στην Αθήνα, αλλά και στην ιεραρχία των στελεχών του Κέντρου. Στη δεκαετία του ’60, επί πρωθυπουργίας Γ. Παπανδρέου, αναδείχθηκε βασικός εκπρόσωπος της δεξιάς πτέρυγας του Κέντρου. Υποτίθεται ότι αναλάμβανε ρόλο αντίβαρου απέναντι στον τάχα «ανεξέλεγκτο» Α. Παπανδρέου και τους «εξτρεμιστές» μέσα στη νεολαία του Κέντρου. Στην πραγματικότητα υπεράσπιζε το συμβιβασμό με το Παλάτι και –κυρίως– το απαραβίαστο των στεγανών στο στρατό και στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του μετεμφυλιακού κράτους, όπου βασίλευαν οι αντικομουνιστικές συνωμοτικές οργανώσεις. Όχι τυχαία, κατά τη μαζική έκρηξη της οργής στα Ιουλιανά του ’65, ο κόσμος τον αναγνώρισε ως «αρχιαποστάτη» και του απένειμε το παρατσούκλι «Εφιάλτης» που τον συνόδευε ως το 1990.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ο Μητσοτάκης (όπως και άλλοι πολιτευτές του Κέντρου, αλλά και της Δεξιάς, όπως ο Π. Κανελλόπουλος) δεν ταυτίστηκε με το καθεστώς των συνταγματαρχών, διαβλέποντας ότι αργά ή γρήγορα θα οδηγηθεί σε μείζονα και επικίνδυνη κρίση. Αυτό, στις συνθήκες της εποχής, οδηγούσε σε έναν κάποιο παραμερισμό, που σήμερα παρουσιάζεται ως δίωξη, αν και κανείς δεν μπορεί να κρύψει ότι αυτή ήταν «βελούδινη» μπροστά σε αυτά που αντιμετώπιζαν όσοι έκαναν την επιλογή της πραγματικής αντίστασης.
Στις συνθήκες του ριζοσπαστισμού της Μεταπολίτευσης, ο Κ. Μητσοτάκης αντιμετώπισε την πολιτική απομόνωση, προσπαθώντας να επιβιώσει πολιτικά ως μοναχικός εκπρόσωπος της παράδοσης του βενιζελικού φιλελευθερισμού. Όταν ο Κ. Καραμανλής απηύθυνε την έκκληση για διεύρυνση της ΝΔ, ο Κ. Μητσοτάκης ανταποκρίθηκε από τους πρώτους: ο τάχα μπαρουτοκαπνισμένος «κεντρώος δημοκράτης» ύψωνε τη σημαία της σύγκλισης με τη Δεξιά. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και μέσα στο κόμμα της ΝΔ έγινε δεκτός ψυχρά, με φανερή έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στον πολιτικό σαλταδορισμό που είχε ήδη αναδείξει σε επιστήμη.
Ακραίος νεοφιλελευθερισμός
Για να παίξει σημαντικό πολιτικό ρόλο χρειαζόταν μια πολιτική και ιδεολογική τομή. Αυτή για τον Κ. Μητσοτάκη ήταν η προσχώρηση στον άκρατο νεοφιλελευθερισμό, στην προοπτική της «θατσερικής αντεπανάστασης». Μέσα στο κόμμα του «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού» του Κ. Καραμανλή, στο κόμμα του «σοσιαλμανούς» Π. Παπαληγούρα, αναπτύχθηκε σταδιακά η «εστία» των οπαδών της ιδιωτικοποίησης των πάντων, της απελευθέρωσης της επιχειρηματικότητας από τα δεσμά των εργατικών κατακτήσεων, της συντριβής των συνδικάτων, αλλά και της στροφής στις υπηρεσίες και τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Ήταν η εποχή που ο Α. Ανδριανόπουλος και οι σελίδες της «Καθημερινής» παρουσίαζαν τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα περίπου ως αντιεξουσιαστική απελευθέρωση από τον «κρατισμό» που, τάχα, κυριαρχούσε ως οριζόντια παράδοση τόσο στις γραμμές της Αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ όσο και στις αντίστοιχες της «λαϊκής» Δεξιάς. Ήταν η εποχή που ακόμα και στελέχη της ευρύτερης Αριστεράς έλκονταν από τις νεοφιλελεύθερες ιδέες: η συμμετοχή τους στα σαλόνια της οικογένειας Μητσοτάκη ήταν το άσφαλτο σημάδι ότι είχαν διαβεί τον Ρουβίκωνα.
Η επιτυχία της νεοφιλελεύθερης ηγεσίας της ΝΔ στα 1989 δεν μπορεί να πιστωθεί μόνο στις ηγετικές ικανότητες του Κ. Μητσοτάκη. Κυρίως επρόκειτο για το «σπρώξιμο» του νεοφιλελευθερισμού από όλα τα διεθνή κέντρα του καπιταλισμού που τελικά επέβαλαν αυτήν τη στυγνή ιδεολογία σε όλα τα δεξιά κόμματα αλλά και στη σοσιαλδημοκρατία. Ήταν ακόμα η φθορά του ΠΑΣΟΚ από τα σκάνδαλα (υπόθεση Κοσκωτά) και τα εγκληματικά λάθη των ηγεσιών του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Εσ., που αντιμετώπισαν το 1989 με τα κριτήρια μιας «κάθαρσης» του καπιταλισμού και όχι ως μια βαθιά πολιτική κρίση που παρουσίαζε σημαντικές ευκαιρίες για την Αριστερά, υπό τον όρο ότι αυτή θα διατηρούσε την αυτονομία της και τη δική της ταξική αναφορά.
Παρά αυτήν την ευνοϊκή συγκυρία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρέμεινε στην εξουσία μόλις τρία χρόνια. Επιτέθηκε βίαια στο εργατικό κίνημα, επιχειρώντας να ανατρέψει οριστικά το συσχετισμό δύναμης που είχε επιβληθεί κατά τη Μεταπολίτευση. Έθεσε τα θεμέλια για τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Εξαπέλυσε το κύμα του εθνικισμού-σοβινισμού του ’92 (Μακεδονικό), επιχειρώντας στη συνέχεια –όταν διαπίστωσε τη στροφή του ιμπεριαλισμού στα Βαλκάνια– να το μαζέψει («ποιος θα θυμάται σε 10 χρόνια το όνομα Μακεδονία;»). Νομιμοποίησε πλήρως την ακροδεξιά στο εσωτερικό της ΝΔ, δημιουργώντας τους όρους για την κατοπινή ανεξάρτητη πορεία της (Χριστόδουλος).
Κατάρρευση
Ο μύθος της οικογένειας Μητσοτάκη είναι ότι την τότε κυβέρνηση ανέτρεψε ο «αποστάτης» Α. Σαμαράς. Είναι μια εξήγηση απολύτως επιφανειακή (τι αλήθεια «επέτρεψε» στον Σαμαρά να αποστατήσει από το κόμμα του;). Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατέρρευσε κάτω από τα χτυπήματα δύο κυρίως παραγόντων: Αφενός έχασε τον έλεγχο πάνω στο «πλιάτσικο» των ιδιωτικοποιήσεων (τι ωραίο δίδαγμα για τους σημερινούς κυβερνώντες!). Αφετέρου και κυρίως, αντιμετώπισε μια σκληρή εργατική αντίσταση: στην εκπαίδευση, στα νοσοκομεία, στις συγκοινωνίες, στη ΔΕΗ και στον ΟΤΕ, στα εργοστάσια της Πάτρας και της Θήβας, υψώθηκε το κορυφαίο απεργιακό κύμα της σύγχρονης εποχής (το μεταπολιτευτικό ρεκόρ απεργιακών ωρών που έγινε στα 1991-92). Η τάξη μας αναγνώρισε την κυβέρνηση Μητσοτάκη ως θανάσιμο αντίπαλο, πάλεψε σκληρά εναντίον της και τελικά κατόρθωσε να επιβάλει την ανατροπή της.
Η οικογένεια Μητσοτάκη προβάλλει σήμερα τις προειδοποιήσεις του «επίτιμου» για τον κίνδυνο καταφυγής στο ΔΝΤ σχετικά με το χρέος. Πρόκειται για μια απίστευτη αντιστροφή της πραγματικότητας. Στην τριετία Μητσοτάκη το χρέος εκτινάχθηκε κατά 40%, ξεπερνώντας κατά πολύ τον απολογισμό της περιόδου του «λαϊκισμού» του ΠΑΣΟΚ. Οι νεοφιλελεύθεροι γνώριζαν ότι η πολιτική τους δημιουργεί διαδοχικές «φούσκες» που αναπόφευκτα κάποτε θα έσκαγαν. Γνώριζαν ότι ιδιωτικοποιώντας τις τράπεζες και εγκαθιστώντας τα «άγρια» χρηματοπιστωτικά προϊόντα, πριμοδοτώντας τις ιδιωτικοποιήσεις με σκανδαλώδεις απαλλαγές υποχρεώσεων και χρεών, δημιουργούσαν λογαριασμούς που κάποτε θα παρουσιάζονταν ως ανεξέλεγκτο δημόσιο χρέος.
Ο Κ. Μητσοτάκης δεν προειδοποίησε ποτέ γι’ αυτούς τους κινδύνους, αντίθετα τους συγκάλυπτε υποστηρίζοντας ότι ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί οδό διαρκούς ανάπτυξης. Αυτό που έκανε ήταν η πρόταση για ακόμα σκληρότερη αντεργατική πολιτική, ώστε να χρηματοδοτηθούν αποτελεσματικότερα οι νεοφιλελεύθερες φούσκες. Ζητούσε προληπτικά ένα διαρκές μνημόνιο, πολύ πολύ πριν από το Καστελόριζο.
Σε προσωπικό-ανθρώπινο επίπεδο, η λύπη για το θάνατό του αφορά μόνο τους οικείους του. Σε πολιτικό επίπεδο, η είδηση του θανάτου του φέρνει στο μυαλό τους πανηγυρισμούς της εργατικής τάξης στη Βρετανία όταν πέθανε η Θάτσερ. Οι χοροί στην πλατεία Τραφάλγκαρ, στο Μάντσεστερ, στις κωμοπόλεις και στα χωριά των ανθρακωρύχων, θα στοιχειώνουν πάντα τη μνήμη των οπαδών της νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης.
Προδημοσίευση από την “Εργατική Αριστερά” νο 385