Ας μην βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα (και με το θέμα την ώρα τούτη που γράφονται αυτές οι γραμμές να μην έχει κλείσει οριστικά).
Η συμφωνία για σχηματισμό κυβέρνησης στην Ιταλία μεταξύ 5 Αστέρων και Λέγκας κλείνει ένα κεφάλαιο που άνοιξε ξαφνικά με την άρνηση του προέδρου Ματταρέλλα στο πρόσωπο του προτεινόμενου για το υπουργείο οικονομικών Σαβόνα, αλλά ανοίγει ένα καινούργιο στα πολλά επεισόδια που πρόκειται να ξετυλιχτούν μπροστά μας το επόμενο διάστημα και θα αφορούν στις εξελίξεις στην Ιταλία και στην σχέση της με την ευρωζώνη και γενικότερα την Ε.Ε. επηρεάζοντας τες σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Με την κατάθεση της εντολής από την πλευρά του εντολοδόχου πρωθυπουργού Κόντε και τη σφοδρή αντίδραση των δύο κομμάτων της πλειοψηφίας στην αυθαιρεσία του προέδρου, φανερώθηκε σε όλο του το μέγεθος το πρόβλημα δημοκρατίας που αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες της ευρωένωσης και εξ αιτίας της. Όπως επίσης έφερε το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας σε πρώτο «πλάνο» και κύριο θέμα συζήτησης στην Ιταλία και όχι μόνον.
Βέβαια μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης πολλοί θα βιαστούν να μιλήσουν για «κωλοτούμπα» των Ντι Μάιο και Σαλβίνι. Άλλοι επίσης θα δυσκολευτούν να κατανοήσουν γιατί οι ηγέτες των δύο αυτών κομμάτων που έχουν την απόλυτη πλειοψηφία στα σώματα του κοινοβουλίου και στο λαό, με βάση τις πρόσφατες εκλογές, αρνήθηκαν στην αρχή να δεχθούν την αντικατάσταση της «πέτρας του σκανδάλου» Σαβόνα με ένα άλλο πρόσωπο. Γιατί προχώρησαν σε βήματα ρήξης με τον πρόεδρο της Ιταλίας και όλο το φιλοευρωπαϊκό σύστημα που τον στηρίζει; Θα μπορούσαν να είχαν υποχωρήσει εξ αρχής και να μην είχε δημιουργηθεί αυτή η κρίση και η αναστάτωση.
Γιατί όλη αυτή η ιστορία; Γιατί λοιπόν τώρα υποχωρούν από την αρχική ρηξικέλευθη, ή και «ακραία» θέση τους;
Εκβιάστηκαν; Εξαγοράστηκαν; Φοβήθηκαν; Όλο αυτό ήταν ένα θέατρο; Πρόκειται όντως για «κωλοτούμπα»; Πείστηκαν ότι είχε δίκιο ο πρόεδρος και υποχώρησαν; Ή μήπως έχουμε να κάνουμε με ευφυή πολιτικό ελιγμό, προκειμένου να δώσουν τη μάχη απέναντι σε έναν ισχυρότατο αντίπαλο καλύτερα προετοιμασμένοι και από θέση θεσμικής ισχύος, που απλά ως πλειοψηφούντα κόμματα δεν την διέθεταν μέχρι την ορκωμοσία της κυβέρνησής τους;
Όμως και σ΄ αυτήν την περίπτωση το ερώτημα παραμένει. Γιατί προκάλεσαν κρίση στις σχέσεις τους με την προεδρία και δεν έκαναν τον «ελιγμό» εξ αρχής;
Ας δούμε τα κέρδη και τις ζημιές απ’ όλη αυτήν την ιστορία για κάθε μια από τις δύο αντιπαρατεθείσες πλευρές, στη λογική του «cui bono?», δηλαδή ποιος ωφελείται από τις εξελίξεις και συνεπώς τι προοπτικές διαμορφώνονται.
Το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών έφερε σε αμηχανία ολόκληρο το ευρωσύστημα, αφού δύο «λαϊκιστικά» κόμματα, χωρίς αποσαφηνισμένες πλήρως τις πολιτικές τους θέσεις και με ένα κεϋνσιανού τύπου οικονομικό πρόγραμμα στον αντίποδα των ευρωζωνικών ειωθότων, κατάφεραν να εξοβελίσουν από το πολιτικό στερέωμα της Ιταλίας σχεδόν το σύνολο των παραδοσιακών και υποταγμένων στη ευρωένωση πολιτικών δυνάμεων. Κι όχι μόνο σε αμηχανία.
Γνωρίζουν πολύ καλά στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο, ότι μια Ιταλία που θα τραβήξει τη δική της ρότα σε σχέση με τον στενό «κορσέ» που έχουν καταφέρει να επιβάλλουν σε ολόκληρη την ένωση, θα ισοδυναμούσε με την αρχή του τέλους τους. Η Ιταλία δεν είναι η μικρή Ελλάδα που μπορεί να μπει εύκολα σε «καραντίνα» -και την έβαλαν, βοηθούντος του εδώ εθελόδουλου πολιτικού προσωπικού. Συνεπώς θα έπρεπε να κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να εμποδίσουν την εφαρμογή μιας διαφορετικής πολιτικής από την 3η μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης σε όλα τα μεγέθη, μετά την έξοδο (Brexit) του Ηνωμένου Βασιλείου. Μια ρήξη με την Ιταλία δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση για την ευρωένωση.
Το μόνο που τους ήταν δυνατό να κάνουν στην κατεύθυνση να εμποδίσουν δυσάρεστες εξελίξεις, ήταν βάζοντας τον πρόεδρο Ματταρέλλα να θέσει βέτο για το υπουργείο οικονομικών με διπλή στόχευση. Πρώτον, να δείξουν ποια είναι τα πραγματικά αφεντικά και δεύτερον να προετοιμάσουν το έδαφος για ενσωμάτωση στο σύστημα των δύο «αντισυστημικών» κομμάτων. Ίσως υπολόγιζαν ότι οι Ντι Μάιο και Σαλβίνι θα υποχωρούσαν χωρίς να δώσουν μάχη κι έτσι θα εκτίθεντο πριν καλά-καλά αναλάβουν κυβερνητικά καθήκοντα στο εκλογικό σώμα και μένοντας ανοικτοί σε επόμενους εκβιασμούς.
Οι Ντι Μάιο και Σαλβίνι δεν έπεσαν στην παγίδα και δεν υποχώρησαν. Κατέθεσαν την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης καταγγέλλοντας με τον πιο οξύ τρόπο, ότι η διακύβευση δεν είναι άλλη παρά η λαϊκή κυριαρχία και η ανεξαρτησία της Ιταλίας. Άφησαν μάλιστα να κρέμεται η πιθανότητα παραπομπής του προέδρου για εσχάτη προδοσία.
Έτσι ο πρόεδρος έχοντας πετύχει μεν τον στόχο να παρεμποδίσει αρχικά τον σχηματισμό κυβέρνησης από τους μη αρεστούς «εθνολαϊκιστές» έμεινε βαρύτατα εκτεθειμένος, με μειωμένη αξιοπιστία μπροστά στον ιταλικό λαό, ότι λειτουργεί κατόπιν εντολών ξένων. Συνεπώς κι επειδή δεν μπορεί συνεχώς να φέρνει αντιρρήσεις και να ασκεί βέτο στις κυβερνητικές πρακτικές, ξεμένει από… καύσιμα.
Οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών και οι ιθύνοντες στο Βερολίνο μπροστά στην κατάσταση όπως διαμορφώθηκε δεν μπορούσαν παρά να στηρίξουν τον Ιταλό πρόεδρο εκτιθέμενοι εξ ίσου, τόσο στον ιταλικό λαό, όσο και διεθνώς.
Παρά τις απειλές και τους λεονταρισμούς τύπου Έντιγκερ «ότι οι αγορές θα μάθουν στους Ιταλούς να ψηφίζουν σωστά», είδαν τα χρηματιστήρια να καταρρέουν, τις αγορές ομολόγων να εκτινάσσονται και να δημιουργείται μια κατάσταση που πολύ εύκολα θα μπορούσε να φύγει εκτός κάθε ελέγχου. Ακόμη και εάν οι εξελίξεις αυτές στις «αγορές» μπορεί να είναι ως ένα βαθμό επιθυμητές, διότι λειτουργούν εκβιαστικά και εκφοβιστικά για τον κόσμο, τίποτε δεν απέκλειε τη δημιουργία χάους που θα παρέσυρε ολόκληρη την ένωση σε κατάρρευση. Το ρίσκο συνέχισης της σύγκρουσης αυτής θα ήταν πολύ μεγάλο. Πολλοί έσπευσαν να προβλέψουν capital controls και επιβολή μνημονίων. Αν και όλα είναι πιθανά σε μια εξελισσόμενη τέτοια σύγκρουση, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα για μια χώρα όπως η Ιταλία και οι κίνδυνοι απρόβλεπτοι στην προσπάθεια πειθαναγκασμού των Ιταλών με τέτοια μέσα.
Στον πρώτο λοιπόν αυτόν γύρο κερδισμένα φαίνεται να βγαίνουν τα δύο κόμματα. Ήδη οι πρώτες δημοσκοπήσεις μετά το προεδρικό βέτο -είτε το θεωρήσουμε πραξικόπημα, είτε όχι- και την άρνηση των Ντι Μάιο και Σαλβίνι να υποκύψουν στον εκβιασμό, έδειξε να εκτινάσσεται η απήχηση της Λέγκας κατά δέκα περίπου μονάδες και τα δύο κόμματα μαζί να ξεπερνούν σε εκλογική δύναμη το 60% του εκλογικού σώματος.
Έχοντας κερδίσει τις εντυπώσεις και ενισχυμένοι πολιτικά με την άτεγκτη στάση τους οι δύο ηγέτες είχαν μπροστά τους πλέον δύο επιλογές.
Η πρώτη ήταν να επιμείνουν στην κατάθεση της εντολής και να οδηγηθεί η Ιταλία μέσα από μια κυβέρνηση τεχνοκρατών, η οποία θα μπορούσε να πάρει δυσμενέστατες αποφάσεις, σε νέες εκλογές το φθινόπωρο. Οι εξελίξεις όμως μέχρι τότε -και ενδεχομένως μια σειρά μέτρων που θα μπορούσε να λάβει η ευρωένωση μέσω των «αγορών» σε βάρος της Ιταλίας-, μπορεί να αντέστρεφε το κλίμα και τα δύο κόμματα να χρεώνονταν μια μεγάλη οικονομικού χαρακτήρα κρίση (με μνημόνιο capital controls κτλ), που θα έθιγε και τον τελευταίο Ιταλό πολίτη για να καμφθεί το φρόνημά του, με άγνωστη πλέον την εκλογική του συμπεριφορά. Συνεπώς και γι’ αυτούς μια παράταση και όξυνση της κρίσης θα είχε εξαιρετικά υψηλό ρίσκο.
Η δεύτερη -αυτή που τελικά ακολούθησαν- ήταν να κάνουν «ταμείο» και να κατοχυρώσουν τα κέρδη τους προχωρώντας σε έναν συμβιβασμό με τον πρόεδρο και σχηματίζοντας κυβέρνηση. Κι αυτό είτε έχουν προαποφασίσει να συμβιβαστούν υποχωρώντας στα εκ Βρυξελλών και Βερολίνου εκπορευόμενα, είτε όχι.
Δεν είναι δυνατό να είμαστε μέσα στο μυαλό του Ντι Μάιο, ή του Σαλβίνι για να γνωρίζουμε τι πραγματικά επιδιώκουν κι αν είναι ειλικρινείς. Ούτε βέβαια γνωρίζουμε για το πόσο προετοιμασμένοι είναι οι ίδιοι και τα κόμματά τους για μια σκληρή σύγκρουση με την ευρωένωση. Το πιθανότερο να μην είναι και να το γνωρίζουν οι ίδιοι καλύτερα από όλους.
Όμως έτσι καταφέρνουν να πατήσουν σε πιο σταθερό έδαφος, να ενισχύσουν πολλαπλά τη θέση τους και τη δυνατότητα άσκησης πολιτικής πλέον από κυβερνητική θέση, που πιο δύσκολα μπορεί να ανατραπεί και με ήδη «πριονισμένη» την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα των αντιπάλων τους εντός της Ιταλίας. Έχουν επίσης την άνεση να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους, είτε προς τη μια, είτε προς την άλλη κατεύθυνση, συνεκτιμώντας κάθε φορά τις δυνατότητες της άλλης πλευράς.
Έτσι όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοικτά στην Ιταλία. Έχουμε να δούμε πολλά ακόμη και όποιος βιάζεται να κρίνει και να προδικάζει κινδυνεύει να διαψευστεί οικτρά.
*Πηγή: hereticalideas.gr