Σκηνοθέτης, ηθοποιός, δραματουργός και καλλιτεχνικός διευθυντής του Δραματικού Κέντρου της Ορλεάνης, του Θεάτρου Οντεόν της Ευρώπης παλιότερα και από το 2013 του Φεστιβάλ της Αβινιόν, ο Olivier Py ήρθε στην Ελλάδα για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια σκηνοθετώντας τον Προμηθέα Δεσμώτη και τις Ικέτιδες του Αισχύλου. Πρόκειται για μια περσινή θεατρική παραγωγή της Αβινιόν που έγινε δεκτή με θετικά σχόλια από το κοινό και τους κριτικούς.
Ο έντονος πολιτικός προβληματισμός του Py ατενίζοντας μια Ευρώπη που, όπως λέει, υποφέρει όχι τόσο από «μια οικονομική [και γι’ αυτό πιθανά αναστρέψιμη] κρίση αλλά [από] μια καταστροφή του συμβολικού», βρήκε στον αισχύλειο δραματικό λόγο ένα ιδανικό μέσο έκφρασης της αγωνίας του. Με γενικό προσανατολισμό τη θέση που διατύπωσε σε συνέντευξή του πριν μερικά χρόνια στο Βήμα: «με ενδιαφέρει ο διάλογος ανάμεσα στο θέατρο και την πόλη, ανάμεσα στο θέατρο και τους πολίτες. Δεν με ενδιαφέρει το θέατρο ως τέχνη», και με εστίαση στην «ιδιαίτερη σχέση [του] με τον Αισχύλο», που την αποδίδει μάλλον στον «ουμανισμό» που διαθέτει και τον «συγκλονίζει», ο Py κατάφερε να απεμπλέξει το βλέμμα και το αυτί του θεατή από το θεαματικό και το φλύαρο, και να τα στρέψει σε μια «μινιμαλιστική φόρμα» που προκρίνεται ο καθαρός και πολιτικά φορτισμένος λόγος.
Αν και, φυσικά, δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος θεατράνθρωπος που διαλέγει να εκφραστεί πολιτικά μέσα από τον Αισχύλο (ας θυμηθούμε την Ορέστεια του Peter Stein ή του Κάρολου Κουν στις αρχές της δεκαετίας του 1980), ωστόσο εντυπωσιάζει η επιλογή του να παρουσιάσει σε μια θεατρική παράσταση και «σπονδυλωτή σκηνοθεσία», δύο έργα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, όπως είναι ο Προμηθέας και οι Ικέτιδες, με ένα ενδιάμεσο δεκαπεντάλεπτο διάλειμμα. Οι δύο αυτές τραγωδίες –οι μόνες που έχουν διασωθεί από τις τετραλογίες στις οποίες ανήκαν– διαφοροποιούνται κυρίως στον τρόπο που παρουσιάζουν τον Δία, πράγμα που έχει διχάσει την επιστημονική κοινότητα για σχεδόν δύο εκατονταετίες σε εκείνους που θεωρούν τον Προμηθέα αισχύλειο έργο και σε εκείνους που δεν το πιστεύουν.
Σε αυτή και μόνο την τραγωδία -που οι πηγές την αποδίδουν στον Αισχύλο- ο πρώτος των θεών εμφανίζεται ως ένας εκδικητικός τύραννος, ο οποίος καταχράται την εξουσία που πρόσφατα έχει κατακτήσει, επιβάλλοντας δια της βίας τη θέλησή του και τιμωρώντας όλους όσοι του αντιστέκονται, ακόμα κι αν είναι θεοί, όπως συμβαίνει με τον Προμηθέα. Ο Τιτάνας έχει πέσει στη δυσμένεια του Δία γιατί έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και τη δώρισε στους ανθρώπους, καθιστώντας, παρά τη θέληση του Δία, δυνατή τη μακροημέρευσή τους πάνω στη γη. Αλυσοδένεται λοιπόν σε μια πλαγιά του Καυκάσου από τον εντεταλμένο αλλά απρόθυμο Ήφαιστο και συνδιαλέγεται με σειρά επισκεπτών που είτε τυχαία είτε σκόπιμα τον συναντούν. Συμπονετικοί μαζί του ο Ήφαιστος, ο χορός των Ωκεανίδων και η χαμένη στον κόσμο του μαρτυρίου της, μεταμορφωμένη σε αγελάδα Ιώ (άλλο ένα θύμα της ζήλιας της Ήρας για τον άντρα της Δία), δίνουν τη δυνατότητα στον ήρωα, με τη μετριοπαθή τους στάση, να διατρανώσει το δίκιο του, να καταγγείλει τον Τύραννο και να διατυπώσει την πεποίθηση πως η εξέγερση ενάντια στο άδικο είναι το μόνο αντίδοτο στη βία. Με μόνο όπλο του την αγάπη και την πίστη στον άνθρωπο, αρνείται να συνθηκολογήσει με τον Δία και να σώσει το τομάρι του, όταν έρχεται ο Ερμής, αξιοθρήνητος εντολοδόχος της εξουσίας, για να φοβερίσει τον «αντάρτη» θεό προκειμένου να αποκαλύψει το μυστικό του βέβαιου εκθρονισμού του Δία –γνώση που μόνο αυτός κατέχει. Στους τελευταίους στίχους του έργου προοικονομείται η συνέχεια του μαρτυρίου του Προμηθέα (στη χαμένη τραγωδία που έπεται), με έναν αετό να του κατατρώει το συκώτι.
Στις Ικέτιδες, ο Δίας εμφανίζεται ως ο πανταχού παρών προστάτης των Δαναΐδων και του πατέρα τους, που έχουν εγκαταλείψει την εστία τους για να ξεφύγουν από τη βία των εξαδέλφων τους Αιγυπτίων, οι οποίοι ήθελαν να τις παντρευτούν παρά τη θέλησή τους. Ο Πελασγός, βασιλιάς του Άργους, γίνεται ο αποδέκτης της ικεσίας τους για προστασία και τις καλωσορίζει στην πόλη, αφού πρώτα έχει ζητήσει τη σύμφωνη γνώμη των πολιτών, με μια καθ’ όλα δημοκρατική ψηφοφορία (αναχρονισμός από αυτούς που έχουμε δει να συμβαίνουν και αλλού στον Αισχύλο). Η τραγωδία τελειώνει λίγο πριν οι Αργείοι εμπλακούν σε πόλεμο με τους Αιγύπτιους για χάρη των Δαναΐδων.
Ο Olivier Py επέλεξε να παρουσιάσει και τις δύο τραγωδίες με τρεις ηθοποιούς (δύο άνδρες και μια γυναίκα), σε δική του απόδοση και με κοινό, λιτό σκηνικό διάκοσμο (σκηνικά-κοστούμια Pierre André Weitz). Ένας μακρύς, στενός, μαύρος διάδρομος, υπερυψωμένος, με δύο σκαλιά στη μία του άκρη, γινόταν η σκηνή του δράματος, καθώς ήταν τοποθετημένος στην ορχήστρα και σε οριζόντια διάταξη σε σχέση με το κέντρο του κοίλου. Στον Προμηθέα, ο ήρωας, που τον υποδύθηκε εξαιρετικά ο Frédéric Le Sacripan, εμφανίστηκε ως «πολιτικός κρατούμενος», φορώντας ένα μαύρο παντελόνι και γυμνός από τη μέση και πάνω, κλεισμένος στο μακρόστενο κελί του, να εκφέρει το μακρύ κατηγορώ ενάντια στην άδικη και σκληρή εξουσία του Δία. Τους υπόλοιπους ρόλους (Κράτος, Ήφαιστος, Ιώ, Ερμής) υποδύθηκε ως «πολύμορφο, ιδιότυπο αντίλογο» με άνεση ο Philippe Girard, και τις συμπονετικές Ωκεανίδες η αισθαντικότατη Mireille Herbstmeyer. Η εικόνα, λοιπόν, που επιβλήθηκε σε όλη τη διάρκεια της παράστασης του πρώτου έργου για τον Δία, ήταν έντονα αρνητική, προκαταλαμβάνοντας αναπόφευκτα για τη συνέχεια τον θεατή. Οι Ικέτιδες, κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν θα μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστες. Η διαρκής επίκληση του Δία από τις ταλαιπωρημένες αλλά και ταυτόχρονα μαχητικές Δαναΐδες (Mireille Herbstmeyer) και τον πατέρα τους (Philippe Girard), οι οποίες δεν σταμάτησαν να απειλούν με εκδικητική αυτοκτονία τους εν δυνάμει προστάτες τους, τον ίδιο τον Δία, δηλαδή, και τον αργείο βασιλιά Πελασγό (Frédéric Le Sacripan), αν δεν τις υπερασπίζονταν όπως το «Δίκαιο του Δία» επιβάλλει, έμοιαζε περισσότερο σαρκαστική και ειρωνική παρά κυριολεκτική. Κάτι που το ενίσχυε και η υιοθέτηση μιας περισσότερο γλαφυρής σκηνοθετικής γραμμής, σε αυτό το δεύτερο έργο, από τον Py. Έτσι, η περίφημη «πρόκριση του Διός» έναντι των υπολοίπων θεών, αδιαμφισβήτητη θέση των σωζόμενων αισχύλειων τραγωδιών (πλην του Προμηθέα Δεσμώτη), σε αυτή την πολιτικά φορτισμένη παράσταση, χάνει τη διαύγειά της και αποκτά μια γοητευτικά μυστηριώδη και παιγνιώδη υφή, ικανή να καταστήσει τον θεατή ευδόκιμο συνδημιουργό στην ανάδυση κάθε νέας σκέψης και νοήματος.
*Η Ναταλί Μηνιώτη είναι Διδάκτωρ Θεατρολογίας.