Ο Παντελής Δεντάκης σκηνοθέτησε για τη Μικρή Επίδαυρο το σατυρικό δράμα Κύκλωπας του Ευριπίδη, ένα έργο χωρίς κανέναν γυναικείο ρόλο, «με αποκλειστικά γυναικεία διανομή» και με σκοπό να διερευνήσει «τον άκρως ανδρικό κόσμο μέσα από τη γυναικεία φύση», όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ.
Ο Κύκλωπας είναι το μοναδικό ακέραια σωζόμενο σατυρικό δράμα της αρχαιότητας, πράγμα που το καθιστά, σε ένα βαθμό, και τυπικό δείγμα του είδους. Ακολουθούσε μια τραγική τριλογία άγνωστη σε εμάς σήμερα, όπως άγνωστο είναι και το έτος κατά το οποίο διδάχθηκε. Τα σατυρικά δράματα φαίνεται πως έπαιζαν έναν σημαντικό ρόλο στην «αποκατάσταση» της ψυχικής διάθεσης του αρχαίου θεατή. Φρόντιζαν να τον απαλλάξουν από τη νοσηρότητα του σκοτεινού και δυσοίωνου κόσμου της τραγωδίας, να τον ευθυμήσουν και να τον επανεντάξουν «υγιή» στην καθημερινότητα της πόλης. Η «συνταγή» για να το πετύχουν ήταν κάπως τυποποιημένη και πάνω κάτω η εξής: πλοκή βασισμένη σε έναν γνωστό μύθο, όπως εδώ του Οδυσσέα και των συντρόφων του που, όταν φτάνουν καραβοτσακισμένοι στην αφιλόξενη χώρα των ανθρωποφάγων Κυκλώπων, φυλακίζονται από τον Πολύφημο στη σπηλιά του· και χορός σατύρων με κορυφαίο τον γηραιό Σιληνό, που μέσα από την ευτράπελη και ορμέμφυτη συμπεριφορά τους, είτε καταφέρνουν να συμμετάσχουν με κάποιον τρόπο στη λύση του προβλήματος, είτε φτάνουν ακόμα και σε μια ανακάλυψη ή μια εφεύρεση (κρασί, μουσική, μεταλλουργία, πρώτη γυναίκα…).
Στον Κύκλωπα οι σάτυροι απαντούν ως σκλάβοι του Πολύφημου, επιφορτισμένοι να φροντίζουν τα κοπάδια του στην εσχατιά της Αίτνας, στην οποία οι λέξεις «πολιτισμός» και κάθε είδους «καλλιέργεια» είναι άγνωστες· δεν υπάρχει ούτε λατρεία στον Διόνυσο, ούτε αμπελοκαλλιέργεια, ούτε –όπως αποδεικνύεται το πιο καίριο στοιχείο για την εξέλιξη της ιστορίας – παραγωγή κρασιού. Η αναπάντεχη άφιξη του πολυμήχανου ήρωα της Οδύσσειας και, πιο συγκεκριμένα, η δύναμη που ασκεί στο «στερημένο» σώμα των σατύρων ο άκρατος οίνος που τους προσφέρει, τους ωθεί σε μια ριψοκίνδυνη συμφωνία μαζί του: να λάβουν εμπράκτως μέρος, αν και δειλοί από τη φύση τους, στην τύφλωση του Πολύφημου, αφού προηγουμένως τον μεθύσουν. Στόχος είναι η απόδραση όλων (συντρόφων του Οδυσσέα και σατύρων) από τη χώρα των Κυκλώπων προς τον «πολιτισμό» του Βάκχου και της αμπέλου. Τελικά, οι σάτυροι επιβεβαιώνοντας την αντιηρωική φήμη τους, προσφέρουν οριακή βοήθεια. Ο φόβος και ο πανικός που τους καταλαμβάνει τους εξωθεί σε σπασμωδικές ενέργειες και γελοιότητες, οι οποίες, όμως, όπως συμβαίνει πάντα στα σατυρικά δράματα, συνδράμουν στο αίσιο τέλος του έργου και γι’ αυτό ανταμείβονται.
Τα σατυρικά δράματα, λοιπόν, μέσα από την παρουσία των σατύρων (ο χορός τους αντιπαρατίθεται στον τραγικό χορό) εμφανίζουν αντεστραμμένο και παραμορφωμένο τον ανθρώπινο κόσμο και τον πολιτισμό του. Οι ηθοποιοί και οι χορευτές της αρχαιότητας μαζί με τους θεατές, μετατοπίζονταν από τον τραγικό στον ευτράπελο κόσμο του σατυρικού δράματος πριν «επιστρέψουν» στον πραγματικό της πόλης τους. Αυτή, όμως, η «πολύσημη πορεία» που διένυαν τότε, σήμερα δύσκολα μπορεί να αποδοθεί· έτσι ο Κύκλωπας, συνήθως ανεβαίνει στη σκηνή είτε ως μια αριστοφανική κωμωδία, είτε ως μια παρωδία του μύθου και σπάνια αποκτά έναν άλλο χαρακτήρα, όπως είχε συμβεί με την υπέροχη εκδοχή του Βασίλη Παπαβασιλείου πριν μερικά χρόνια στο Μεγάλο Θέατρο της Επιδαύρου. Παρόμοια ο Δεντάκης θέλησε να διαφοροποιηθεί από τα συνηθισμένα και να συνομιλήσει με το τρίτο, και πιο παραγνωρισμένο σήμερα, δραματικό είδος. Αποφάσισε να δώσει έμφαση στον αντεστραμμένο κόσμο του έργου και στη σύγκρισή του με τον κανονικό. Εστίασε, λοιπόν, στην κυριολεκτική ανθρωποφαγία του τέρατος (την επιτομή του «απολίτιστου») και στον εκλεπτυσμένο κανιβαλισμό του πολιτισμένου Οδυσσέα και των σατύρων, που επίσης αλληλοσπαράσσονται για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Παράλληλα προσπάθησε να αναστοχαστεί πάνω στον «σκληρό» ανδρικό κόσμο με σύγχρονους όρους, φέρνοντας στη σκηνή μόνο γυναίκες ηθοποιούς και θίγοντας ζητήματα διαφορετικότητας ή όχι των φύλων.
Οι προθέσεις, όμως, στη σκηνική απόδοση του Δεντάκη δεν κατάφεραν να γίνουν ένα καλά εδραιωμένο παραστασιακό γεγονός. Η γυναικεία παρουσία δεν λειτούργησε καθόλου στους τρεις βασικούς ρόλους: ο Κύκλωπας της Στεφανίας Γουλιώτη ήταν μάγκικος τα πρώτα πέντε λεπτά και έπειτα μάλλον αμήχανα άχαρος –όπως και το ντύσιμό του– συνοδευμένος κάποιες στιγμές από μια παράξενη εκφορά στον λόγο, αναιτιολόγητη και ασύνδετη με των υπολοίπων ηθοποιών. Ο Οδυσσέας της Άννας Καλαϊτζίδου –με κοστούμι πειρατή– ήταν θηλυκός μεν (προσωπικά νόμιζα πως άκουγα την Αμαλία Μουτούση), αλλά δεν φάνηκε να εξυπηρετεί αυτό σε κάτι σε σχέση με την ερμηνεία του ρόλου. Τέλος, ο Σιληνός της Αλεξάνδρας Αϊδίνη, παιδικός μάλλον, ήταν άλλοτε χαριτωμένος και άλλοτε βεβιασμένα κωμικός. Τελικά αυτό που φάνηκε να έλειπε ήταν η σκηνοθετική καθοδήγηση προς μια συγκεκριμένη ερμηνευτική προσέγγιση των ανδρόγυνων ρόλων και, κατ’ επέκταση, στην επιλογή ενός κοινού υποκριτικού ύφους. Όμως, ό,τι δεν λειτούργησε στους πρωταγωνιστικούς ρόλους πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στο χορό των σατύρων (Νεφέλη Μαϊστράλη, Μαρία Μοσχούρη, Αμαλία Νίνου, Μυρτώ Πανάγου, Ελένη Τσιμπρικίδου). Εκεί οι κινήσεις (επιμέλεια κίνησης Ερμής Μαλκότσης) και ο λόγος των κοριτσιών ήταν οργανικοί και αρμονικά δεμένοι με το παρουσιαστικό τους· ντυμένες με προβιές, γυμνόστηθες και εξοπλισμένες με τον παραδοσιακό φαλλό, παρέπεμπαν πολύ επιτυχημένα σε ανδρόγυνες, ερμαφρόδιτες μορφές (κοστούμια Γεωργία Μπούρδα). Επιπλέον, η διαρκής και έντονη παρουσία τους στη σκηνή εξασφάλισε για την παράσταση τόσο το απαραίτητο διονυσιακό ύφος, όσο και σε έναν ικανοποιητικό βαθμό την ενότητα στο αποτέλεσμα.
Στα θετικά στοιχεία της παράστασης συγκαταλέγονται επίσης η μετάφραση (Παντελής Μπουκάλας), η μουσική (Λευτέρης Βενιάδης) και το καλαίσθητα αστείο σκηνικό (Γεωργία Μπούρδα- φωτισμοί Σάκης Μπιρμπίλης), όπου το σπιτάκι της σκηνής καλύφθηκε με καλαμιές αποδίδοντας τη σπηλιά του Κύκλωπα και ο προαύλιος χώρος του απέκτησε ένα καταπράσινο γκαζόν. Αντίθετα ο χώρος της ορχήστρας έμεινε σχεδόν άδειος εκτός από την παρουσία ενός υπερμεγέθους ξύλινου πάγκου (του χασάπη;), τοποθετημένου έκκεντρα, ο οποίος, πολλαπλά χρησιμοποιούμενος από όλους τους συντελεστές και κυρίως από τον χορό, αποκτούσε διαφορετικές σημασίες στη διάρκεια του έργου (πάγκος, βήμα, βράχος…).
Αν το τέλος της παράστασης συνέπιπτε και με το τέλος του ευριπίδειου Κύκλωπα, πιθανά πολλή από την αμηχανία των τριών ηθοποιών, που επεσήμανα παραπάνω, να είχε αποφευχθεί. Κατά την άποψή μου, ακριβώς στο τελευταίο δεκάλεπτο της παράστασης εντοπίζεται η αιτία που αποσυντόνισε το όλον. Πρόκειται για την ατυχή επιλογή του σκηνοθέτη να προσπαθήσει να ενσωματώσει στο τέλος της παράστασης το ΙΑ΄ ειδύλλιο του Θεόκριτου, στο οποίο ο Κύκλωπας Πολύφημος εξομολογείται τον έρωτά του για τη Νηρηίδα Γαλάτεια. Αυτή και μόνο την ώρα η Γουλιώτη κατάφερε να φιλτράρει μέσα από τη γυναικεία της φύση τον ανδρικό λόγο του Κύκλωπα· ενός Κύκλωπα, όμως, που παρέμεινε ξένο σώμα, γιατί ούτε ευριπίδειος ήταν, ούτε και σατυρικός.
*Η Ναταλί Μηνιώτη είναι διδάκτωρ Θεατρολογίας.