Η σκηνοθέτις, ηθοποιός και θεατρολόγος Σοφία Καραγιάννη ανέβασε την παράσταση Το μικρό πόνυ, του ισπανού Πάκο Μπεθέρα, σε μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Πολυβραβευμένος θεατρικός συγγραφέας ο Μπεθέρα και άνθρωπος του θεάτρου γενικότερα (ηθοποιός και δραματολόγος), έχει περάσει πολλές φορές με επιτυχία τα σύνορα της χώρας του, καθώς το δραματουργικό του έργο (δέκα θεατρικά έως σήμερα), έχει πολυ-μεταφραστεί και παιχθεί σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική.
Θέμα του έργου, που στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, είναι ο εκφοβισμός ή, όπως έχει επικρατήσει να τον λέμε διεθνώς, το bullying, που υφίστανται συχνά συνάνθρωποί μας και ιδιαιτέρως τα παιδιά, όταν η συμπεριφορά τους δεν εμπίπτει στις ‘νόρμες’, την παραδεδεγμένη ηθική και αισθητική της κοινότητας, όταν δηλαδή ξεφεύγει από το πλαίσιο που ορίζει ο «μέσος όρος» και αποδέχεται η «κοινή γνώμη». Ένα αγόρι, ο Λουίσμι, βρίσκεται αντιμέτωπο με μια ολόκληρη σχολική κοινότητα, όταν επιμένει να χρησιμοποιεί στο σχολείο του μια σάκα με εικονογραφικό θέμα το «ανάρμοστο» για την ηλικία και το φύλο του «Μικρό μου πόνυ», ένα διάσημο αλογάκι-ήρωας κινουμένων σχεδίων. Για το εννιάχρονο παιδί και τη βία που υφίσταται καθημερινά μαθαίνουμε από τις έντονες διενέξεις, σχεδόν συγκρούσεις των γονιών του, οι οποίοι σε όλη τη διάρκεια της παράστασης προσπαθούν, ο καθένας με τον δικό του ελλειμματικό, όπως αποδεικνύεται, τρόπο, να το προστατεύσουν από τις επιθέσεις συμμαθητών και δασκάλων. Η δυσκολία ακόμα και των ίδιων των γονιών του μικρού Λουίσμι να επικοινωνήσουν επί της ουσίας μεταξύ τους και να ακολουθήσουν μια κοινή τακτική απέναντι στην αντιμετώπιση του προβλήματος, έμμεσα αλλά σαφώς, αποκαλύπτει τη ρίζα του κακού: τον φόβο μας να αποδεχθούμε τη διαφορετικότητα του άλλου, ακόμα κι αν ο άλλος είναι ο σύζυγος ή η σύζυγός μας, ακόμα κι αν είναι το ίδιο μας το παιδί. Ο όλο και πιο ευάλωτος συναισθηματικός μας κόσμος, σε μια κοινωνία που αλλάζει διαρκώς και με ταχύτητα, χωρίς να αφήνει περιθώρια προσαρμογής στα μέλη της, οδηγεί στη μεταξύ μας αποξένωση και τελικά στην αγριότητα, με πιο άμεσα θύματα, όπως είναι επόμενο, τα νεαρά άτομα, εκείνα δηλαδή που ακόμα δεν έχουν προλάβει να διαμορφώσουν έναν χαρακτήρα στέρεο και μια διακριτή ταυτότητά.
Η Καραγιάννη επικέντρωσε τη σκηνοθετική ματιά της ακριβώς στον πυρήνα του θέματος, το ζευγάρι. Απέφυγε να παρουσιάσει στο βάθος της σκηνής σε προβολή, όπως το υποδεικνύει το θεατρικό κείμενο, το πορτρέτο του παιδιού, με μόνο μεταβλητό στοιχείο, σε όλη τη διάρκεια της παράστασης το μεγάλωμα ενός κεράτου στο κούτελο του. Αντίθετα, άφησε ελεύθερη τη σκέψη και τη φαντασία του κάθε θεατή να απεικονίσει στο μυαλό του τη μορφή του Λουίσμι χωρίς περιορισμούς. Άλλωστε «το τέρας» που φοβόμαστε, έχει για τον καθένα από εμάς άλλη όψη. Έτσι ο μικρός και μαύρος σκηνικός χώρος καλύφθηκε αποκλειστικά σχεδόν από έναν μύλο, παιδικό παιχνίδι που απαντά στα πάρκα και στις παιδικές χαρές, ο οποίος υποδηλώνει τόσο το «παρόν-απόν» παιδί, όσο και την ανωριμότητα των «μεγάλων». Με ελάχιστα και σημαίνονται πάντα σκηνικά αντικείμενα (ένα καλάθι πικ-νικ, ένα τριαντάφυλλο, μια πλαστική μακέτα του υπνοδωματίου του Λουίσμι κ.ά.) χτίζονται οι πολλές σκηνές του έργου, ενώ ταυτόχρονα συμπληρώνεται σιγά σιγά, νοερά το πορτρέτο του αγοριού και της νοσούσας κοινωνίας που το περιβάλλει. Οι μπάρες του μύλου μετατοπίζονται συνεχώς και δίνουν τη δυνατότητα στους δύο γονείς να τις τοποθετούν με τέτοιον τρόπο που άλλοτε να δείχνουν μια, έστω και επιφανειακή, συνεργατικότητα μεταξύ τους και άλλοτε ένα αποκαλυπτικό και σκληρό μπρα ντε φερ, μια άγρια μάχη επιβίωσης, ή καλύτερα, μια νοσηρή αντιπαλότητα που ακυρώνει κάθε προσπάθεια επικοινωνίας του ζευγαριού.
Οι δύο ηθοποιοί που έχουν αναλάβει να φέρουν σε πέρας αυτή την 75λεπτη παράσταση, καταφέρνουν έναν μικρό άθλο. Συνεχής λόγος και κίνηση σε έντονο ρυθμό που δεν αφήνει λεπτό να εκπέσει η ενέργεια, ούτε να χαθεί το νήμα που θα οδηγήσει στην τελική εικόνα. Ο Κώστας Γιαννακόπουλος στον ρόλο του πατέρα Χάιμε, πειστικός και αποτελεσματικός την περισσότερη ώρα, μόνο κάποιες στιγμές φάνηκε να γλίστρησε έξω από τη ροή, κυρίως στον λόγο. Η Ρηνιώ Κυριαζή, με μεγάλη εμπειρία στην κίνηση και την εκφορά του λόγου, στον ρόλο της μητέρας Ιρένε, κράτησε τα βλέμματα και το ενδιαφέρον των θεατών πάνω στη σκηνή αμείωτα καθόλη τη διάρκεια της παράστασης. Όλοι οι υπόλοιποι συντελεστές υπηρέτησαν με την ίδια ζέση τη σκηνοθετική γραμμή: Η Κωνσταντίνα Κρίγκου στα σκηνικά και τα κοστούμια ο Θοδωρής Οικονόμου στη μουσική, η Μαργαρίτα Τρίκκα στην επιμέλεια της κίνησης και ο Νίκος Βλασόπουλος στους φωτισμούς. Τέλος, απόλυτα εναρμονισμένο με το σύνολο υπήρξε και το video animation του Αλέξανδρου Τσόχα, με το οποίο έκλεισε η παράσταση, δίνοντας την ευκαιρία στον θεατή να περάσει σε μια αναγκαία και πολυσήμαντη «ησυχία» πριν εγκαταλείψει το χώρο του θεάτρου.