Κριτική Θεάτρου – Παντελής Δεντάκης: Πενθεσίλεια του Χάινριχ φον Κλάιστ στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών

2100
θεσμοφοριάζουσες

Ο σκηνοθέτης Παντελής Δεντάκης, ανέβασε στη μικρή σκηνή της Στέγης το θεατρικό έργο Πενθεσίλεια του Χάινριχ φον Κλάιστ. Αν και πρόκειται για κείμενο γραμμένο στα χρόνια της ακμής του ρομαντισμού, το 1808, ο συγγραφέας του ελάχιστη σχέση έχει με αυτόν, όπως και με τον λίγο προγενέστερο κλασικισμό. «Συνδιαλέγεται» παρόλα αυτά, μέσα από το έργο του, με τους μεγάλους της δυτικής παράδοσης, όπως τον Σαίξπηρ, και ιδιαιτέρως τον Γκαίτε, με τον οποίο μάλιστα αλληλογραφεί, στοχεύοντας να του αποσπάσει –μάταια– μια θετική γνώμη για τα θεατρικά του. Το ύφος του Κλάιστ, πρώιμα ψυχολογικό, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στις αμφισημίες και τις ανακολουθίες της ανθρώπινης φύσης. Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία μέριμνα από μεριάς του να παρουσιάσει το κίνητρο ή τον λόγο που οδηγεί τον ήρωα στην απόφαση να εκτελέσει μια πράξη, γεγονός που εμπόδιζε το κοινό των αρχών του 19ου αιώνα να τον καταλάβει και να τον αποδεχθεί. Αντίθετα, ακριβώς αυτή η ασάφεια στις προθέσεις των ηρώων του, του εξασφάλισε μια σίγουρη και κεντρική θέση στις προτιμήσεις του κοινού στον 20ό αιώνα, κατά τον οποίο προοδευτικά όλες οι βεβαιότητες κατέρρευσαν.

Η Πενθεσίλεια, βασίλισσα των Αμαζόνων, έρχεται μαζί με το στρατό της στην Τροία για να βοηθήσει τους Τρώες στη μάχη εναντίον των Ελλήνων. Πρόκειται για τον μύθο που αναφέρεται στη μοιραία συνάντηση και το πάθος που αναπτύχθηκε ανάμεσα σε αυτήν και τον Αχιλλέα. Μόνο που στο έργο του ο Κλάιστ επιχειρεί μια αντιστροφή: δεν σκοτώνει ο Αχιλλέας την Πενθεσίλεια αλλά το ακριβώς αντίθετο, η Αμαζόνα σκοτώνει από λάθος τον πιο ανδρείο των Ελλήνων. Στις πολυάριθμες σκηνές του έργου εμφανίζονται κι άλλα πρόσωπα του μύθου, όπως η έμπιστη φίλη της Πενθεσίλειας Προθόη, ο Οδυσσέας, η πρωθιέρεια της Άρτεμης, τα οποία ουσιαστικά μετατοπίζουν ολόκληρη τη δράση από τη σύγκρουση των Ελλήνων και των Τρώων, σε εκείνη των Αμαζόνων με τους Έλληνες. Τα χαρακτηριστικά που παρατηρήσαμε παραπάνω για το συνολικό έργο του Κλάιστ υπάρχουν και εδώ, με πρώτο και κύριο την απουσία κινήτρου στις επιλογές των ηρώων· μια διάχυτη, δηλαδή, ασάφεια σχετικά με τις προθέσεις τους που δεν μπορεί παρά να τους δημιουργεί ανασφάλεια και φόβο και να τους οδηγεί στην καταστροφή.

1

Ο Δεντάκης έχοντας στη διάθεσή του μια ομάδα ικανών ηθοποιών επιχείρησε μια μάλλον –καθότι μη επιτυχημένη– μεταμοντέρνα ανάγνωση του έργου. Με μια διάθεση να παρωδηθεί κάθε σημείο του κειμένου, χωρίς ωστόσο να εννοηθεί ούτε κατ’ ελάχιστον ο βασικός λόγος αυτής της επιλογής, το έργο του Κλάιστ καλύφθηκε στην κυριολεξία από μια επίστρωση χοντροκομμένης κιτς αισθητικής. Από την πρώτη σκηνή, όπου ο εξωκειμενικός Έρωτας του Αινεία Τσαμάτη, ντυμένος με ένα κατακόκκινο εσώρουχο, χορεύει ένα αστείο μπαλετικό σόλο (κάτι σαν τον Νιζίνσκυ στο Απομεσήμερο ενός φαύνου😉 εν είδει λυρικού προοιμίου στην παράσταση, όλα μετατοπίζονται προς το ευτράπελο. Η επόμενη σκηνή με τους έλληνες πολεμιστές, ανάμεσά τους ο μπαταρισμένος (βαρύς και δυσκίνητος) Οδυσσέας του Αργύρη Ξάφη και ο Διομήδης του Κώστα Κορωναίου με την βαριά «βλάχικη» προφορά, να αναρωτιούνται για την αναιτιολόγητη παρουσία των Αμαζόνων στη μάχη, όπως και η κατοπινή έλευση των τριών γυναικών ηθοποιών (Άλκηστη Πουλοπούλου, Ηρώ Μπέζου, Σύρμω Κεκέ) υποδυόμενων τους στρατιώτες με πρόσθετο μούσι μασκαράτας, επισφραγίζουν την ευτράπελη συνέχεια. Αποκορύφωμα αυτής της υφολογικής επιλογής, λίγο πιο κάτω στο έργο, είναι η παρουσία της Πρωθιέρειας (Άλκηστη Πουλοπούλου) που με καρναβαλίστικη εμφάνιση (ροζ περούκα, κολάν και τακούνια) μαζί με τις παρόμοια ντυμένες ακόλουθές της έρχονται να γιορτάσουν τη νίκη των γυναικών επί των ανδρών. Όλες οι σκηνές που ακολούθησαν και επικεντρώθηκαν στο θέμα του ερωτικού πάθους της Πενθεσίλειας (Βίκυ Βολιώτη) για τον Αχιλλέα (Θάνος Τοκάκης), κύλισαν χωρίς ο λόγος του κειμένου (στην καλή μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα) να «βρει» την όψη της παράστασης και να επικοινωνήσει μαζί της. Στην πλειονότητά τους οι ηθοποιοί έπαιξαν χωρίς ουσιαστική ερμηνευτική ή άλλη καθοδήγηση, οπότε δεν υπήρχε συνοχή. Το ίδιο έμεινε ξεκρέμαστο το σκηνικό και τα κοστούμια του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, τα οποία, ωστόσο, είχαν αισθητικό ενδιαφέρον αφ εαυτού τους. Παρόμοια λειτούργησε και η πολύ καλή μουσική του Λευτέρη Βενιάδη. Σαν, τελικά, η αιτία του ανεβάσματος αυτού του έργου να ήταν το να γελάσουμε (αλλά με τι;) και όχι κάτι βαθύτερο. Ο Κλάιστ έμεινε «ασκεπής» και μετέωρος κάπου στη Συγγρού ανάμεσα στη Στέγη και το Δελφινάριο.

*Η Ναταλί Μηνιώτη είναι Διδάκτωρ Θεατρολογίας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας