Κριτική Θεάτρου – Πάνος Κούγιας: Camille Claudel: Mudness του Γιάννη Λασπιά στο θέατρο Πόλη

2104
θεσμοφοριάζουσες

Ο νεότατος Πάνος Κούγιας υπογράφει τη σκηνοθεσία του έργου Camille Claudel: Mudness του Γιάννη Λασπιά που ανέβηκε στο θέατρο Πόλη. Η υπόθεση είναι στηριγμένη σε μια φανταστική συνάντηση δύο σπουδαίων γυναικών που έζησαν στο Παρίσι στο τέλος του 19ου και στην αρχή του 20ού αιώνα. Η πρώτη είναι η γλύπτρια Camille Claudel, η οποία κλείνεται παρά τη θέλησή της από την οικογένειά της στο ψυχιατρικό άσυλο της Ville Evrard· η δεύτερη η ψυχίατρος Constance Pascal, μετανάστρια από τη Ρουμανία, η οποία αναλαμβάνει την παρακολούθησή της Camille. Και οι δύο αυτές γυναίκες διάγουν αντισυμβατικό, σχεδόν «έκκλητο», για τα δεδομένα της εποχής τους βίο, αφού ασκούν επαγγέλματα αποκλειστικά «ανδρικά» σε μια έντονα φαλλοκρατική κοινωνία, διεκδικώντας να ζήσουν ελεύθερες τη ζωή τους. Προκλητική για τα ήθη της εποχής είναι και η επιλογή των ερωτικών συντρόφων τους που είναι παντρεμένοι και πολύ μεγαλύτεροι σε ηλικία από αυτές.

Ο Λασπιάς κτίζει το κείμενό του ανάμεσα στον μεταξύ τους διάλογο, τον οποίο διανθίζει με μια σειρά μονολόγων των δύο ηρωίδων στοχεύοντας να καταδείξει τη βία που έχει ασκηθεί πάνω τους, είτε από την οικογένεια είτε από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Η γιατρός προσπαθεί να απαλύνει τη φρίκη του εγκλεισμού της Claudel, αλλά στο τέλος αναγκάζεται να την εγκαταλείψει υπακούοντας στις εντολές των ανωτέρων της που είχαν θορυβηθεί από την εξέλιξη αυτής της σχέσης. Πρόκειται για ένα έργο, όπως έχει πει σε συνέντευξη ο συγγραφέας του, φόρο τιμής στις γυναίκες, που με τη στάση και τον αγώνα τους κατάφεραν να ανοίξουν τον δρόμο των διεκδικήσεων για κάθε καταπιεσμένη γυναίκα, για κάθε άτομο, που του αφαιρείται το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση και επιλογή.

Ο Κούγιας φρόντισε με μεγάλη προσοχή να μεταφέρει στη σκηνή όχι τόσο τα όσα περιγράφονται στις σκηνικές οδηγίες όσο την ατμόσφαιρα που αποπνέει το κείμενο. Εκτός από τις δύο ηθοποιούς που βρίσκονται στη σκηνή, τη Μάνια Παπαδημητρίου για να ενσαρκώσει την Camille και την Αγγελική Καρυστινού την Constance, μια τρίτη, η πιανίστρια Μαρίνα Χρονοπούλου, παίζει σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της παράστασης δικές της μουσικές συνθέσεις, οι οποίες προσδίδουν ιδιαίτερο βάθος και ζωντάνια σε ό,τι λέγεται και εκτυλίσσεται μπροστά στους θεατές.

Σε έναν μαύρο σκηνικό χώρο (σκηνικά και κοστούμια: Τζίνα Ηλιοπούλου, Λίνα Σταυροπούλου), υπέροχα φωτισμένο (φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου), αποδίδεται ο θάλαμος που φιλοξενεί την Camille. Στη θέση του κρεβατιού υπάρχει ένα γυάλινο μακρόστενο κουτί γεμάτο από τις επιστολές που έγραφε και τις έκρυβε κάτω από το στρώμα της, οι οποίες «θα βγουν στο φως» στο τέλος του έργου. Στο βάθος κάθετα στόρια, άλλοτε αντιμετωπίζονται ως κουρτίνες ή παραβάν και άλλοτε μεταμορφώνονται σε οθόνες προβολής, που φιλοξενούν εικόνες από τα γλυπτά της Camille. Στο κέντρο σχεδόν της σκηνής υπάρχει ένα σκάμμα με χώμα που παραπέμπει, αφενός, στην ομολογία της ηρωίδας πως της άρεσε μικρή να βάζει τα χέρια της στη λάσπη/ χώμα και να το πλάθει και, αφετέρου, στον ίδιο τον τίτλο του θεατρικού «Η τρέλα της λάσπης (mudness)». Αυτό το σημείο της σκηνής γίνεται μια ‘ετεροτοπία’, ο άλλος τόπος, μέσα στον οποίο η ηρωίδα καταφεύγει, όταν πιέζεται, για να ζήσει ελεύθερη μακριά από τις εντολές και τις συμβάσεις που τις επιβάλλονται. Κι είναι εκεί, που στο τέλος του έργου και η Constance θα έρθει η ώρα να βουτήξει τα χέρια, να τα «πλύνει», να τα «εξαγνίσει» από τη βρομιά μιας κοινωνίας που αρέσκεται σε παντός είδους βία, αποκλεισμούς και εγκλεισμούς.

Χωρίς σκηνοθετικούς βερμπαλισμούς ο Κούγιας διευκόλυνε τις ηθοποιούς να βρουν το δρόμο προς το ρόλο τους. Και οι δύο τους κινήθηκαν μεταξύ της εξωστρέφειας του διαλόγου και της εσωστρέφειας των μονολόγων τους. Η Καρυστινού-ψυχίατρος αποδείχθηκε μια στιβαρή παρουσία, που εν μέρει την εξασφάλιζε για αυτήν η επιστημονική θεώρηση που είχε για τα πράγματα, και συνάμα ευαίσθητη, καθώς μπορούσε να νιώσει από πρώτο χέρι το μαρτύριο της ασθενούς της και σχεδόν να ταυτιστεί μαζί της. Εκείνη τη λιγότερο ορθολογική της πλευρά την αποκάλυπτε την ώρα που κατέθετε τις προσωπικές εμπειρίες και τις σκέψεις της σε μορφή μονολόγου. Η Παπαδημητρίου από την άλλη, με μακρά θητεία σε «διαταραγμένους», και μη, γυναικείους ρόλους, κατάφερε για άλλη μια φορά να ζωντανέψει μπροστά μας, με τον δικό της μοναδικό τρόπο, την κατά Λασπιά φιγούρα της Camille. Η διάσημη γλύπτρια βρισκόταν μόνιμα χαμένη σε έναν κόσμο θολό, ο οποίος έκρυβε όχι μόνο διαφορετικές ποιότητες ανάμεσα στον διάλογο και τον μονόλογο, αλλά και από σκηνή σε σκηνή όσο εξελισσόταν η αρρώστια και η επικοινωνία με τη γιατρό. Μια παλέτα αμέτρητων, λεπτών αποχρώσεων χρησιμοποιήθηκε από την Παπαδημητρίου για να ενσαρκωθεί ο ρόλος και να αποδοθεί το προσωπικό δράμα της Camille, όχι όμως μονοδιάστατα, αλλά σε σχέση πάντα με τον περίγυρο που το δημιουργούσε και επιμελώς το συντηρούσε.

Ναταλί Μηνιώτη

Διδάκτωρ Θεατρολογίας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας