Ο Βασίλης Παπαβασιλείου επανέρχεται στη σκηνή της Φρυνίχου του Θεάτρου Τέχνης με την Ελένη του Γιάννη Ρίτσου, ποιητικό έργο που το ανεβάζει κατά τακτά διαστήματα τα τελευταία 20 περίπου χρόνια, ξεπερνώντας έως σήμερα τις 175 παραστάσεις.
Η Τέταρτη Διάσταση, ποιητική συλλογή στην οποία ανήκει Η Ελένη, είναι από τις πιο αγαπημένες της ελληνικής θεατρικής σκηνής. Ο Ορέστης ,ο Αγαμέμνων, ο Φιλοκτήτης, η Φαίδρα, η Χρυσόθεμις, η Ισμήνη, είναι μερικά ακόμα πρόσωπα που μιλούν, σχεδόν μονολογούν, ή πιο συγκεκριμένα, μονοπωλούν το λόγο μπροστά σε έναν βουβό ακροατή. Ανάμεσα στον ‘παρ’ ολίγον’ διάλογο, λοιπόν, και τον μονόλογο, ο ήρωας ξετυλίγει ένα κουβάρι αναμνήσεων και συνάμα στοχασμών, μπαινοβγαίνοντας από το σήμερα στο χθες με την ευκολία και την ταχύτητα των συνειρμών. Το υλικό με το οποίο κτίζεται ο λόγος και ταυτόχρονα η κεντρική δραματική φιγούρα του κάθε ποιήματος είναι σύμμεικτο: στοιχεία του αρχαίου μύθου, της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και της πλούσιας αυτοβιογραφίας του ποιητή, διανθισμένα με γοητευτικούς αναχρονισμούς, οι οποίοι τελικά λειτουργούν σαν παράδοξες «σκηνογραφίες»· αρκούν από μόνες τους να ανακατέψουν τον παρελθόντα και τον διαρκώς ανανεούμενο παρόντα χρόνο, εμπεριέχοντας σε αυτόν κάθε νέο αναγνώστη-θεατή.
Η Ελένη, η Ωραία Ελένη της Σπάρτης και της Τροίας, πλάθεται από τον Ρίτσο ως μια από χρόνια χήρα, σχεδόν ανήμπορη γριά, περιστοιχισμένη από τις δούλες της, που την υπηρετούν χωρίς να την υπολήπτονται ή να την καταλαβαίνουν. Απομονωμένη στο σπίτι της δέχεται σπάνια την επίσκεψη κάποιου φίλου, όπως συμβαίνει και τώρα. Η παρουσία του ανώνυμου ακροατή γίνεται η αφορμή για να ξεκινήσει τη μακροσκελή της «αναδρομή» στο παρελθόν. Χρειάζονται τα αυτιά του «άλλου» για να συγκροτηθούν σε δομημένη σκέψη και λόγο, όσα εντός της φουσκώνουν όπως η πλημμυρίδα. Η ηρωίδα παρουσιάζεται παραμορφωμένη από «έναν δύο αιώνες» ζωής που φέρει στην πλάτη της, άφυλη πια, αφού το σώμα δεν διατηρεί κανένα από τα διακριτά γυναικεία χαρακτηριστικά. Απαλλαγμένη από το βάρος της ματαιοδοξίας που την είχε φορτώσει η παροιμιώδης ομορφιά της, ξαναβρίσκει το ανάλαφρο της ύπαρξης και μια νότα αισιοδοξίας, τα οποία η Χρύσα Προκοπάκη εντοπίζει σε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του έργου του Ρίτσου, το οποίο αποκαλεί «μοτίβο της ανάβασης».
Ο Παπαβασιλείου για τρίτη φορά ήρθε να «κατοικήσει» τον ρόλο που έφτιαξε για την Ελένη ο Ρίτσος. Κάθε εννιά χρόνια δίνει μια νέα εκδοχή προσέγγισης και ερμηνείας, καθώς το κείμενο κάθε φορά αποκαλύπτεται διαφορετικό. Μαζί του από το 2001, ο Νίκος Σακαλίδης ενσαρκώνει το βλέμμα του «άλλου» με ανάλογες τροποποιήσεις. Η παρούσα εκδοχή αφήνει τον θεατή πιο ελεύθερο να περιηγηθεί στον πολυεπίπεδο λόγο του ποιητή, να δημιουργήσει τους δικούς του συνειρμούς, να επιχειρήσει τις δικές του ερμηνείες και να στοχαστεί πάνω στο τέλος της Ελένης. Η φωνή του εξαίρετου ηθοποιού μετουσιώνει τον λόγο του Ρίτσου σε ηχητικό μοτίβο, μέσα από το οποίο ξεπηδούν οι λέξεις, οι φράσεις και οι ιδέες, όλες έτοιμες να παραδοθούν για ποικίλες χρήσεις στους παραλήπτες της πλατείας.
Στο κέντρο της σκηνής μια γκρί μπερζέρα και βυθισμένος, θαρρείς, μέσα της ο Παπαβασιλείου-Ελένη, ντυμένος στα μαύρα, μιλά στον μοναδικό επί σκηνής ακροατή του· εκείνος πάλι σε πλήρη αντίστιξη με τον ομιλητή, σωπαίνει και κινείται σαν δορυφόρος γύρω του τοποθετώντας κάθε τόσο και σε άλλο σημείο το σκαμνάκι του. Το σκηνικό (Μαρί-Νοέλ Σεμέ) συμπληρώνεται από ένα κατάλευκο στρογγυλό πανί, απλωμένο σαν χαλί, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η μπερζέρα. Πάνω του στέκουν τρισδιάστατα, επίσης σε λευκό χρώμα, γράμματα της αλφαβήτου, ίσως σημαίνοντα, σχετικά με τον μύθο της Ωραίας Ελένης και τα πρόσωπα που εμπεριέχει, όπως το Α(γαμέμνων), το Ε(λένη), το Μ(ενέλαος). Η αίσθηση του αλλόκοσμου ενισχύεται και από τον φωτισμό της Ελένης Ντεκώ, που παραπέμπει σε κάτι περισσότερο συμπαντικό παρά γήινο. Η μουσική, εναρμονισμένη και αυτή με το σύνολο υπογράφεται από τον Γιάννη Μεταλλινό.
Η φωτογραφία της παράστασης είναι του Σταύρου Χαμπάκη και Μυρτώς Αποστολίδου.
*Η Ναταλί Μηνιώτη είναι Διδάκτωρ Θεατρολογίας.