Ακόμη και στα 6 δισ. ευρώ μπορεί να φτάσει το κόστος της παροχολογίας Τσίπρα τη 2ετία 2019 – 2020 εκτιμά η Κομισιόν, αποκαλύπτοντας σε ειδικό πίνακα το μεγάλο “χάσμα” στις θέσεις κυβέρνησης και Βρυξελλών. Στις εκθέσεις της για την Ελλάδα που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα υπολογίζεται από 1,1% έως 1,4% του ΑΕΠ το κόστος των προεκλογικών παροχών μόνο για το 2019 και από 1,2% έως 1,6% του ΑΕΠ το κόστος για το 2020. Και τούτο όταν η κυβέρνηση επιχειρηματολογεί ότι θα στοιχίσουν μόνο 0,6% του ΑΕΠ ετησίως.
Η Επιτροπή κινδυνολογεί για δημοσιονομικό εκτροχιασμό και μεγάλη καθυστέρηση στις δήθεν μεταρρυθμίσεις, τις οποίες αναλύει μία προς μία: από την αργή μείωση των κόκκινων δανείων, έως τον “εκτροχιασμό” στον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και στην αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών προς ιδιώτες.
“H εφαρμογή των δήθεν μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα έχει επιβραδυνθεί τους τελευταίους μήνες” αναφέρει η Επιτροπή στην 3η έκθεση για την Ενισχυμένη Εποπτεία που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Επισημαίνει επίσης ότι “η συνέπεια ορισμένων μέτρων με τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί έναντι των Ευρωπαίων εταίρων δεν είναι εξασφαλισμένη και έτσι μπορεί να θέτουν σε κίνδυνο τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους“.
Στην έκθεση αναφέρονται αναλυτικά οι αποκλίσεις έναντι των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει η χώρα, αλλά και οι υποτιθέμενοι δημοσιονομικοί κίνδυνοι. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάνει σαφές πως θεωρεί ότι τα πλεονάσματα φέτος θα είναι χαμηλότερα (ούτως ή άλλως) από τις κυβερνητικές προβλέψεις. Και τούτο καθώς έχει διαφορετική άποψη για την πορεία του ΑΕΠ αλλά και γιατί θεωρεί δεδομένο ότι δεν πρέπει να υπάρξει – και φέτος – υποχρηματοδότηση των επενδύσεων (που στήριξαν τα πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια).
Για το περιεχόμενο των μέτρων Τσίπρα αναφέρεται ότι αποτελεί σημείο ανησυχίας η ποιότητα των μέτρων, δεδομένων των στόχων που έχουν συμφωνηθεί (για δήθεν φίλο-αναπτυξιακά μέτρα).
Η Κομισιόν ασκεί απαράδεκτη κριτική για τη ρύθμιση των 120 δόσεων αλλά και για τη μείωση του ΦΠΑ καθώς και για την αύξηση των συντάξεων, επισημαίνοντας ότι η δαπάνη για συντάξεις είναι ως αναλογία του ΑΕΠ η υψηλότερη ανά την ΕΕ.
Για τα μέτρα του 2020 αναφέρεται ότι προς το παρόν δεν θα γίνουν επίσημες μετρήσεις του δημοσιονομικού τους κόστους. Η Κομισιόν στην έκθεσή της επικαλείται απλά την εκτίμηση της κυβέρνησης ότι έχουν αξία 1,2 δισ. ευρώ ή 0,6% του ΑΕΠ.
Για την πρόταση της κυβέρνησης περί ενός ειδικού λογαριασμού στον οποίο θα μεταφέρουν μέρος των διαθεσίμων ως αντάλλαγμα για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι όποια απόφαση έρχεται σε αντίθεση με τη συμφωνία του 2018 πρέπει να συμφωνηθεί σε επίπεδο Eurogroup σε συνδυασμό με μία επικαιροποιημένη έκθεση βιωσιμότητας χρέους.
Σημειώνεται ότι η Επιτροπή ενέκρινε και ανακοίνωσε σήμερα τις εκθέσεις για την Ελλάδα (3η έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας και Πακέτο εκθέσεων Ευρωπαϊκού Εξαμήνου).
Διαφωνία για τα πλεονάσματα
Μεγάλο “χάσμα” υπάρχει ανάμεσα στις προβλέψεις της Επιτροπής και της Αθήνας αναφορικά με το πρωτογενές πλεόνασμα. Η Επιτροπή μετρά διαφορετικά τις επιδοτήσεις του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, ενώ υπολογίζει και σε πιο ασθενή άνοδο του ΑΕΠ.
Αναλυτικά, αναφέρεται ότι το πλεόνασμα που προέβλεπε η Επιτροπή στις εαρινές της εκτιμήσεις για το 2019 ήταν σημαντικά χαμηλότερο από αυτό των ελληνικών αρχών στο πρόγραμμα σταθερότητας που τους διαβιβάστηκε από την κυβέρνηση στα τέλη Απριλίου 2019. Στο εν λόγω πρόγραμμα σταθερότητας, οι ελληνικές αρχές προβλέπουν ένα πρωτογενές πλεόνασμα που φθάνει το 4,1% του ΑΕΠ το 2019 και το 3,9% του ΑΕΠ το 2020, φθάνοντας στο 4,6% του ΑΕΠ το 2022.
Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι “το ένα τρίτο της διαφοράς μεταξύ των προβολών των ελληνικών αρχών και των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων για το 2020 οφείλεται σε πιο ευνοϊκή πρόβλεψη του μακροοικονομικού περιβάλλοντος από τις ελληνικές αρχές”. Επίσης “ένα άλλο 40% οφείλεται σε πρόσφατη ανακατανομή μέρους του προϋπολογισμού Δημόσιων Επενδύσεων από φορείς εκτός της γενικής κυβέρνησης σε χρηματοδοτικές επιχορηγήσεις προς ΔΕΚΟ”. Γίνεται επίσης λόγος και για άλλες διαφορές μικρότερου μεγέθους και “αφορούν κυρίως τον υπολογισμό των συνεισφορών της Ελλάδας στον προϋπολογισμό της ΕΕ που τελεί υπό αξιολόγηση“.
Ο δημοσιονομικός “κίνδυνος” – ραντεβού το Φθινόπωρο
Η Επιτροπή αναφέρει για τα πακέτα μέτρων ότι “θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη του συμφωνηθέντος πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ το 2019 αλλά και μετά”.
Αναφορικά με το μέγεθος του κινδύνου, αυτό “θα εξαρτηθεί από τον τρόπο εφαρμογής των νέων ρυθμίσεων και από τον αντίκτυπό τους στα υπάρχοντα συστήματα” (σ.σ. πχ 12 δόσεις ή 100 δόσεις). Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι τα μέτρα εγείρουν “ανησυχίες για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου (ΜΔΣ) σε διαρθρωτικούς όρους το 2020”.
Η επανεξέταση της συμμόρφωσης “θα πραγματοποιηθεί το φθινόπωρο του 2019, συμπεριλαμβανομένης της αναθεώρησης του ισχύοντος δείκτη αναφοράς για την αύξηση των καθαρών δαπανών το 2020”.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: ΓΚΑΟΥΛΑΪΤΕΡ ΟΙ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Από όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνεται:
Πρώτον: Ότι η χώρα βρίσκεται κάτω από σκληρή κηδεμονία και ότι η είσοδος στη μεταμνημονιακή περίοδο είναι μία χίμαιρα.
Δεύτερον: Ότι ακόμα και προεκλογικά σπασμωδικά μέτρα ανακούφισης λαϊκών στρωμάτων δεν μπορούν να ληφθούν χωρίς να επισύρουν σφοδρές αντιδράσεις από τους κηδεμόνες, τους πιστωτές, τις Βρυξέλλες και τους θεσμούς.
Τρίτον: Ότι μια διαφορετική πολιτική ανασυγκρότησης και ανάπτυξης της οικονομίας αλλά και στήριξης των πιο αδύνατων στρωμάτων απαιτούν ένα συνεκτικό ριζοσπαστικό πρόγραμμα απαλλαγής από τη νεοαποικιακή μνημονιακή υποδούλωση της χώρας.