Η σημερινή συγκυρία δεν απέχει πολύ από το να θυμίζει την κοινωνική κατάσταση που επικρατούσε στη γαλλική κοινωνία στις παραμονές της έκρηξης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως την περιγράφει ο Ζαν Πωλ Σαρτρ στο μυθιστόρημά του «Η αναστολή», μιας γενικευμένης αδράνειας μπροστά στην επερχόμενη καταστροφή. Έτσι, ενώ επί εβδομάδες βρίσκονται στην επικαιρότητα τα μέτρα που επιδιώκουν να επιβάλλουν τα όργανα της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, από κοινού και σε παραλληλία με την ελληνική αστική τάξη, δεν συγκροτείται, δεν αναδεικνύεται, δεν προβάλει στο προσκήνιο εκείνη η στοιχειώδης κινηματική κοινωνική αντιπολίτευση, προκειμένου κατά έναν τρόπο στοιχειωδώς αμυντικό να επιχειρήσει την ανάσχεση της υιοθέτησης και εφαρμογής αυτών των μέτρων. Και πρόκειται βέβαια για απαιτήσεις που ξεπερνούν κάθε όριο, τροποποιώντας σε ακόμη πιο δυσμενή κατεύθυνση τους ταξικούς συσχετισμούς των δυνάμεων, εφόσον επεκτείνεται το πεδίο της εξαθλίωσης σε ακόμη περισσότερα τμήματα των λαϊκών τάξεων.
Ένας μνημονιακός δρόμος χωρίς ορατό τελειωμό
Η επαπειλούμενη για πολλοστή φορά περικοπή των κύριων συντάξεων, μέσα από την κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς», σημαίνει νέα μείωση κατά 30% – 40%, με βάση τους ήδη δημοσιευμένους πίνακες του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων εδώ και έναν χρόνο (βασική εθνική σύνταξη + ανταποδοτική σύνταξη). – Η μείωση του κατωτάτου ορίου του αφορολόγητου ορίου κατά 25%, που πρόκειται να φτάσει τις 6.000 ευρώ, συμπεριλαμβάνει πλέον το σύνολο των εργαζομένων με τον ταπεινωμένο κατά 22% (από τον Φεβρουάριο του 2012) κατώτατο μισθό, πράγμα που αποψιλώνει ακόμη παραπέρα τις κατώτατες αμοιβές οικονομικής εξαθλίωσης των 500 ευρώ καθαρές αποδοχές. – Η διατήρηση των πλεονασμάτων στο δυσθεώρητο ύψος του 3,5% που δεν είναι εφικτό ούτε σε περιόδους ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, πολύ περισσότερο σήμερα της παρατεταμένης ύφεσης, δεν μπορεί να προέρχεται παρά από την παραπέρα μείωση των κοινωνικών δαπανών και από την επιβολή πρόσθετων μέτρων φορολογικής αφαίμαξης. Στα σίγουρα ξεπερνιούνται πλέον τα όρια και της πιο μετριοπαθούς και ανεκτικής στάσης των εργαζομένων δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας.
Εντούτοις παρά αυτές τις βαριές απειλές που η πραγματοποίησή τους οδηγεί πλέον αμετάκλητα την ελληνική οικονομία στην κατάσταση των χωρών του «τρίτου κόσμου» για μια πολύχρονη περίοδο, οι τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις (ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ), το ΠΑΜΕ, αλλά και δευτεροβάθμια όργανα και πρωτοβάθμια σωματεία, ό,τι δηλαδή συγκροτεί το εργατικό και λαϊκό συνδικαλιστικό κίνημα, είναι πνιγμένα κυριολεκτικά στο τέλμα της αδράνειας. Είναι υποχρεωμένος κανείς να διαπιστώσει ότι στην διετία της διακυβέρνησης του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, αυτό το κίνημα έχει οδηγηθεί στην «απόσυρση», στην παραφθορά, στην ολοκληρωτική αφερεγγυότητα και αναξιοπιστία, στην απώλεια δηλαδή κάθε «αξίας χρήσης» του. Πρόκειται πλέον για μια κοινωνική υπόσταση που σχεδόν δεν υπάρχει και «απουσιάζει». Και είναι περισσότερο από σαφές, με βάση την υπαρκτή εμπειρία, ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν αλλαγές σ’ αυτή του τη στάση.
Από τα ίδια τα πράγματα πλέον προκύπτει η κατεπείγουσα αναγκαιότητα δρομολόγησης, σε όλα τα επίπεδα και κλάδους εργασίας και με κάθε δυνατό τρόπο, ενός αντιμνημονιακού, ταξικού, ριζοσπαστικού μετώπου, που θα μπορούσε συμβατικά να χαρακτηρισθεί ως Κίνημα Λαϊκής Χειραφέτησης, προκειμένου να διαδραματίσει το ρόλο μιας αποτελεσματικής αντιπολιτευτικής άμυνας έναντι της επερχομένης νέας σαρωτικής επίθεσης. Άλλωστε όσο το λαϊκό εργατικό κίνημα παραμένει αδρανές, τόσο περισσότερο δίνεται η δυνατότητα, στις εγχώριες και διεθνείς κυρίαρχες δυνάμεις να αυξάνουν τις «δόσεις του (δηλητηριώδους) φαρμάκου» που χορηγούν, εφόσον δεν συναντούν λαϊκές αντιστάσεις. Και δεν μιλάμε βέβαια για εντελώς μερικές και αποσπασματικές κινήσεις όπως η πληρωμή δεδουλευμένων μισθών, η αποτροπή απολύσεων, η προστασία κατοικιών από πλειστηριασμούς, που έχουν την σχετική τους σημασία, ωστόσο δεν μπορούν να συγκροτήσουν κίνημα με κυρίαρχη επιδίωξη την αποτροπή και ματαίωση των νέων ασφαλιστικών, δημοσιονομικών και φορολογικών μέτρων.
Νευραλγικής βέβαια σημασίας είναι η εξουδετέρωση και αδρανοποίηση του εργατικού λαϊκού ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ του 2015, που όπως δείχνουν όλες οι σχετικές εκτιμήσεις, στο μεγαλύτερο μέρος του αποστασιοποιήθηκε, χωρίς ωστόσο όμως να έχει προσανατολιστεί σε άλλες αντιμνημονιακές αντιπολιτευτικές κατευθύνσεις. Πρόκειται ακριβώς για το μισό της τότε εκλογικής του απήχησης (18% από το 36%), που ενώ έχει πάρει τις αποστάσεις του, έχει επιστρέψει σε μια ορισμένη εσωστρέφεια, απογοήτευση, κινηματική αποχή. Οι συνέπειες της μνημονιακής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορούν μόνον την ψήφιση και υλοποίηση του τρίτου μνημονίου, και οσονούπω του τετάρτου μνημονίου, αλλά και το γεγονός της αποσύνθεσης του κοινωνικού συνασπισμού που τον ανέδειξε στη διακυβέρνηση της χώρας. Ακόμη και το υπόλοιπο τμήμα της εναπομένουσας εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει ενεργά χαρακτηριστικά υποστήριξης, αλλά περισσότερο τον αντιμετωπίζει ως το «μικρότερο κακό», χωρίς να θέλει να πιστέψει τι πραγματικά γίνεται. Και αυτά χαρακτηρίζονται από πολιτική αμηχανία, η οποία όμως αργά γρήγορα θα οδηγήσει στην διαφοροποίησή τους.
Άλλωστε η φαινομένη δημοσκοπική εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ (με το δεδομένο ότι η ΝΔ δεν συσπειρώνει τη λαϊκή και εργατική δυσαρέσκεια), με το 18% έναντι του 30% της συντηρητικής παράταξης, δείχνει ένα πολύ σημαντικά υψηλό επίπεδο εκπροσώπησης, αν σκεφτεί κανείς την πλήρη ακύρωση των προγραμματικών του θέσεων και τα νομοθετήματα για την ασφάλιση, την άμεση φορολογία, τις ιδιωτικοποιήσεις, τον αυτόματο «κόφτη» δαπανών κλπ. Το νέο κύμα μέτρων που βρίσκεται επί θύραις, σίγουρα θα επιφέρει και νέο υποδιπλασιασμό της εκλογικής του επιρροής. Νομοτελειακά ο ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγηθεί στον ιστορικό εκλογικό του περιορισμό, δηλαδή στην μονοψήφια εκπροσώπηση των νέων μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας. Ούτως ή άλλως ενώ υπηρετεί την αστική πολιτική δεν διαθέτει καμιά οργανική εκπροσώπηση των αστικών και ανώτερων μικροαστικών μερίδων, ενώ δεν εμφανίζει ούτε την παραμικρή οργανική αντιστοίχηση με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, και πολύ περισσότερο με την εργατική τάξη.
Αποτελεσματική άμυνα όρος της πολιτικής αντεπίθεσης
Κι’ όλα αυτά με δεδομένο το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνον έχει αυτομολήσει από το πεδίο της αριστερής πολιτικής, εντούτοις δεν έχει μετατοπιστεί στο έδαφος της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής. Γιατί η θεώρησή του ως σοσιαλδημοκρατικού εκφυλισμού της Αριστεράς είναι εντελώς αβάσιμη, στο μέτρο που η σοσιαλδημοκρατία, για να είναι συνεπής με τον εαυτό της, διατηρεί σοβαρές εκπροσωπήσεις των οργανωμένων συνδικαλιστικών εργατικών δυνάμεων, και παράλληλα υλοποιεί ορισμένες μεταρρυθμίσεις αναδιανεμητικού χαρακτήρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτεύεται με βάση την υλική κυβερνητική του πολιτική, και όχι τον υποκριτικό πολιτικό του λόγο, ως σχηματισμός της κεντρώας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, γι’ αυτό και το νέο κύμα μέτρων που πρόκειται να υιοθετήσει θα σημάνουν την επιστροφή του στην περιθωριακή κοίτη της νέας μικροαστικής τεχνοκρατίας. Μάλιστα είναι τραγελαφικό και ακραία υποκριτικό όταν ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί, ως υποτιθέμενο κόμμα της Αριστεράς, να προσεγγίσει την «αριστερή στροφή» που καταγράφεται σε ορισμένα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα (π.χ. Τ. Κόρμπιν με το βρετανικό Εργατικό Κόμμα, Μ. Αμόν με το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα), τη στιγμή που η κυβερνητική του πρακτική τοποθετείται στα δεξιά της «αριστερόστροφης» ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (π.χ. Αφιέρωμα της Αυγής της 12-Φεβρουαρίου-2017 για τη σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη).
Ακριβώς ο σημερινός ρόλος των αντιμνημονιακών, ριζοσπαστικών, ταξικών δυνάμεων είναι να διαμορφώσουν όρους κοινωνικής συσπείρωσης και κινητοποίησης στις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις που είχαν αναδείξει τον ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση και βρίσκονται τώρα «ορφανές» από την άποψη των εκπροσωπήσεων, πρωτίστως συνδικαλιστικών και δευτερογενώς πολιτικών. Αυτό προφανώς σήμερα δεν μπορεί να γίνει και να έχει γονιμότητα με την επίκληση του «παλιού συνεπούς» ΣΥΡΙΖΑ, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτός που γνώρισε όλος ο εργαζόμενος κόσμος, η έκφραση της χρεοκοπίας της πολιτικής του «μικροαστικού εξορθολογισμού», κάτω από την σκέπη της αστικής ηγεμονίας. Ούτε βέβαια με την μεθοδολογία της απεύθυνσης στις όποιες μορφές συνδικαλιστικής εκπροσώπησης έχουν απομείνει με γραφειοκρατικούς όρους στον δημόσιο τομέα, τη στιγμή που στην ιδιωτική οικονομία έχει επικρατήσει η συνδικαλιστική έρημος.
Μια τέτοια εργατική λαϊκή κινητοποίηση στη σημερινή συγκυρία δεν μπορεί παρά να έχει στο επίκεντρό της τον μείζονα στόχο της όρθωσης αμυντικού φράγματος απέναντι στην καινούρια δέσμη μέτρων που βρίσκεται προ των πυλών (μείωση συντάξεων, αύξηση φορολόγησης, δημοσιονομικές περικοπές). Μόνον κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή συσπείρωση και κινητοποίηση (συντάξεις, φορολογικό, δημοσιονομικά) : Αν αντί για αυτό προτάξουμε την αποχώρηση από την ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ή την συνολική ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, ή την εδώ και τώρα ανάδειξη των όρων της αντικαπιταλιστικής επανάστασης, τότε είναι φανερό ότι όχι μόνον δεν θα μπορέσουμε να επιτύχουμε συσσώρευση κινηματικών δυνάμεων, αλλά θα αδικήσουμε τα μέγιστα και αυτές τις ίδιες τις αριστερές στρατηγικές. Μόνον μια νίκη του κινήματος σ’ αυτό το πεδίο μιας αποτελεσματικής αντιπολιτευτικής άμυνας μπορεί να οδηγήσει στον ευρύτερο στόχο της συνολικής ανατροπής όλων των ρυθμίσεων και των τριών μέχρι σήμερα μνημονίων, και το κίνημα να αρχίσει να προσλαμβάνει ευρύτερα επιθετικά χαρακτηριστικά (αποκατάσταση μισθών, συντάξεων, δικαιωμάτων, δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών, επιδομάτων ανεργίας κλπ.).
Αυτοί είναι οι μαζικοί κινηματικοί όροι για να μπορούν να αναδειχθούν οι εναλλακτικές προοπτικές, οι οποίες μέχρι σήμερα δεν παραμένουν παρά «σχέδια επί χάρτου». Με έναν τέτοιο ταξικό συσχετισμό δυνάμεων μπορεί να προαχθεί υλικά η παύση πληρωμών και η απαγκίστρωση από τις δημοσιονομικές και νομισματικές ρυθμίσεις της ζώνης του ευρώ, η δρομολόγηση ενός αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος με κύριο μέτωπο την αντιπαλότητα προς την ελληνική αστική τάξη. Στη βάση ενός τέτοιου κοινωνικού κινήματος μπορούν να απαντηθούν και όλες οι άλλες εναλλακτικές που προβάλλονται, αντί να αντιπροσωπεύουν βολονταριστικούς ιδεολογισμούς. Και βέβαια όσο απουσιάζει μια τέτοια δυναμική παρουσία του κινήματος, τόσο και οι πολιτικές τοποθετήσεις και σχεδιασμοί απογειώνονται σε σχέδια και προγραμματισμούς, χωρίς οργανικές σχέσεις με την υπαρκτή κίνηση του κόσμου των «από κάτω».
Η αντίληψη ότι τέτοιου είδους αλλαγές μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσα από εκλογικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες είναι εντελώς αβάσιμη, γιατί όλες οι σφυγμομετρήσεις δείχνουν την Αριστερά στάσιμη στα επίπεδα συνολικά του 10%, στο μέτρο που ο λαϊκός κόσμος ο οποίος εγκαταλείπει τις πολιτικές εκπροσωπήσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατευθύνεται προς τα «αριστερά». Αλλά και αν ακόμη μέσα από ορισμένες διαδικασίες που θα απορρέουν από τις ενδοαστικές αντιθέσεις, είτε από ενδεχόμενο δημοψήφισμα, προκύψουν εξελίξεις Grexit ή χρεοκοπίας κλπ., δεν θα είναι παρά οι δυνάμεις του αστικού μνημονιακού τόξου που θα τις χειριστούν κυβερνητικά, εφόσον δεν έχει έρθει στην επιφάνεια και δεν έχει συνεχή παρουσία ένα αντιμνημονιακό, ταξικό, ριζοσπαστικό λαϊκό εργατικό κίνημα. Έτσι αυτό που έχουμε να κάνουμε πρωτίστως ως πολιτικές δυνάμεις του αριστερού, αντικαπιταλιστικού, λαϊκού κινήματος, είναι να τροφοδοτήσουμε αυτή την κινηματική δυναμική, η οποία με την ανάπτυξή της, θα φέρει εκ νέου στο προσκήνιο τις δυνάμεις της εργασίας, δίνοντας νέους ορίζοντες και πεδία στην ίδια την Αριστερά.