Μέχρι το απόγευμα της περασμένης Τρίτης, τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο άσχημα για τον Ντόναλντ Τραμπ. Δεκαπέντε μήνες εξονυχιστικών ερευνών για τη θρυλούμενη ρωσική ανάμειξη στις αμερικανικές εκλογές του 2016 δεν είχαν αποφέρει κανένα χειροπιαστό στοιχείο και το 66% των Αμερικανών θεωρούσε ότι είχε έρθει η ώρα να κλείσει αυτή η υπόθεση.
Το ποσοστό αποδοχής του Αμερικανού προέδρου ήταν σταθερό, γύρω στο 40%, ενώ δημοσκόπηση του CBS ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου για το Κογκρέσο προέβλεπε ότι το 85% των εδρών δεν θα αλλάξουν κομματικό χρώμα. Αυτό σημαίνει ότι θα ήταν δύσκολο για τους Δημοκρατικούς να αλώσουν τη Βουλή και απίθανο να καταφέρουν το ίδιο στη Γερουσία. Επιπλέον, ο Λευκός Οίκος ήλπιζε ότι ο Πολ Μάναφορτ, επικεφαλής για ένα διάστημα της προεκλογικής εκστρατείας Τραμπ, θα αθωωνόταν εκείνο το απόγευμα από δικαστήριο της Βιρτζίνια, γεγονός που θα ενίσχυε την πίεση για τερματισμό της έρευνας Μιούλερ.
Μέσα σε λίγα λεπτά ήρθαν τα πάνω κάτω. Ο Μάναφορτ καταδικάστηκε για οκτώ από τα 18 αδικήματα του κατηγορητηρίου και κινδυνεύει να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στη φυλακή.
Το «πίτμπουλ» μίλησε
Σχεδόν ταυτόχρονα, σε μιαν άλλη δικαστική αίθουσα, στη Νέα Υόρκη, ο επί μία δεκαετία δικηγόρος του ομίλου Τραμπ, Μάικλ Κόεν, ομολογούσε την ενοχή του για παραβίαση της εκλογικής νομοθεσίας και άλλα, οικονομικής φύσης, αδικήματα. Ηταν κυρίως η ομολογία του Κόεν που μετέτρεψε την περασμένη Τρίτη στη χειρότερη μέρα του Ντόναλντ Τραμπ στους 19 μήνες της προεδρίας του.
Στον αμερικανικό Τύπο παραλλήλιζαν τον Κόεν με τον περίφημο «κονσιλιέρε», τον έμπιστο του Δον Κορλεόνε, στη θρυλική ταινία «Ο νονός». Ηταν ο άνθρωπος που εμφανιζόταν δημοσίως πρόθυμος «να δεχθεί μια σφαίρα που προορίζεται για τον Τραμπ», κάτι που του χάρισε το παρατσούκλι «το πίτμπουλ του Ντόναλντ». Πολλοί τον θυμόμαστε να απαντά με αλαζονικό ύφος, κατά την προεκλογική περίοδο, σε ερώτηση δημοσιογράφου για μια αρνητική, για το αφεντικό του, δημοσκόπηση του CNN: «Says who? » (ποιος το λέει;). Τώρα είδαμε έναν άλλο Κόεν.
Ενας συντετριμμένος άνθρωπος, με τρεμάμενη φωνή, όχι μόνο ομολογούσε τα οικονομικά του αδικήματα, αλλά «έδινε» στα λιοντάρια του Μιούλερ τον άνθρωπο που μέχρι χθες υπηρετούσε. Κατέθεσε ένορκα ότι κατέβαλε ποσά, κατ’ εντολήν Τραμπ, σε μία πορνοστάρ και σε ένα μοντέλο του Playboy που ισχυρίζονταν ότι είχαν σεξουαλικές σχέσεις μαζί του στο παρελθόν, για να εξασφαλίσει τη σιωπή τους.
Το FBI παρακολουθούσε τον Μάναφορτ –λομπίστα που είχε υπηρετήσει με το αζημίωτο και τον φιλορώσο πρόεδρο της Ουκρανίας Γιανουκόβιτς– από το 2014, την εποχή δηλαδή που ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα διεκδικήσει την προεδρία. Στις 26 Ιουλίου του 2017, ο Μιούλερ διέταξε επιδρομή του FBI στο σπίτι του Μάναφορτ. Το ίδιο συνέβη με τον Κόεν, στις 9 Απριλίου του 2018. Αν και τα στοιχεία που βρέθηκαν δεν είχαν καμία σχέση με τη ρωσική υπόθεση, ο Μιούλερ τους παρέπεμψε στη Δικαιοσύνη, υπολογίζοντας ότι θα «κελαηδήσουν» εις βάρος του Τραμπ για να ελαφρύνουν τη θέση τους.
Η πλειονότητα των έγκυρων Αμερικανών νομικών θεωρεί ότι ένας εν ενεργεία πρόεδρος δεν μπορεί να διωχθεί ποινικά. Αυτή ήταν άλλωστε η γνωμάτευση του υπουργείου Δικαιοσύνης το 1973 και το 2000 με αφορμή τις περιπτώσεις Νίξον – Ουότεργκεϊτ και Κλίντον – Λεβίνσκι. Ο μοναδικός δρόμος που απομένει είναι η παραπομπή του προέδρου με το ερώτημα της καθαίρεσης από τη Βουλή και η καταδικαστική απόφαση από τη Γερουσία, που λειτουργεί σε αυτή την περίπτωση ως ειδικό δικαστήριο. Ουδέποτε στην αμερικανική πολιτική ιστορία έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Επί του παρόντος, οι Ρεπουμπλικανοί διατηρούν την πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου. Ακόμη κι αν αλλάξουν θεαματικά οι συσχετισμοί μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου, απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων στη Γερουσία (δηλαδή, 67 γερουσιαστών σε σύνολο 100) για να εκδιωχθεί ο Τραμπ από τον Λευκό Οίκο. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται μόνο 34 πιστούς γερουσιαστές για να αποτρέψει την αποπομπή του.
Απαγορευμένη λέξη
Με αυτά τα δεδομένα, το πιθανότερο είναι ότι η τύχη του Τραμπ θα κριθεί στον πολιτικό στίβο και όχι στα δικαστήρια. Αλλωστε, ούτε οι Δημοκρατικοί θέτουν ανοιχτά ζήτημα καθαίρεσης, καθώς θυμούνται ότι οι Ρεπουμπλικανοί πλήρωσαν μεγάλο πολιτικό τίμημα για την προσπάθειά τους να λιντσάρουν πολιτικά τον Κλίντον μέσω της υπόθεσης Λεβίνσκι. Η πλειονότητα των ψηφοφόρων δεν θα καταλάβει γιατί πρέπει να καθαιρεθεί εκλεγμένος πρόεδρος μόνο και μόνο επειδή προσπάθησε να καλύψει παλιές σεξουαλικές συνευρέσεις του. Αμέσως μετά την αναγγελία της καταδίκης Κόεν, η πολύπειρη Νάνσι Πελόζι, επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Βουλή, έστειλε σε όλους τους βουλευτές του κόμματος αυστηρές οδηγίες να μην αναφέρουν τη λέξη «καθαίρεση», κρίνοντας ότι κάτι τέτοιο θα ηρωοποιούσε τον Τραμπ και θα συσπείρωνε τους Ρεπουμπλικανούς. Η κατάσταση μπορεί να αλλάξει μόνον αν προκύψουν νέα, σοβαρά στοιχεία από τις έρευνες του Μιούλερ. Ας μην ξεχνάμε ότι ο ειδικός ανακριτής έχει ήδη παραπέμψει στη Δικαιοσύνη επτά Αμερικανούς πολίτες (και 26 Ρώσους), ανάμεσα στους οποίους ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Μάικλ Φλιν και ο πρώην σύμβουλος του Τραμπ, Τζορτζ Παπαδόπουλος. Στο μεταξύ, ο δικηγόρος του Κόεν δήλωσε ότι ο πελάτης του έχει ενδιαφέροντα στοιχεία για τον Μιούλερ, άφησε μάλιστα να εννοηθεί πως ο Τραμπ γνώριζε εκ των προτέρων για την υπόθεση διαδικτυακής πειρατείας εις βάρος των Δημοκρατικών, στην προεκλογική περίοδο, και δεν ενημέρωσε τις Αρχές.
Το βέβαιο είναι ότι οι πρόσφατες εξελίξεις εξασθενίζουν πολιτικά τον Ντόναλντ Τραμπ, σε μια περίοδο οπότε κλιμακώνεται η επίθεση που του έχει κηρύξει το «βαθύ κράτος», κυρίως λόγω της πρόθεσής του να βρει ένα modus vivendi με τη Ρωσία. Δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο ότι ο δικαστικός κλοιός γύρω του άρχισε να στενεύει μετά τη συνάντησή του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στο Ελσίνκι, την οποία χαρακτήρισαν «προδοτική» σημαίνοντες παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του πρώην διευθυντή της CIA, Τζον Μπρέναν. Προ ημερών, ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε σαφώς ότι θα μπορούσε να άρει τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας αν υπάρξει μια συνεννόηση στο Συριακό (πρακτικά, αν οι Ρώσοι εξασφαλίσουν την απόσυρση των ιρανικών δυνάμεων) και στο Ουκρανικό. Μια προοπτική εξαιρετικά αβέβαιη πλέον.
*Πηγή: kathimerini.gr