Κερδίζεις δημοσκοπικά με 15% και χάνεις εκλογικά με 4,4%!

1888
ευρωπαίων

Τα «γκάλοπ» που έχουν «εισβάλει» στη ζωή μας και στον καθημερινό πολιτικό λόγο, αφορούν όρο που αποδίδει το όνομα του δημοσιογράφου και Καθηγητή Πανεπιστημίου George Gallup (Τζορτζ Γκάλοπ). Το επίθετο του Γκάλοπ έχει καταστεί συνώνυμο της δημοσκοπικής έρευνας. Εξ αυτού συνάγεται ότι o όρος «γκάλοπ» που αφορά στη δημοσκόπηση μέσω της στατιστικής μεθόδου δειγματοληπτικής έρευνας της κοινής γνώμης, αφορά «δάνειο ορολογίας» εξ αιτίας του επιθέτου του συγκεκριμένου πρωτοπόρου των δημοσκοπήσεων και ουδεμία σχέση έχει με την αγγλική λέξη «gallop» που σημαίνει τον καλπασμό του αλόγου. (Υπ’ όψιν ότι υπάρχει διαφορετική ορθογραφία στη συγκεκριμένη ομόηχη λέξη, ανάμεσα στον  Gallup και στο gallοp).

Ο ΤΖΟΡΤΖ ΓΚΑΛΟΠ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ

Η παρουσία του Γκάλοπ αναδείχθηκε στις Προεδρικές εκλογές των Η.Π.Α. το 1936, που αφορούσαν την εκλογή ανάμεσα στους: Roosvelt Landon (Ρούσβελτ – Λάντον). Στις εκλογές αυτές ο Γκάλοπ αντιπαρατέθηκε στο περιοδικό κύρους The Literary Digest. Συγκεκριμένα στις Προεδρικές αυτές εκλογές ο Γκάλοπ χρησιμοποίησε ένα δείγμα μόλις 5.000 ατόμων έναντι του προαναφερόμενου περιοδικού που χρησιμοποίησε μέσω ταχυδρομικών δελταρίων «δημοσκόπηση» 2.000.000 ατόμων! Ενώ, λοιπόν, ο Γκάλοπ χρησιμοποίησε δείγμα 400 φορές ολιγότερο από το δείγμα του περιοδικού The Literary Digest, παρά ταύτα δικαιώθηκε η πρόβλεψή του ότι θα εκλεγεί Πρόεδρος των Η.Π.Α. ο Ρούσβελτ και όχι ο Λάντον που προέβλεπε, αδιστάκτως  μάλιστα, το προαναφερόμενο περιοδικό.

Γιατί άραγε προέκυψε αυτή η επιτυχία του Γκάλοπ; H επιτυχία προέκυψε καθόσον το περιοδικό απευθυνόταν σε «συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό» που είχε κατεύθυνση προς το Λάντον, ενώ το κοινό που απευθύνθηκε ο Γκάλοπ είχε ευρεία διαστρωμάτωση.

ΚΕΡΔΙΖΕ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ…

Άξιο ειδικής αναφοράς είναι και η εκλογική αναμέτρηση των Προεδρικών εκλογών στις Η.Π.Α. του 1948 ανάμεσα στους: Truman – Dewey (Τρούμαν – Ντιούι). Ο Τρούμαν εκπροσωπούσε το κόμμα των Δημοκρατικών και ο Ντιούι το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων.

Πράγματι, ο Ντιούι (Κυβερνήτης του Κάνσας) εμφανίσθηκε με τον αέρα του αδιαμφισβήτητου νικητή ακόμη και τη βραδιά των εκλογών! Όλες οι δημοσκοπήσεις ήταν δραματικά υπέρ του Ντιούι, σε ποσοστό μέχρι και 15%! Μπορεί βεβαίως τις τελευταίες ημέρες των εκλογών να έδειχνε ότι η «ψαλίδα» έκλεινε, ωστόσο το σύνολο των δημοσκόπων και το σύνολο του Τύπου μέχρι και την ημέρα των εκλογών αποδεχόταν ως αδιαμφισβήτητο νικητή τον Ντιούι. Επ’ ουδενί δε προβλεπόταν ανατροπή! Οι δημοσκοπήσεις ήταν μακράν ακόμη και των ορίων του στατιστικού σφάλματος.

Ωστόσο, προέκυψε διαφορά νίκης του Τρούμαν με ποσοστό 4,4%! Ο Τρούμαν ανατρέποντας όλες τις δημοσκοπήσεις και όλα τα προγνωστικά επικράτησε του Ντιούι. Το εκλογικό σώμα που στήριξε την εκλογή του Τρούμαν σύμφωνα με όλες τις μετεκλογικές εκτιμήσεις οφειλόταν σε τρεις (3) σοβαρές παραμέτρους: α) στο ότι τα λαϊκά στρώματα εμπιστεύθηκαν κυρίως τον Τρούμαν έναντι του Ντιούι, β) στο ότι η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 αποτελούσε ακόμη ενεργό εφιάλτη του εκλογικού σώματος και η εμπιστοσύνη διαχείρισης της οικονομίας αφορούσε περισσότερο στο Δημοκρατικό κόμμα παρά στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα και γ) στο ότι η αντιπαράθεση δύο προσωπικοτήτων ανάμεσα στον Ντιούι και στον Τρούμαν αναδείκνυε την υπεροχή του Τρούμαν.

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΑΘ’ ΗΜΑΣ

Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα προέκυψαν από τις εκλογές του 1977, οπότε η ιστορική εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ δημοσίευσε δημοσκόπηση λίγο χρόνο πριν τις εκλογές, με απόλυτη επιτυχία αναφορικώς με την προσέγγιση του αποτελέσματος.

Έκτοτε είναι κοινός τόπος ότι στη χώρα μας λειτουργούν αρκετές εταιρείες που είναι πιστοποιημένες για να προβαίνουν σε δημοσκοπήσεις. Η κάθε μια έχει το δικό της προσωπικό και το δικό της κύρος. Αξιοσημείωτο είναι δε ότι οι δημοσκοπικές εταιρείες υπόκεινται σε δημόσια βάσανο και κριτική από την κοινή γνώμη και τους εντολείς με κριτήριο την επαλήθευση των μετρήσεων. Σε κάθε περίπτωση, ασφαλώς συγχωρούνται στατιστικά λάθη, στα παραδεκτά (όμως), όρια.

Μια δημοσκοπική εταιρεία δεν λειτουργεί μόνο στο χώρο της πολιτικής και της κομματικής δραστηριότητας, αλλά λειτουργεί και στο πλαίσιο της οικονομίας, της διαφήμισης, του υγιούς ανταγωνισμού της αγοράς, καθώς και σε προσωπικό επίπεδο ατόμων που εμπλέκονται στην πολιτική.

Βεβαίως η κοινή γνώμη ερωτάται με συγκεκριμένους τρόπους και μεθόδους, ενώ πολλές φορές είναι δυσδιάκριτη η διαφορά της «ορολογίας» ανάμεσα στη «δημοσκόπηση» και στη «σφυγμομέτρηση» της κοινής γνώμης.

Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΜΕΝΩΝ

Εν πάση όμως περιπτώσει η δημοσκοπική εταιρεία δρα στο πλαίσιο της εντολής που έχει λάβει, προκειμένου ο εντολέας να αξιοποιήσει και να αξιολογήσει τα σχετικά συμπεράσματα, ακόμη και εάν αυτά απεικονίζουν συγκεκριμένο χρόνο. Ασφαλώς δε, μέσω συγκεκριμένων μεθόδων, υπάρχουν και αναγωγές. Ζητήματα όμως δημιουργούν εξόχως σημαντικές παθογένειες που αφορούν στην συμπεριφορά των υποκειμένων που ερωτώνται και επιδρούν στο δημοσκοπικό αποτέλεσμα. Και τούτο γιατί τα φυσικά πρόσωπα ως υποκείμενα μιας δημοσκοπικής έρευνας: α) μπορεί να μην αποδεχθούν τη συμμετοχή τους στη δημοσκοπική διαδικασία και β) να μην είναι απολύτως ειλικρινή στα ερωτήματα που τίθενται. Και τούτο γιατί ακόμη και στα exit polls ο ερωτώμενος δεν είναι πάντοτε ειλικρινής για εκείνο που μόλις έχει πράξει.

Συνεπώς το στατιστικό λάθος ή άλλως πως η «αποτυχία» μιας δημοσκόπησης είναι δυνατόν να μην οφείλεται στη μεθοδολογία και στο κύρος της δημοσκοπικής εταιρείας, αλλά αντιθέτως στη σκοπιμότητα και στην ανειλικρίνεια του ερωτώμενου ή του αρνούμενου να ερωτηθεί.

Με τούτα τα δεδομένα είναι πρόδηλο, ακόμη και με τους κανόνες της κοινής πείρας, ότι μια εταιρεία δημοσκοπήσεων μπορεί να μην αποδώσει την πραγματικότητα, όχι από εσφαλμένη διαδικασία ή μεθοδολογία (ακόμη και στις λεγόμενες «μυστικές δημοσκοπήσεις»), αλλά από την ασυνεπή συμπεριφορά του υποκειμένου της έρευνας, δηλαδή του ερωτώμενου φυσικού προσώπου ή του αρνούμενου να συμπράξει, που αφήνει «χώρο υπεροχής» σε άλλους.

Τα προαναφερόμενα καταγράφονται ενταύθα χωρίς να αμφισβητούν τις γνωστές δημοσκοπήσεις, δεν αποβλέπουν στο να αποθαρρύνουν τους «προπορευόμενους» ή να ενθαρρύνουν τους «υστερούντες» των δημοσκοπήσεων, και τέλος δεν αποσκοπούν στο να ακυρώσουν το προορατικό χάρισμα του κυρίου Μπαρόζο…

Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας