Η ρωσική γλώσσα προσφέρει μεγάλες δυνατότητες δημιουργίας σύνθετων λέξεων. Και μία από αυτές, που έχει γίνει τελευταία του συρμού μεταξύ των Ρώσων δημοσιολογούντων, είναι το επίθετο “νιεντογκαβαρασπασόμπνι”. Δηλώνει τον “αφερέγγυο”, αυτόν που δεν δύναται να τηρήσει μια συμφωνία και με τον οποίο δεν αξίζει τον κόπο να διαπραγματευτείς. Χρησιμοποείται, εννοείται, στην τρέχουσα ανάλυση για τις δυνάμεις της Δύσης.
Η αφερεγγυότητα (νιεντογκαβαρασπασόμπνοστ’) είναι ιδιότητα την οποία έχουν επισήμως αποδόσει οι Ρώσοι ιθύνοντες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά φαίνεται πως το ίδιο πιστεύει πλέον η Μόσχα και για τις ηγέτιδες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε τα όσα είπε στη διαδικτυακή συνέντευξη τύπου που έδωσε την Πέμπτη ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας Σεργκέι Λαβρόφ, προαναγγέλλοντας μάλιστα την επιβολή κυρώσεων εναντίον αξιωματούχων της Γερμανίας και της Γαλλίας, σε απάντηση προς αντίστοιχες κινήσεις τους σε σχέση με την “υπόθεση Ναβάλνι”;
Με τους “αφερέγγυους” δεν καλλιεργεί κανείς πολλές προσδοκίες. Φροντίζει βέβαια να κρατά το κανάλι επικοινωνίας ανοικτό, εργάζεται για την διατήρηση ενός modus vivendi, ενδεχομένως συνάπτει επιμέρους συμφωνίες, αλλά δεν επενδύει στην μακροημέρευσή τους και δεν διατηρεί αυταπάτες για το μέλλον. Κυρίως, όμως, δεν αφήνει αμφιβολίες για την αμείλικτη “αμοιβαιότητα” που χαρακτηρίζει τις σχέσεις.
Στην περίπτωση της Γερμανίας τα μηνύματα που διαβιβάστηκαν από τη Μόσχα, δημοσίως ή πιο διακριτικά, φαίνεται πως υπήρξαν αρκούντως αυστηρά, ώστε η υπόθεση Ναβάλνι, την οποία βρέθηκε από νωρίς να χειρίζεται το Βερολίνο, να φύγει πολύ γρήγορα από το προσκήνιο. Μάλιστα ο Λαβρόφ έφτασε στο σημείο να υποστηρίζει κατά τη συνέντευξη Τύπου της Πέμπτης ότι ο γνωστός Ρώσος αντικυβερνητικός ακτιβιστής ενδεχομένως δηλητηριάστηκε κατά ή μετά τη μεταφορά του στο γερμανικό έδαφος. Σε κάθε περίπτωση, η ρωσική πλευρά αξιοποίησε το επικοινωνιακό πλεονέκτημα που της έδιναν οι διαρκείς (και αναπάντητες) εκκλήσεις για δημοσιοποίηση από την Γερμανία όλων των στοιχείων που αφορούν στην δηλητηρίαση ενός Ρώσου πολίτη.
Σε βαθύτερο επίπεδο, η ρωσική διπλωματία αντιμετωπίζει τη Γερμανία (και το δηλώνει) ως χώρα “μειωμένης κυριαρχίας”, την οποία η υπερίσχυση της ατλαντιστικής πτέρυγας της ατλαντικής ελίτ μετατρέπει σε αιχμή του δόρατος της υιοθέτησης αντιρωσικών πολιτικών στην Ε.Ε., χωρίς ωστόσο την ετοιμότητα να τις υποστηρίξει ολοκληρωμένα, ιδίως όταν έρχονται σε σύγκρουση με τα ιδιαίτερα γερμανικά συμφέροντα.
Απέναντι στη Γαλλία, πάλι, η οποία φιλοδοξεί να παίξει ρόλο “γεφυροποιού” ανάμεσα στις μεγαλύτερες πυρηνικές δυνάμεις, η Μόσχα δείχνει να υιοθετεί ένα παιχνίδι που συνδυάζει την ταπείνωση επί της ουσίας με το ρητορικό φλερτ. Διότι βεβαίως αποτελεί ταπείνωση για τη χώρα του Εμανουέλ Μακρόν, ως συμπρόεδρο της “Ομάδας του Μινσκ” και αυτοπροβαλλόμενη προστάτιδα των Αρμενίων, ο τρόπος με τον οποίο η Ρωσία επέβαλλε τον τερματισμό των (επικίνδυνων για τα συμφέροντά της, εάν παρατείνονταν) συγκρούσεων στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, χωρίς συνεννόηση με άλλους διεθνείς παίκτες, διευρύνοντας το στρατιωτικό της αποτύπωμα στον Νότιο Καύκασο και επικυρώνοντας την ήττα της φιλοδυτικής κυβέρνησης Πασινιάν στο Ερεβάν.
Εκ των υστέρων, η ρωσική διπλωματία ομνύει στην κρισιμότητα του ρόλου της Ομάδας του Μινσκ και επιφυλάσσει στη Γαλλία αλλεπάλληλες επαφές για τη “συνδιαχείριση” μιας ήδη διαμορφωμένης λύσης. Πρόκειται για μία τακτική, που αποδεικνύει τις περί “νιεντογκαβαροσπασόμπνοστ’” αντιλήψεις που πλέον κυριαρχούν στη Μόσχα για τους δυτικούς συνομιλητές της.
Κώστας Ράπτης