Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, μία από τις πιο δραστήριες νέες σκηνοθέτιδες της ελληνικής σκηνής, ανέβασε με μεγάλη επιτυχία, για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, την Άλκηστη του Ευριπίδη. Επρόκειτο για τη δεύτερη δουλειά της πάνω σε αυτό το δραματικό είδος –η πρώτη ήταν δύο χρόνια πριν με τον επίσης ευριπίδειο Ρήσο, παρουσιασμένο στο χώρο του Λυκείου του Αριστοτέλη– και για την πρώτη έλευση της στο μεγάλο θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου (28-29 Ιουλίου).
Η Άλκηστη είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα δραματικά έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, κυρίως επειδή, αν και παρουσιάζεται στο τέλος μιας τετραλογίας, σε θέση δηλαδή σατυρικού δράματος, δεν φέρει τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του δραματικού είδους. Ο Βάιος Λιαπής, σε κείμενο του προγράμματος, αναρωτιέται μάλιστα αν πρόκειται για ένα έργο που «δρασκελίζει» την τραγωδία «εντάσσοντας στοιχεία από τα άλλα δύο δραματικά είδη». Πάντως είναι αδιαμφισβήτητο πως πρόκειται για μια ακόμα από τις πολλές «αταξίες» που εγγράφονται στο έργο του ανήσυχου Ευριπίδη και η οποία μας υπενθυμίζει –υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα– την αδυναμία μας να γνωρίζουμε με επάρκεια, ακόμα και σε ένα πρώτο επίπεδο, όλα όσα βρίσκονται κρυμμένα κάτω από τις λέξεις του αρχαίου κειμένου.
Χαρακτηριστικά της τραγωδίας, του σατυρικού δράματος και της κωμωδίας συνυφαίνονται, λοιπόν, στην πλοκή της Άλκηστης. Ο Απόλλων έχοντας εξαναγκαστεί από τον Δία να υπηρετήσει τον Άδμητο, βασιλιά των Φερών, ως κοινός θνητός, στο τέλος της παραμονής του εκεί, και αφού έχει εκτιμήσει τη συμπεριφορά του βασιλιά, αποφασίζει να τον ανταμείψει. Του δίνει την ευκαιρία να διαφύγει τον πρόωρο θάνατό του εφόσον βρει έναν «εθελοντή» αντικαταστάτη. Η άρνηση του καθενός από τους γονείς του να πάρει τη θέση του και η συνακόλουθη κίνηση της νεαρής συζύγου του Άλκηστης να τον υποκαταστήσει αυτοθυσιαζόμενη, εγείρει ποικίλα θέματα για συζήτηση πάνω σε ένα έντονης χροιάς σοφιστικό υπόβαθρο. Η έλευση του Ηρακλή στο σπίτι του φίλου του Άδμητου, ακριβώς τη μέρα του θανάτου της Άλκηστης, η φιλοξενία που του προσφέρεται χωρίς να του αποκαλυφθεί αρχικά το πένθος και τέλος η απόφαση του ημίθεου, όταν πια πληροφορείται το τέλος της Άλκηστης, να δώσει μάχη για να τη φέρει πίσω στη ζωή, ολοκληρώνουν με τον τρόπο τους πολλαπλά τον αμφίσημο χαρακτήρα του έργου. Όχι μόνο αναρωτιέται κανείς για την ειλικρίνεια των προθέσεων των δραματικών προσώπων σχετικά με τις επιλογές και τις πράξεις τους, αλλά και για την ίδια τη μορφή της Άλκηστης, που επιστρέφει καλυμμένη με πέπλο και αμίλητη, παραπέμποντας περισσότερο σε ένα είδωλο παρά ένα ζωντανό πλάσμα.
Η Ευαγγελάτου κατάφερε να δώσει μια άρτια παράσταση σε όλα τα επίπεδα. Η δραματολογική προσέγγιση που παρουσιάζεται στο πλούσιο σε υλικό πρόγραμμα υπήρξε υποδειγματική και υποστηρίχθηκε στο ακέραιο από τη σκηνοθεσία. Σε ένα περιβάλλον μεταιχμιακό, «ανάμεσα σε γη και ουρανό» ή καλύτερα ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, λαμβάνει χώρα η δράση, κι αυτό υποστηρίζεται αφενός από τον αλλόκοσμο φωτισμό της παράστασης (είχε κάτι από το σκοτεινό φως του δαντικού limbo) και τον ήχο της ζωντανής μακρόσυρτης μουσικής με τις ενίοτε μικρές παραμορφώσεις, και αφετέρου από την εκφορά του λόγου των ηθοποιών σε συνδυασμό με την κίνηση τους, όλα στο όριο του κωμικού. Στη σκηνή κυριαρχεί ένας χωμάτινος τύμβος που τον σκάβουν δύο εργάτες στην κορυφή του (όση ώρα το θέατρο γεμίζει από θεατές), ενώ στο βάθος το παλάτι ταυτίζεται με τους θεμέλιους λίθους του επιδαύρειου σκηνικού οικοδομήματος (στη σκηνή της Ελευσίνας υπήρχε αντίστοιχη κατασκευή).
Ήρωες, θνητοί, θεοί και, γιατί όχι, θεατές, λοιπόν, καλούνται να κινηθούν σε μια διάσταση ονειρική, σχεδόν εφιαλτική, πέρα από το χωροχρόνο της τραγωδίας, του σατυρικού δράματος ή της κωμωδίας, δημιουργώντας μια νέα τέταρτη οπτική απέναντι στα αιώνια ζητήματα που πραγματεύεται το έργο. Ο υπερφίαλος Απόλλων (παρουσιασμένος ως pop idol των τελών της δεκαετίας του 1960), ο γραφειοκράτης Θάνατος (με κοστούμι υπαλλήλου σε γραφείο τελετών), ο δικτατορίσκος Άδμητος (που αλλάζει στρατιωτική στολή ανάλογα με την περίσταση), η άμωμη –σχεδόν μη ρεαλιστική– Άλκηστη (μέσα στα λευκά και τα παλ ενδύματα της), ο ακατέργαστος και βουλιμικός Ηρακλής (ως μασίστας ή φιγούρα της commedia dell’ arte) και ο χορός των πολιτών (στρατιώτες, αναρχικοί, διανοούμενοι), όλοι τους εμφανίζονται μαριονέτες της εξουσίας, που οι ίδιοι είτε επέβαλαν είτε συντηρούν με τον τρόπο τους· στην πραγματικότητα φέρουν εκείνη την όψη που αποτυπώνει ταυτόχρονα το τραγικό και το κωμικό στοιχείο της ζωής και τη λεπτή ειρωνεία που τα ενοποιεί στο αδιαίρετο σώμα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Όμως, αυτή η παράσταση δεν ξεχωρίζει επειδή απλώς υπηρετείται «η άλλη ματιά» ενός έργου που αρνείται πεισματικά να ενταχθεί σε μια από τις τρεις επίσημα αναγνωρισμένες κατηγορίες δράματος· η γοητεία της έγκειται στον μαγικό τρόπο που η σκηνοθέτις κατάφερε να χρησιμοποιήσει το έμψυχο και άψυχο υλικό της και να αποδώσει σε υψηλούς ποιητικούς τόνους την κάθε πτυχή της νέας προσέγγισης σε πρακτικό-εμπειρικό επίπεδο. Από την παράσταση ξεχωρίζει ως κορυφαία σκηνή κατά την οποία τα μέλη του Χορού ανεβαίνουν, ακολουθώντας μια ευφάνταστη χορογραφία, επαναλαμβανόμενα και ατάκτως τις πλαγιές του τύμβου, και πέφτουν πίσω «κτυπημένοι» από τους ήχους της μουσικής που μοιάζει να τους «πυροβολεί». Μια σισύφεια κίνηση που παγιδεύει τον ανθρώπινο χρόνο και τη δράση στο διηνεκές μιας κωμικοτραγικής (και επιμελώς) παραγνωρισμένης πραγματικότητας. Τέλος ευρηματικότατη στη σύλληψη και απόδοσή της είναι η σιωπηρή παρουσία της ηρωίδας μετά το θάνατό της: μια άνευρη κούκλα-είδωλο, που περιφέρεται (άψυχη) στα χέρια της οικογένειας και των πολιτών ακόμα κι όταν ο Ηρακλής τη φέρνει «ζωντανή» στη σκηνή.
Όλοι οι συντελεστές, υπηρέτησαν με αφοσίωση το όραμα της σκηνοθέτιδας γοητεύοντας το κοινό τους: Κώστας Βασαρδάνης (Απόλλων), Σωτήρης Τσακομίδης (Θάνατος), Ερρίκος Μηλιάρης (Υπηρέτης), Κίττυ Παϊταζόγου (Άλκηστη), Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος (Άδμητος), Δημήτρης Παπανικολάου (Ηρακλής), Γιάννης Φέρτης (Φέρης). Εύα Μανιδάκη (σκηνικά), Βασιλική Σύρμα (κοστούμια), Πατρίσια Απέργη (κίνηση), Γιώργος Πούλιος (μουσική), Σίμος Σαρκετζής (φωτισμοί), Μελίνα Παιωνίδου (μουσική διδασκαλία). Υπέροχοι ήταν επίσης οι δεκατρείς χορευτές της παράστασης και οι τέσσερις μουσικοί.
Ναταλί Μηνιώτη
Διδάκτωρ Θεατρολογίας