Την καταδίκη της Ελλάδας για τις συνθήκες διαβίωσης πέντε ασυνόδευτων ανηλίκων από το Αφγανιστάν αποφάσισε ομόφωνα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Οι αιτούντες εισήλθαν το 2016 στην Ελλάδα, με ηλικία από 14 έως 17 ετών, ως ασυνόδευτοι. Όπως δήλωσαν, έφυγαν από τη χώρα τους γιατί φοβούνταν για τη ζωή τους ως μέλη της θρησκευτικής μειονότητας των Ισμαηλιστών. Τον Φεβρουάριο του 2016 συνελήφθησαν από την αστυνομία, εκδόθηκαν διαταγές για την απέλασή τους και τους δόθηκε ένας μήνας για να εγκαταλείψουν την ελληνική επικράτεια. Κάποιοι από αυτούς επιχείρησαν να διασχίσουν τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ, αλλά συνελήφθησαν.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συνθήκες κράτησης τριών από τους αιτούντες σε αστυνομικά τμήματα είχαν ως αποτέλεσμα την ταπεινωτική μεταχείρισή τους και μπορούσαν να προκαλέσουν σε αυτούς αισθήματα απομόνωσης από τον έξω κόσμο με δυνητικά αρνητικές επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία τους. Σημείωσε ότι η τοποθέτησή τους στα αστυνομικά τμήματα ισοδυναμεί με στέρηση της ελευθερίας τους, καθώς η ελληνική κυβέρνηση δεν εξήγησε γιατί τοποθέτησε τους αιτούντες εκεί, αντί εναλλακτικής προσωρινής διαμονής.
Επίσης, έκρινε ότι οι Αρχές δεν είχαν πράξει ό,τι ήταν δυνατόν για να προστατεύσουν τέσσερις από τους αιτούντες, οι οποίοι είχαν ζήσει για έναν μήνα στο καμπ της Ειδομένης, σε ένα περιβάλλον ακατάλληλο για εφήβους. Αναγνώρισε ότι ο καταυλισμός της Ειδομένης ήταν εξολοκλήρου εκτός του ελέγχου των κρατικών Αρχών, αλλά έκρινε ότι η επέκταση του καμπ και η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης οφείλονταν -σε κάποιο βαθμό- στον χρόνο που χρειάστηκε το κράτος για να διαλύσει τον καταυλισμό και ιδιαίτερα στο γεγονός ότι δεν παρείχε τους αναγκαίους πόρους για την ελάφρυνση της ανθρωπιστικής κρίσης στην περιοχή.
Το Δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των 4.000 ευρώ σε έναν αιτούντα και 6.000 ευρώ για κάθε έναν από τους άλλους τέσσερις αιτούντες, καθώς και 1.500 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα.