Η βία κατά των γυναικών, δυστυχώς, είναι ένα ευρύτατα διαδεδομένο φαινόμενο σε όλες τις κοινωνίες και είναι ανεξάρτητο από περιβάλλον, ηλικία, κοινωνική θέση, μορφωτικό ή οικονομικό επίπεδο. Πολλοί την υποτιμούν ή τη θεωρούν προσωπικό πρόβλημα που δεν μπορεί να ενταχθεί στη δικαιοδοσία του νομικού συστήματος, παρά τα συγκλονιστικά στατιστικά στοιχεία.
Σύμφωνα με έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μία στις τρεις γυναίκες έχει υποστεί σωματική βία, σεξουαλική βία, ή και τις δυο μορφές βίας από την ηλικία των 15 ετών και έπειτα. Το 55% των γυναικών έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με μία ή περισσότερες μορφές σεξουαλικής παρενόχλησης, ενώ το 11% έχει υποστεί ψηφιακή παρενόχληση. Μία στις είκοσι έχει βιαστεί.
Σύμφωνα με την πρόσφατη εκστρατεία ενημέρωσης της Διεθνούς Αμνηστίας, σε όλον τον κόσμο, έχουν αυξηθεί σημαντικά οι αναφορές περιστατικών βίας κατά γυναικών και κοριτσιών κατά τη διάρκεια της καραντίνας και των άλλων περιοριστικών μέτρων λόγω πανδημίας, τα οποία ανάγκασαν πολλές γυναίκες να παραμείνουν παγιδευμένες στο ίδιο σπίτι με τους καταπιεστές τους ή δεν τους επέτρεψαν να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες στήριξης και ασφάλειας.
Σήμερα, παρά τη θεσμική κατοχύρωση ίσων δικαιωμάτων μεταξύ ανδρών και γυναικών, η βία κατά των γυναικών εξακολουθεί να συνιστά μια ζοφερή πραγματικότητα που συντελεί στην καταπάτηση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους (δηλαδή του δικαιώματος στην ζωή, στην ελευθερία, στη σωματική ακεραιότητα, στην ασφάλεια, στην αξιοπρέπεια), αναδεικνύοντας την ανισότητα των φύλων.
Στον πυρήνα της, η βία κατά των γυναικών και των κοριτσιών είναι η εκδήλωση μιας βαθιάς έλλειψης σεβασμού, μιας αποτυχίας των ανδρών να αναγνωρίσουν την εγγενή ισότητα και αξιοπρέπεια των γυναικών. Συνδέεται άμεσα με τα στερεότυπα που πηγάζουν από την ανισότητα των φύλων και την πατριαρχική δομή της κοινωνίας, συχνά στιγματίζοντας το θύμα και όχι τον ένοχο-θύτη, διαμορφώνοντας τη συλλογική ανεκτικότητα απέναντι σε πράξεις ηθικά και ποινικά κολάσιμες.
Για πολλές γυναίκες, η βία είναι η καθημερινότητα τους. Συνήθως, οι γυναίκες που δέχονται βία αισθάνονται ντροπή και νιώθουν υπεύθυνες οι ίδιες για την κατάσταση που βιώνουν. Έχουν μειωμένη αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση και δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό δεν είναι κάτι αποδεκτό. Ωστόσο, δεν είναι πάντα εύκολο να αντιληφθούν ότι βρίσκονται σε μια κακοποιητική σχέση. Το πρώτο βήμα για τη λύση του προβλήματος είναι να το αναγνωρίσουν.
Με τη σιωπή δεν μπορεί να νικηθεί η βία. Δεν πρέπει κανένας θύτης να υπολογίζει στη σιωπή του θύματος. Χρειάζεται μεγάλο θάρρος από όσες γυναίκες έχουν υποστεί κακοποίηση και διστάζουν να μιλήσουν, μπροστά στο φόβο των συνεπειών από την καταγγελία και τη δημοσιοποίηση.
Δεν πρέπει να λησμονούμε, πως για να εξαλειφθεί ένα πρόβλημα, πρέπει να χτυπηθεί στη ρίζα του, κάτι που δεν είναι άλλο από την πρόληψη. Βασικός πυλώνας για αυτό είναι η εκπαίδευση και η παιδεία, η οποία πρέπει να ξεκινά από τις πολύ τρυφερές ηλικίες, προκειμένου να εξαλειφθούν πρωτίστως τα διάφορα κοινωνικά στερεότυπα.
Επίσης, η αυστηρή εφαρμογή του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου και η δημιουργία υποστηρικτικού περιβάλλοντος για τις γυναίκες που έχουν υποστεί ή υφίστανται κακοποίηση, είναι η μόνη οδός. Θα πρέπει να υπάρξει εγρήγορση από τις αρμόδιες κρατικές αρχές (αστυνομία, δικαστικές αρχές ,στελέχη προνοιακών και κοινωνικών δομών κ.λ.π.),ώστε να εφαρμόζουν τους ισχύοντες νόμους, να σέβονται και να διασφαλίζουν τα δικαιώματα των ατόμων που είναι θύματα έμφυλης βίας.
Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρξει θεσμική αναγνώριση του όρου της γυναικοκτονίας, καθώς ο ισχύων Ποινικός Κώδικας δεν καλύπτει την έμφυλη και κοινωνική διάσταση του φαινομένου, τις διακρίσεις ,την ανισότητα και την ανισορροπία δύναμης που αποτελούν δομικά στοιχεία των γυναικοκτονιών, ενός φαινομένου που στα χρόνια της πανδημίας εξελίσσεται σε μάστιγα στην Πατρίδα μας.
Τέλος, είναι επιτακτική ανάγκη η ελληνική Πολιτεία να προχωρήσει στην ίδρυση ενός μηχανισμού παρακολούθησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των γυναικών. Θα πρόκειται για ένα ανεξάρτητο θεσμικό όργανο, που θα έχει διακομματική συναίνεση, θα συγκροτείται από ανθρώπους εγνωσμένου κύρους και εμπειρίας και θα είναι επιφορτισμένο να παρακολουθεί περιστατικά ανισότητας φύλων, έμφυλης βίας, παραβιάσεις της ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας και να καταρτίζει προτάσεις για την εξάλειψη παρόμοιων φαινομένων.
Η εξάλειψη του φαινομένου της βίας μας αφορά όλες και όλους. Είναι η κοινωνία που -πρωτίστως- πρέπει να ευαισθητοποιηθεί, ώστε να πάψει να ανέχεται την άσκηση της βίας εναντίον των γυναικών και βέβαια να λειτουργήσει εναντίον των δραστών, όπως και εναντίον του σεξισμού και της περιφρόνησης των γυναικών.
Θάνος Κάλλης
Δικηγόρος-Ιστορικός