Κάθε γενιά βλέπει τον κόσμο να αλλάζει. Τους τελευταίους δύο αιώνες με γεωμετρική πρόοδο. Στις αρχές του 20ού αιώνα κυκλοφόρησαν τα αυτοκίνητα σε μαζική κλίμακα, μετά τα τηλέφωνα, ο κόσμος άλλαξε. Λίγο πιο μετά έσκασε μύτη η πυρηνική ενέργεια, να και η τηλεόραση, ο κόσμος άλλαξε. Πριν να τελειώσει ο αιώνας βγήκαμε στο διάστημα και εξερράγη η επανάσταση της πληροφορικής, ο κόσμος άλλαξε – τις τελευταίες δεκαετίες
η κάθε γενιά βλέπει τον κόσμο να αλλάζει όχι μία, αλλά δύο και τρεις φορές. Ο ρυθμός των αλλαγών επιταχύνεται, όλο και επιταχύνεται. Χωρίς να είναι βέβαιον αν ο «προγραμματισμός» του homo sapiens του επιτρέπει να παρακολουθεί με τέτοια ταχύτητα τις αλλαγές που ο ίδιος ακόμα ταχύτερα προκαλεί.
Καμιά φορά ο χρόνος σταματά. Όπως, ας πούμε σε ένα επαρχιακό καφενείο σ’ έναν ξένο τόπο. Όπου ένας ταξιδιώτης φερ’ ειπείν, θα μπορούσε να νιώσει θαλπωρή και ταυτοχρόνως μοναξιά. Αλλά πάλι, είναι δυνατόν να νιώσει το ίδιο και σε ένα οικείο καφενείο, στη δική του πόλη ή τη δική του γειτονιά στη μεγαλούπολη. Μυστήριο συναίσθημα, μπορείς να το νιώσεις ομοίως όταν είσαι 25 χρονώ ή 55, δεν μπορείς να το αναλύσεις – και ούτε χρειάζεται να τα αναλύεις όλα.
Από παιδί εκτός από τα καφενεία μου άρεσαν και τα συνεργεία. Στα καφενεία ιδίως τις ώρες πριν απ’ τον ερχομό των ανθρώπων, όταν όλα έμοιαζαν έτοιμα να μεταμορφωθούν στο πρέπον και το αναμενόμενο για την υποδοχή τους – η μυρωδιά του καφέ και της ζάχαρης, η μυρωδιά του νερού πάνω στα φρεσκοπλυμένα φλιτζάνια, το ούζο, η ντομάτα, το αγγουράκι. Και όντως, όλα άλλαζαν μόλις εμφανίζονταν οι άνθρωποι. Τα γέλια, οι φωνές ή τα πειράγματα, ο βαρύς καημός ή κάποιο πένθος, το ανολοκλήρωτο, το ξενιτεμένο, ο πόθος και η παραίτηση – όλα αυτά
κι άλλα πολλά έδιναν στον καφέ, την μπύρα ή το ούζο άλλη γεύση σε κάθε στόμα. Ώς το βράδυ. Όπου η μυστική τελετουργία της νύχτας μέσα στο κλειστό καφενείο επανέφερε τις μαριονέτες στη θέση τους για την ανασύνθεση που χρειάζονταν τα σχήματα, οι κινήσεις και οι μυρωδιές ώστε να δώσουν την επόμενη παράσταση, όταν θα ξημέρωνε με το καλό πάλι η ημέρα. Για να καταλάβετε τι εννοώ, δεν είναι ίδιες ούτε μοιάζουν μια πρέφα Τετάρτη απόγευμα και μια πρέφα Κυριακή πρωί.
Το ίδιο μου άρεσαν και τα συνεργεία. Όχι πως έμαθα ποτέ τις μηχανές, ούτε νέος ούτε τώρα. Δεν μου άρεσε τότε, όπως και σήμερα, να λερώνω τα χέρια μου με τα σίδερα, τα λάδια, τα πετρέλαια, όπως ούτε και να πιάνω το χώμα στα χωράφια. Όμως με τους μουντζούρηδες και τους γεωργούς ένιωθα μέσα μια περιοχή ελευθερίας, μακριά απ’ τις συντεταγμένες του οίκου και του σχολείου τότε, ή του
γραφείου και των συναναστροφών σήμερα. Ένιωθα τότε, όπως νιώθω και σήμερα, μια αύρα ελευθερίας στα συνεργεία όπου ένα αυτοκίνητο θα έπρεπε να επισκευασθεί και να ξανασταθεί στα πόδια του – αυτήν την ελευθερία της πειθαρχίας που δεν αμφιβάλλει για τον στόχο της. Το ίδιο
και στο χωράφι, όπου η γεωμετρία του μας μαθαίνει τη σοφία των ανθρώπων που δεν ξέρουν τις λέξεις για να τις πουν, αλλά τις έχουν για να νιώθουν. Άρρητα πράγματα, αλλά ποιος από μας δεν τα συνάντησε, ποιος δεν αναπαύθηκε στην αλήθεια τους. Μεγαλώνοντας κανείς επιστρέφει στα παλιά
σαν να πηγαίνει εκδρομή. Κλέβεις από τις αναμνήσεις σου όπως κλέβεις το ίδιο και από ανύποπτους πλησίον – οικείους και ξένους – τους τρόπους για να κρατήσεις το νήμα που διαπερνά όλα όσα αλλάζουν γύρω σου κι ενίοτε μέσα σου.
Γιατί σας τα γράφω όλα αυτά; δεν έχω ιδέα. Ίσως για να σας διηγηθώ μια ιστορία του πατέρα μου, που φανταράκι στον πόλεμο έφθασε μια νύχτα με χιονιά στη Φλώρινα, οδηγώντας ένα λεωφορείο της Αεροπορίας που μετέφερε δύο χειριστές και τρεις σμηνίτες. Φως
απ’ το παράθυρο ενός καφενείου, η ώρα αργά, μπήκαν μέσα πεινασμένοι, τους έβαλε ο καφετζής τσίπουρο και μεζέ, ανάμεσα και τρεις κόκκινες πιπεριές, άμαθοι οι νότιοι τις δάγκωσαν και τους έφαγε το μαύρο φίδι. «Κρέμασε το στόμα τους» και σαν δαίμονες πετάχθηκαν έξω στο χιόνι να σβήσουν με αυτό τη φωτιά της κόλασης που τους έκαιγε μύτη, μάτια, στόμα και μυαλό.
Ο πατέρας μου έλεγε αυτήν την ιστορία έτσι χωρίς λόγο, χωρίς παραβολές ή συμβολισμούς. Έτσι ήταν οι περισσότερες ιστορίες των παλιών, σχεδόν χωρίς αρχή ή τέλος, χωρίς στόχευση, έτσι στο ήσυχο, λέγονταν απλώς διότι είχαν συμβεί…
Πηγή: topontiki.gr