Ο μέχρι πρότινος σύμβουλος εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ Τζον Μπόλτον διένυσε όλη του την καριέρα συνηγορώντας υπέρ μιας στρατιωτικής επέμβασης στο Ιράν. H ειρωνεία της τύχης θέλησε λίγες μέρες μετά την αποπομπή του από τον Ντόναλντ Τραμπ αυτό να έχει γίνει περισσότερο πιθανό από ποτέ.
Η επίθεση το Σάββατο εναντίον των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων στο Αμπκάικ και το Χουράις που είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστεί κατά το ήμισυ η παραγωγή της Σαουδικής Αραβίας επιταχύνει δραματικά τις εξελίξεις. Την ευθύνη ανέλαβαν οι σιίτες αντάρτες Χούθι της Υεμένης, τους οποίους σφυροκοπούν επί πενταετία η Σαουδική Αραβία και οι σύμμαχοί της, υποστηρίζοντας ότι εξαπέλυσαν drones (και μάλιστα δέκα τον αριθμό), όπως έχουν πράξει και στο πρόσφατο παρελθόν.
Ωστόσο σύντομα ξέσπασε η μάχη των εναλλακτικών αφηγημάτων. Μολονότι, το ανακοινωθέν της τηλεφωνικής επικοινωνίας του Ντόναλντ Τραμπ με τον Σαουδάραβα βασιλιά Σαλμάν δεν αναφέρει κάτι σχετικό, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικλ Πομπέο έσπευσε να ενοχοποιήσει το Ιράν, ενώ τόσο ο ίδιος όσο και μη κατονομαζόμενοι αξιωματούχοι της Ουάσιγκτον αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο η επίθεση να προήλθε όχι από τους Χούθι, αλλά από φιλοϊρανούς σιίτες πολιτοφύλακες του Ιράκ ή την ίδια την Ισλαμική Δημοκρατία. Παράλληλα, γίνεται πλέον λόγος για επίθεση με πυραύλους και όχι με drones.
O Αμερικανός μεσανατολιστής καθηγητής Χουάν Κόουλ επιμένει ότι οι Χούθι είναι οι πιθανότεροι δράστες διότι και έχουν την επιχειρησιακή ικανότητα (προηγούμενη επίθεσή τους έπληξε εγκαταστάσεις της Aramco στο Duwadimi, 853 μίλια από την πρωτεύουσα της Υεμένης Σανάα) και το κίνητρο, ως κάποιοι που τα παίζουν όλα για όλα. Αντίθετα, οι Ιρακινοί σιίτες πολιτοφύλακες δεν έχουν, παρά την εχθρότητά τους για τους Σαούντ, αρκετούς λόγους για να ρισκάρουν τα όποια αντίποινα. Ακόμη και στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ την περίοδο 1980-1981 οι εκατέρωθεν πετρελαϊκές εγκαταστάσεις είχαν μείνει εκτός βολής.
Κατά τον ίδιο αναλυτή, το Ισραήλ έχει κάθε συμφέρον να διοχετεύσει πληροφορίες με τις οποίες να αποστρέψει το ενδιαφέρον από την σύγκρουση στην Υεμένη, όπου δεν έχει εμπλοκή, προς το “σιιτικό τόξο” στο Ιράν και το Ιράκ που συνιστά πλησιέστερη πρόκληση για το εβραϊκό κράτος.
Τα πράγματα καθιστά πολύ πιο περίπλοκα η (ως συνήθως, μη προβλέψιμη) στάση του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος με ανάρτησή του στο Twitter το ξημέρωμα της Δευτέρας (ώρα Ελλάδος) σημείωσε: “Υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε τον ένοχο, είμαστε έτοιμοι και οπλισμένοι (loaded and locked) με βάση τις επαληθεύσεις, αλλά περιμένουμε από το Βασίλειο να μας πει ποιος πιστεύει ότι είναι ο ένοχος αυτής της επίθεσης και υπό ποιους όρους θα δράσουμε!”.
Το loaded and locked είναι βέβαια ορολογία επικείμενου στρατιωτικού πλήγματος – όμως η ρητορική του Τραμπ δεν αποτελεί ασφαλή οδηγό. Από την άλλη πλευρά, σε τηλεφωνική επικοινωνία το Σάββατο με τον ομόλογό του των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων Μοχάμαντ μπιν Ζάγεντ, ο διάδοχος του σαουδαραβικού θρόνου Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν τόνισε ότι “το Βασίλειο έχει την ικανότητα να αντιμετωπίσει αυτή την τρομοκρατική επίθεση”. Το ίδιο μήνυμα, που δείχνει να αποθαρρύνει την ανάμιξη τρίτων, έστειλε σε συνδιάλεξή του με τον Εμίρη του Κουβέιτ ο βασιλιάς Σαλμάν.
Από την πλευρά του το Ιράν, όχι μόνο διέψευσε την εμπλοκή του στις επιθέσεις του Σαββάτου, αλλά διαμήνυσε δια του επικεφαλής των αεροπορικών δυνάμεων των Φρουρών της Επανάστασης ταξιάρχου Αμίρ Αλί Χατζιζαντέ ότι οι στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στην περιοχή (Κατάρ, ΗΑΕ) αλλά και τα πολεμικά τους σκάφη, συμπεριλαμβανομένων των αεροπλανοφόρων βρίσκονται στο στόχαστρο των εξελιγμένων ιρανικών βαλλιστικών συστημάτων, σε βεληνεκές 2.000 μέτρων.
Οι αγορές εκδήλωσαν την ανησυχία τους εκτινάσσοντας σήμερα την τιμή του μεν Μπρεντ στα 66,30 δολάρια ανά βαρέλι (με αύξηση κατά 10%) και του αμερικανικού ελαφρού αργού στα 59,79 δολάρια (+9%), στο υψηλότερο επίπεδο από τον Μάιο.
Ο Αμερικανός πρόεδρος δηλώνει έτοιμος να αξιοποιήσει τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου των ΗΠΑ, ώστε να σταθεροποιηθεί η αγορά. Την ίδια στιγμή, αδιευκρίνιστη παραμένει, λόγω των αυστηρών περιορισμών στην ενημέρωση, η πραγματική έκταση του πλήγματος που έχει δεχθεί η σαουδαραβική παραγωγή.
Το Ριάντ έχει λόγους τόσο να υποβαθμίσει επικοινωνιακά την κατάσταση (ώστε να μην κλονισθεί η αξιοπιστία του ως εξαγωγέα), όσο αντιθέτως και να την διογκώσει (για την εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών του βλέψεων, αλλά ενδεχομένως και την πρόκληση μιας μίνι πετρελαϊκής κρίσης που θα διευκόλυνε την προγραμματισμένη δημόσια εγγραφή της Aramco).
Το διεθνές σύστημα, πάντως, είναι πολύ αμφίβολο αν μπορεί σε συνθήκες επαπειλούμενης ύφεσης λόγω εμπορικών πολέμων να αντέξει και ένα σοκ στις τιμές του μαύρου χρυσού.