Η Iskra παραθέτει το άρθρο των Nouriel Roubini και Brunello Rossa για το ζήτημα της θέσης της Ιταλίας στην ευρωζώνη.
Είναι προφανές ότι η σύνταξη της Iskra διαφωνεί με βασικά αναλυτικά εργαλεία και συμπεράσματα του άρθρου, θεωρεί, όμως, ότι ο προβληματισμός των δυο διακεκριμένων εκφραστών της “αιρετικής”, καμιά φορά, αλλά κατεστημένης οικονομικής σκέψης των δυο αρθρογράφων, μπορεί να φανεί υποβοηθητικός και χρήσιμος για τους αναγνώστες μας.
Ολόκληρο το άρθρο των Roubini – Rossa έχει ως εξής:
Roubini και Rossa: Το πάθημα της Ελλάδος, μάθημα για την Ιταλία, δεν θα φύγει από το ευρώ
Η ανάληψη της εξουσίας από μια ευρωσκεπτική κυβέρνηση της Lega North και του Κινήματος 5 Αστέρων M5S στην Ιταλία έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον των επενδυτών αναφέρουν σε άρθρο που συνυπογράφουν ο γνωστός οικονομολόγος Nouriel Roubini και ο ιταλός οικονομολόγος του πανεπιστημίου London School of Economics Brunello Rosa στο Project Syndicate.
Όπως αναφέρουν υπάρχουν ακόμη και φόβοι ότι η Ιταλία θα μπορούσε να προκαλέσει μια ακόμα παγκόσμια οικονομική κρίση, ειδικά εάν μια νέα εκλογική αναμέτρηση θεωρηθεί ως de facto δημοψήφισμα για το ευρώ.
Ακόμη και πριν από τις εκλογές της Ιταλίας τον Μάρτιο του 2018, κατά τις οποίες το λαϊκιστικό Κίνημα Πέντε Αστέρων (M5S) και το ακροδεξιό κόμμα Λέγκα του Βορά που κατέγραψαν συνδυαστικά κοινοβουλευτική πλειοψηφία, είχαμε προειδοποιήσει, αναφέρουν Rubini και Rossa, ότι η αγορά ήταν πολύ εφησυχασμένη.
Η Ιταλία βρίσκεται τώρα σε κάτι περισσότερο από μια μοναδική πολιτική κρίση.
Πρέπει να αντιμετωπίσει το βασικό εθνικό δίλημμα, εάν θα παραμείνει δεσμευμένη στο ευρώ ή εάν θα προσπαθήσει να ανακτήσει την οικονομική, πολιτική και θεσμική της κυριαρχία.
Οι δύο οικονομολόγοι εκτιμούν ότι η Ιταλία θα συμβιβαστεί και θα παραμείνει στην ευρωζώνη βραχυπρόθεσμα, μόνο για να αποφευχθεί η ζημιά που θα προκαλούσε μια πλήρης ρήξη με τις Βρυξέλλες.
Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, η Ιταλία θα μπορούσε να μπει όλο και περισσότερο στον πειρασμό να εγκαταλείψει το ενιαίο νόμισμα.
Από τότε που η Ιταλία επέστρεψε στον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών το 1996 – μετά την αποχώρησή της από το 1992 – παρέδωσε τη νομισματική κυριαρχία της στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Σε αντάλλαγμα, απολαμβάνει πολύ χαμηλότερο πληθωρισμό και κόστος δανεισμού, με αποτέλεσμα τη δραματική μείωση των τοκοχρεολυσίων που πλήρωνε από το 12% του ΑΕΠ στο 5% για το δημόσιο χρέος της.
Ωστόσο, οι Ιταλοί από καιρό δεν αισθάνονται άνετα την έλλειψη μιας ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής και αυτή η αίσθηση του χαμένου ελέγχου έχει σταδιακά επισκιάσει τα πλεονεκτήματα της ένταξης στο ευρώ.
Η υιοθέτηση του ευρώ είχε τεράστιες επιπτώσεις για τα εκατομμύρια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ιταλία που κάποτε βασίζονταν στην περιοδική υποτίμηση του νομίσματος για να αντισταθμίσουν τις ανεπάρκειες του ιταλικού οικονομικού συστήματος και να παραμείνουν ανταγωνιστικές.
Οι ανεπάρκειες είναι γνωστές.
Δυσκαμψία στην αγορά εργασίας, χαμηλές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη, υψηλά επίπεδα διαφθοράς και φοροδιαφυγής καθώς και δυσλειτουργικό και δαπανηρό νομικό σύστημα και δημόσια γραφειοκρατία.
Ωστόσο, αρκετές γενιές ιταλιών πολιτικών ηγετών ανέφεραν «εξωτερικό περιορισμό» και όχι εγχώρια αναγκαιότητα, όταν προωθούνταν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνταν για την ένταξη της χώρας στο ευρώ, ενισχύοντας έτσι την αίσθηση ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν επιβληθεί στην Ιταλία.
Η απώλεια της νομισματικής κυριαρχίας σημαίνει ότι υπάρχουν στην πραγματικότητα δύο αλυσίδες πολιτικής διοίκησης στην Ιταλία.
Από την γερμανική κυβέρνηση, μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ, μέχρι την ιταλική προεδρία, την κυβέρνηση και την Κεντρική Τράπεζα.
Αυτή η «θεσμική» αλυσίδα διοίκησης διασφαλίζει ότι η Ιταλία πληροί τις διεθνείς δεσμεύσεις της και διατηρεί την αυστηρή τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, ανεξάρτητα από τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις.
Η άλλη αλυσίδα διοίκησης ξεκινά με τον ιταλό πρωθυπουργό και εκτείνεται μέσω των υπουργείων που είναι αρμόδια για τις εσωτερικές υποθέσεις.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι δύο αλυσίδες εντολών ευθυγραμμίζονται.
Αλλά όταν δεν ευθυγραμμίζονται, η σύγκρουση αναπόφευκτα προκύπτει.
Ως εκ τούτου, η κρίση που προέκυψε τώρα, έκαβε χώρα γιατί ο υποψήφιος πρωθυπουργός προσπάθησε να διορίσει τον Ευρωσκεπτικό οικονομολόγο Paolo Savona ως τον επόμενο υπουργό Οικονομικών της Ιταλίας χωρίς προηγουμένως να συμβουλευτεί την άλλη αλυσίδα διοίκησης.
Ο διορισμός αυτός απορρίφθηκε από τον Ιταλό Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Ας επιστρέψουμε στο ερώτημα εάν η Ιταλία θα επιλέξει τώρα να φύγει από τη στενωπό των Βρυξελλών.
Παρά τα πλεονεκτήματα του ευρώ, η οικονομία της Ιταλίας δεν έχει δει τα οφέλη.
Το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι σήμερα χαμηλότερο από ότι κατά την έναρξη του πειράματος του ευρώ το 1998, ενώ ακόμη και η Ελλάδα κατάφερε να καταγράψει ανάπτυξη παρά την κρίση που την ταλανίζει από το 2009 και μετά.
Κάποιοι εξηγούν αυτή την κακή απόδοση υποστηρίζοντας ότι η ευρωζώνη είναι μια ελλιπής νομισματική ένωση και ότι οι “βασικές” της χώρες όπως η Γερμανία αποστραγγίζουν το εργατικό δυναμικό και τα κεφάλαια από χώρες της “περιφέρειας” όπως η Ιταλία.
Άλλοι μπορεί να αντιταχθούν στο γεγονός ότι οι Ιταλοί απέτυχαν να συμμορφωθούν με τους κανόνες και τα πρότυπα και να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις στις οποίες βασίζεται μια επιτυχημένη νομισματική ένωση.
Αλλά η πραγματική εξήγηση δεν έχει σημασία.
Η επικρατούσα αφήγηση στην Ιταλία έχει καταστήσει το ευρώ υπεύθυνο για την οικονομική κακουχία της χώρας.
Και τα πολιτικά κόμματα που έχουν είτε ανοιχτά είτε σιωπηρά ζητήσει να εγκαταλείψει η Ιταλία την ευρωζώνη κατέχουν σήμερα κοινοβουλευτική πλειοψηφία και πιθανότατα θα τη διατηρήσουν στις επερχόμενες εκλογές αργότερα εντός του 2018 ή στις αρχές του 2019.
Αν οι Ιταλοί αντιμετώπιζαν την επιλογή να διατηρήσουν ή να εγκαταλείψουν το ενιαίο νόμισμα, οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αρχικά θα αποφάσιζαν να παραμείνουν, λόγω του φόβου ενός bank run στις ιταλικές τράπεζες και της μη εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους του, όπως έζησε η Ελλάδα το 2012-2015.
Αλλά το μακροπρόθεσμο κόστος της παραμονής σε μια λέσχη που κυριαρχείται από εγγενώς αποπληθωριστικούς, γερμανικά υπαγορευμένους κανόνες θα μπορούσε να ωθήσει τους Ιταλούς στην έξοδο.
Η απόφαση αυτή θα μπορούσε να βρεθεί στη μέση μιας άλλης παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ύφεσης ή ασύμμετρου σοκ που ταυτόχρονα πιέζει πολλές εύθραυστες χώρες από το ευρώ.
Όπως οι Brexiteers του Ηνωμένου Βασιλείου, οι Ιταλοί θα μπορούσαν να πείσουν τον εαυτό τους ότι έχουν ό, τι χρειάζεται για να επιτύχουν μόνοι τους στην παγκόσμια οικονομία.
Εξάλλου, η Ιταλία διαθέτει ένα μεγάλο βιομηχανικό τομέα που είναι σε θέση να εξάγει σε όλο τον κόσμο και οι εξαγωγικές εταιρίες θα ωφεληθούν από ένα ασθενέστερο νόμισμα.
Οι Ιταλοί ενδέχεται να μπουν στον πειρασμό να σκεφτούν.
Γιατί να μην ξεφύγουμε από το ευρώ, πριν αυτές οι βιομηχανίες καταρρεύσουν ή καταλήξουν σε ξένα χέρια, όπως συμβαίνει ήδη;
Εάν οι Ιταλοί επιλέξουν την αποχώρηση από το ευρώ, οι άμεσες επιπτώσεις θα επιβαρύνουν τους εγχώριους αποταμιευτές, των οποίων οι καταθέσεις αυτομάτως θα μετατραπούν σε υποτιμημένες λιρέτες.
Και το κόστος θα είναι ακόμη μεγαλύτερο εάν μια ιταλική έξοδος προκάλεσε μια άλλη οικονομική κρίση με περιορισμούς κεφαλαιακών ελέγχων.
Αντιμέτωποι με αυτές τις δυνατότητες, οι Ιταλοί – όπως οι Έλληνες το 2015 – ενδέχεται να κάνουν ένα βήμα πίσω και να παραμείνουν στο ευρώ.
Αλλά θα μπορούσαν επίσης να αποφασίσουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να επιλέξουν την μη συντεταγμένη έξοδο αποο το ευρώ.
Αν και η Ιταλία θα ήταν καλύτερα να παραμείνει στην ευρωζώνη και να αναμορφωθεί αναλόγως, Rubini και Rossa εκτιμούν ότι μια έξοδος θα μπορούσε να γίνει πιο πιθανή με την πάροδο του χρόνου.
Η Ιταλία είναι σαν ένα τρένο του οποίου ο κινητήρας έχει εκτροχιαστεί.
Ίσως να είναι μόνο θέμα χρόνου πριν ξεκινήσουν τα βαγόνια να ακολουθήσουν αυτό το μονοπάτι.