Ο Άη Στράτης θα πλημμυρίσει από εξόριστους από το 1946 έως και το 1949, 5.000 άντρες και 500 γυναίκες. Με τη λήξη του εμφύλιου, το Σεπτέμβρη του 1949, έως και το 1962, στην τρίτη περίοδο ενεργοποίησης του στρατοπέδου, θα μεταφερθούν αρχικά εκεί 1.800 «αμετανόητοι» αριστεροί από τη Μακρόνησο.
Μια άγνωστη ιστορία με πρωταγωνιστή τον Αϊνστάιν, φέρνει στο φως το cretalive.gr. Πρόκειται για άγνωστες επιστολές του σπουδαίου επιστήμονα που ζητά την απελευθέρωση του Θέμου Κορνάρου και των πολιτικών κρατουμένων το 1950, από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα ελληνικά ξερονήσια.
Αναλυτικά το ρεπορτάζ αναφέρει:
Στις αρχές του Οκτώβρη του 1944 ο Γ. Σεφέρης, περιμένοντας κάπου κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας να επιστρέψει στην Ελλάδα με την κυβέρνηση του Καϊρου, φαίνεται να προβλέπει την αναπόφευκτη εξέλιξη του μακελειού και των τραγωδιών της πατρίδας του παρά την επικείμενη απελευθέρωσή της. Στις ημερολογιακές του σημειώσεις, γράφει ότι είχε συνεχώς μπροστά στα μάτια του ελληνικά τοπία «με εικόνες φρίκης που θαρρώ πως μας περιμένουν». Όταν φτάνει, συνειδητοποιεί ότι ο τρόπος που έβλεπε με την ψυχή του τη χώρα στα χρόνια του πολέμου, ήταν «μια άλλη πραγματικότητα από την πραγματικότητα εκεί-πέρα» και ξάφνου θέλει ακόμη να «ξεμακρύνει για λίγο ακόμη τούτο το ποτήρι». Όταν στις 12 Οκτώβρη η γερμανική σημαία κατέβαινε από την Ακρόπολη, σαν να την είχε καταπιεί ο Ιερός Βράχος και τη θέση της έπαιρνε η ελληνική με το χρώμα του ουρανού, οι στιγμές ευφορίας δεν θα κρατούσαν για πολύ. Ο ακήρυχτος εμφύλιος πόλεμος, είχε προδιαγραφεί από μήνες βίαιων συγκρούσεων μεταξύ αριστεράς και δεξιάς.
Οι αντιστασιακές οργανώσεις, οι οποίες μέχρι τότε εμφορούνταν από πνεύμα συνεργασίας, οδηγήθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα. Η κυβέρνηση αποδεικνύεται αδύναμη να ελέγξει την κατάσταση, ενώ οι Άγγλοι βρίσκουν ευκαιρία να επέμβουν στα εσωτερικά της χώρας.
Το 1946 η ελληνική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ν. Πλαστήρα σπεύδει να ζητήσει επιτακτικά βοήθεια από τα Ηνωμένα Έθνη, ώστε η Ελλάδα «να επιζήσει ως ελεύθερον έθνος». Οι Αμερικανοί θέτουν ως όρο την καταπολέμηση του κομμουνισμού. Μίση και αντιπαλότητες αναδύονται στη χώρα. Οι πάντες, διαγράφουν με μια μονοκοντυλιά την πείνα και την εξαθλίωση και λησμονούν ότι είχαν αγωνιστεί μαζί για μια Ελλάδα ελεύθερη. Στα ξερονήσια του Αιγαίου θα συνεχίσουν παράλληλα να γράφονται οι πιο μαρτυρικές σελίδες της νεότερης ιστορίας της χώρας, αφού χιλιάδες «αμετανόητοι» αριστεροί θα συνεχίσουν να εκτοπίζονται και μετά την απελευθέρωση και το τέλος του εμφυλίου. Στον Αη Στράτη πολύ πριν, ήδη από το 1929 είχαν αρχίσει οι πρώτες εξορίες με το νόμο του Βενιζέλου, το περίφημο «ιδιώνυμο», (νόμος ειδικό αδίκημα «περί των μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών») που επισημοποιήθηκε η καταδίωξη των κομμουνιστικών ιδεών. Αλλά μέχρι και το 1962, ο Αη Στράτης ήτανε από τους κορυφαίους μαρτυρικούς τόπους εκτοπισμού.
Δεν ήταν όμως μόνον ο Άη Στράτης. Ήταν και το «αναμορφωτήριο» της Μακρονήσου για τους στρατιώτες, της Ανάφης, της Φολεγάνδρου και της Γυάρου, που λειτουργούσε ως στρατόπεδο εγκλεισμού πολιτικών κρατούμενων. Ήταν κι άλλα νησιά, όπως η Ικαρία, η Σίκινος, η Λέρος, η Κίμωλος, τα Κύθηρα, η Σαμοθράκη, η Θάσος, η Λήμνος, η Αλόννησος και το Τρίκερι.
Ο Άη Στράτης θα πλημμυρίσει από εξόριστους από το 1946 έως και το 1949, 5.000 άντρες και 500 γυναίκες. Με τη λήξη του εμφύλιου, το Σεπτέμβρη του 1949, έως και το 1962, στην τρίτη περίοδο ενεργοποίησης του στρατοπέδου, θα μεταφερθούν αρχικά εκεί 1.800 «αμετανόητοι» αριστεροί από τη Μακρόνησο.
Η επιστολή του Άλμπερτ Αϊνστάιν προς το Θέμο Κορνάρο στις 10 Ιανουαρίου 1953, στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων του Άη Στράτη, που φυλάσσεται στα αρχεία Αϊνστάιν στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ.
Ένας μεγάλος Έλληνας
Ανάμεσα στους εκατοντάδες επώνυμους και ανώνυμους αγωνιστές, και ο Έλληνας και Κρητικός λογοτέχνης από τους πιο γόνιμους της γενιάς του ‘30, από το χωριό Σίβας της Μεσαράς, ο Θέμος Κορνάρος, που είναι γνωστή η δράση και το έργο του. Σκοπός όμως του παρόντος σημειώματος δεν είναι η εκτενής περιγραφή της ζωής και της δράσης ενός μεγάλου, άγνωστου στους πολλούς στρατευμένου στις ιδέες του κομμουνισμού κρητικού λογοτέχνη, που αφιέρωσε το έργο του στην αποκάλυψη της εκμετάλλευσης και της αδικίας, συγγραφέα των γνωστών αιρετικών βιβλίων «Άγιον Όρος, Οι Άγιοι χωρίς μάσκα» και «Σπιναλόγκα, Ad Vitam» (1933), καθώς και πάμπολλων άλλων. Ο πεζογράφος που για τη δράση και τα έργα του γνώρισε αμείλικτους και σκληρούς διωγμούς, αφού το 1936 εκτοπίστηκε στη Φολέγανδρο, αργότερα βαριά άρρωστος στην Ακροναυπλία, μετά στο Χαϊδάρι, στα μπουντρούμια του Μεσολογγίου και τέλος στη Μακρόνησο και τον Αη Στράτη, συγκέντρωσε 21 ολόκληρα χρόνια εξορίας, μοναδικά παράσημα μιας σπάνιας ζωής αγώνων. Ο Κορνάρος είναι όμως άγνωστο ότι διατηρούσε αλληλογραφία με την κορυφαία μορφή της επιστήμης του 20ου αι., τον νομπελίστα Άλμπερτ Αϊνστάιν. Δε συναντήθηκαν ποτέ. Όμως στις ατέλειωτες ώρες της εξορίας, ο Κορνάρος όπως και ο Ρίτσος έστελναν επιστολές διαμαρτυρίας στο διεθνή τύπο και σε προσωπικότητες, που κατήγγειλαν την κυβέρνηση της Ελλάδας για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τον εκτοπισμό των πολιτικών της αντιπάλων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης καθώς και τις απαράδεκτες συνθήκες κράτησης και τα βασανιστήρια σε αυτά.
Το Νοέμβρη του 1950, ο Γιάννης Ρίτσος, συγκρατούμενος με τον Θέμο Κορνάρο στον Αη Στράτη, γράφει ένα συγκλονιστικό ποίημα, με αποδέκτη τον βραβευμένο ήδη με το Νόμπελ Χημείας το 1935 γάλλο φυσικό Φρεντερίκ Ζολιό-Κιουρί (Frédéric Joliot-Curie). Έγραφε μεταξύ άλλων ο Ρίτσος:
«(…) Βρισκόμαστε δω πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι απλοί/ δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι με μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας/ μ” ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κ” ένα ξεροκόμματο φως στο ταγάρι μας/ άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο/ άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας/ εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως και συ τη λευτεριά και την ειρήνη. Ζολιό, πες και στους άλλους αδελφούς μας/ στον Έρεμπουργκ, στον Αραγκόν και στο Νερούντα/ στον Ελυάρ, στον Πικάσσο και σ” όλα μας τ” αδέρφια/ πως είμαστε δω πέρα τρεις χιλιάδες εξόριστοι/ όχι για τίποτ” άλλο, αδέρφια μου/ παρά μονάχα, να, γιατί και “μεις όπως και “σεις/ σηκώνουμε στη ράχη μας ένα αγκωνάρι απ” το καμένο σπίτι μας/ να χτίσουμε για κείνους που θα “ρθούν ένα καινούργιο σπίτι/ με πολλά παράθυρα πολλά φαρδιά παράθυρα προς την ανατολή/ να μη νυχτώνει από νωρίς η καρδιά των μανάδων/ να μην κοιμούνται κάθε βράδυ τα παιδιά δίπλα στο θάνατο (…)».