Σπανίως το που κατευθύνεται ένα τάνκερ απασχολεί τη σφαίρα της δημοσιότητας. Όμως, δεν ισχύει το ίδιο, όταν πρόκειται για ένα ιρανικό τάνκερ το οποίο συνελήφθη αρχικά από τις βρετανικές αρχές στο Γιβραλτάρ κατηγορούμενο ότι παραβίαζε τις κυρώσεις σε βάρος της Συρίας, για να αφεθεί στη συνέχεια ελεύθερο, συνοδευόμενο, όμως, από τη απειλή των αμερικανικών αρχών ότι οποιαδήποτε περίπτωση παροχής υπηρεσιών ελλιμενισμού θα ισοδυναμούσε με παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων κατά του Ιράν.
Το συνολικό πλαίσιο: η κλιμάκωσης της έντασης ΗΠΑ και Ιράν
Ας δούμε ποιο είναι το συνολικότερο πλαίσιο της αντιπαράθεσης. Παρότι η προηγούμενη αμερικανική κυβέρνηση είχε ξεκινήσει μια διαδικασία εξομάλυνσης των αμερικανοϊρανικών σχέσεων, με επίκεντρο τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα, στην οποία συμμετέχει και η ΕΕ, η κυβέρνηση Τραμπ επέλεξε να κλιμακώσει την αντιπαράθεση με την Τεχεράνη, θεωρώντας ότι το καθεστώς της ισλαμικής δημοκρατίας παραμένει μια ισχυρή τοπική δύναμη, ικανή να σταθεί εμπόδιο στους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Άλλωστε, δύο βασικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή, η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ θεωρούν δύναμη αποσταθεροποίησης το Ιράν.
Κομβική πλευρά του αμερικανικού σχεδιασμού η επιστροφή σε ένα καθεστώς αυστηρών κυρώσεων κατά του Ιράν, με σκοπό την αποδυνάμωση της ιρανικής ηγεσίας και προοπτικά την «αλλαγή καθεστώτος», ιδίως από τη στιγμή που δεν είναι εύκολη για τις ΗΠΑ η στρατιωτική κατίσχυση ενάντια σε ένοπλες δυνάμεις εμπειροπόλεμες και μια κοινωνία που εμφανίζει ακόμη έντονα στοιχεία πατριωτικής συσπείρωσης.
Στην απόφαση μονομερούς εξόδου από τη συμφωνία για τα πυρηνικά, που ανακοινώθηκε τον Μάιο του 2018, και επιστροφής στο καθεστώς των κυρώσεων οι ΗΠΑ δεν συνάντησαν τη συναίνεση των υπολοίπων χωρών. Η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ρωσία και η Κίνα όπως και η ΕΕ θα εκφράσουν τη διαφωνία τους με την αμερικανική απόφαση.
Όμως, η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει μονομερώς, ενεργοποιώντας παράλληλα και κυρώσεις που προκύπτουν από την αμερικανική αντιτρομοκρατική νομοθεσία, από τη στιγμή που οι Φρουροί της Επανάστασης, που είναι ένα επίλεκτο τμήμα των ιρανικών ένοπλων δυνάμεων, έχουν ενταχθεί από τις ΗΠΑ στην κατηγορία των τρομοκρατικών οργανώσεων.
Από τη μεριά του το Ιράν όλο το προηγούμενο διάστημα προσπάθησε να διευρύνει τη διπλωματική του δραστηριότητα, ενισχύοντας τις καλές σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα αλλά και κάνοντας ανοίγματα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Την ίδια στιγμή έχει φροντίσει να θυμίσει το τελευταίο διάστημα ότι λόγω της γεωγραφική του θέση μπορεί να ελέγξει τα Στενά του Ορμούζ, το στενό πέρασμα από όπου περνάει το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου και το 20% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου. Η τακτική του Ιράν είναι ένας συνδυασμός ανάμεσα στις επιλεκτικές επιδείξεις δύναμης στην περιοχή, π.χ. με την κατάρριψη αμερικανικού μη επανδρωμένου αεροσκάφους, με την επιμονή ότι επιθυμεί συζήτηση και διαπραγμάτευση και με τις ΗΠΑ.
Η κρίση με το δεξαμενόπλοιο Grace 1
Σε αυτό το φόντο προέκυψε η κρίση με το δεξαμενόπλοιο Grace 1. Στις 4 Ιουλίου βρετανοί στρατιωτικοί σε συνεργασία με τις αρχές του Γιβραλτάρ συνέλαβαν το δεξαμενόπλοιο, υποστηρίζοντας ότι μετέφερε 2,1 εκ. βαρέλια πετρέλαιο στη Συρία παραβιάζοντας τις κυρώσεις που έχει επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση σε βάρος της Συρίας.
Η Βρετανία δεν είχε δώσει σημάδια ότι θα προχωρούσε σε κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με το Ιράν και πιθανώς η πρωτοβουλία να ήταν και σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ.
Το Ιράν θα αντιδράσει και με διπλωματικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της αμφισβήτησης της νομικής βάσης για τη σύλληψη του πλοίου, όμως παράλληλα θα προχωρήσει και στη σύλληψη του βρετανικών συμφερόντων δεξαμενοπλοίου Stena Impero στα στενά του Ορμούζ.
Φαίνεται πως ο συνδυασμός ανάμεσα στη διπλωματία και τη διαπραγμάτευση απέδωσε γιατί τελικά οι αρχές του Γιβραλτάρ ανακοίνωσαν ότι το Grace 1 μπορούσε να αποπλεύσει.
Σημειώνουμε εδώ ότι οι ευρωπαϊκές κυρώσεις στη Συρία (ο Κανονισμός 36/2012) απαγορεύουν κυρίως την εισαγωγή πετρελαίου από τη Συρία και την πώληση στη Συρία εξοπλισμού και πρώτων υλών που αφορούν την παραγωγή οπλικών συστημάτων και όχι την πώληση αργού πετρελαίου στη Συρία.
Ωστόσο, οι ΗΠΑ, που έκαναν και αυτές παρέμβαση προς τις αρχές του Γιβραλτάρ υπέρ της συνέχισης της κράτησης του ιρανικού δεξαμενόπλοιου, επιμένουν ότι η υπόθεση δεν έχει τελειώσει. Για το σκοπό αυτό δεν επικαλούνται τις κυρώσεις σε βάρος της Συρίας αλλά τις μονομερείς κυρώσεις σε βάρος του Ιράν, που περιλαμβάνουν το χαρακτηρισμό των Φρουρών της Επανάστασης ως τρομοκρατικής οργάνωσης.
Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι το αργό πετρέλαιο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση της τρομοκρατίας και ότι τα έσοδα από τυχόν συναλλαγή με το αργό πετρέλαιο που μεταφέρει θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι είναι έσοδα που καταλήγουν στην ενίσχυση της τρομοκρατίας, όπως και ότι οποιαδήποτε διευκόλυνση προς το πλοίο αποτελεί και διευκόλυνση στην τρομοκρατία.
Σημειώνουμε, ότι όπως ισχύει με αυτού του είδους των αμερικανικών κυρώσεων, οι κυρώσεις επεκτείνονται και σε τυχόν τρίτα μέρη που συναλλάσσονται με το Ιράν. Είναι ένας μηχανισμός που χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ για να εξασφαλίσουν ότι τελικά οι μονομερείς κυρώσεις που επιβάλλουν τελικά εφαρμόζονται γενικευμένα.
Σε αυτό το πλαίσιο. στις 16 Αυγούστου δικαστήριο της Ουάσιγκτον εξέδωσε ένταλμα για σύλληψη και κατάσχεση του ιρανικού δεξαμενόπλοιου. Ωστόσο, δεν έγινε δεκτό από τις αρχές του Γιβραλτάρ εφόσον αφορούσε κυρώσεις των ΗΠΑ και όχι της ΕΕ, οπότε και το πλοίο αποδεσμεύτηκε.
Μετά την αποδέσμευσή του το Grace 1 μετονομάστηκε σε Adrian Darya 1 και αναχώρησε. Τότε ήταν που εμφανίστηκε η πληροφορία ότι κατευθύνεται προς την Καλαμάτα, χωρίς αυτή να μπορεί να επιβεβαιωθεί. Το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών γνωστοποίησε τη θέση του προς την ελληνική κυβέρνηση, καθώς και προς όλα τα λιμάνια της Μεσογείου σχετικά με την παροχή διευκολύνσεων στο ιρανικό τάνκερ, δηλώνοντας ότι η παροχή βοήθειας στο πλοίο μπορεί να θεωρηθεί υποστήριξη προς τρομοκρατική οργάνωση. Εκπρόσωπος της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα δήλωσε ότι το ιρανικό πλοίο μεταφέρει παράνομο πετρέλαιο με στόχο να «τροφοδοτήσει» ιρανικές και συριακές τρομοκρατικές εκστρατείες.
Ουσιαστικά, οι ΗΠΑ ζητούν από τις ελληνικές αρχές να αρνηθούν οποιονδήποτε ελλιμενισμό του ιρανικών συμφερόντων σκάφους.
Το δίλημμα της Αθήνας
Η εξέλιξη αυτή φέρνει την ελληνική διπλωματία αντιμέτωπη με έναν κρίσιμο ερώτημα. Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ απαιτούν αυτή τη στιγμή, με ιδιαίτερα πιεστικό τρόπο, να υπάρξει μια συστράτευση των ευρωπαϊκών χωρών στη δική τους στρατηγική κυρώσεων και κλιμάκωσης της σύγκρουσης με το Ιράν.
Αυτό, άλλωστε, φάνηκε και από το παράλληλο αίτημά τους για συμμετοχή της Ελλάδας στην πολυεθνική δύναμη που θα αναλάβει την προστασία της ναυσιπλοΐας στον Περσικό Κόλπο, δύναμη στην οποία έχουν αρνηθεί τη συμμετοχή τους και η Γερμανία και η Γαλλία, που άλλωστε έχουν διαφοροποιηθεί από την αμερικανική κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με το Ιράν. Η ελληνική κυβέρνηση, επίσης, δήλωσε, ότι λόγω πεπερασμένων επιχειρησιακών δυνατοτήτων δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να συνεισφέρει.
Από τη μεριά του το Ιράν θέλει σε αυτή τη φάση να δείξει ότι οι υπόλοιπες δυτικές χώρες και ιδίως οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν πρόκειται να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ στην επιβολή των παράνομων κατά την Τεχεράνη κυρώσεων.
Αυτό, όμως, διαμορφώνει μια ιδιαίτερα δύσκολη άσκηση ισορροπίας για την ελληνική κυβέρνηση. Από τη μια, η ελληνική κυβέρνηση έχει επενδύσει ιδιαίτερα στην αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, θεωρώντας ότι αυτή μπορεί να ενισχύσει και την ελληνική θέση ιδίως σε σχέση με τις τρέχουσες εντάσεις στα ελληνοτουρκικά και γι’ αυτό το λόγο διεκδικεί να έχει η Ελλάδα ρόλο στρατηγικής συμμάχου των ΗΠΑ.
Από την άλλη, εάν η Ελλάδα επιλέξει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, να ακολουθήσει τις αμερικανικές κυρώσεις και π.χ. να αρνηθεί τον ελλιμενισμό του δεξαμενόπλοιου, τότε υπάρχει κίνδυνος να αντιμετωπίσουν ελληνόκτητα πλοία πιθανά αντίποινα από τη μεριά του Ιράν σε ό,τι αφορά τη ναυσιπλοΐα στον Περσικό Κόλπο. Και αυτό δεν είναι απλό πράγμα, εάν αναλογιστούμε ότι ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος παραμένει ο μεγαλύτερος στον κόσμο.
Με αυτή την έννοια η ελληνική διπλωματία καλείται να βρει έναν τρόπο να συνταιριάξει την συμπόρευση με τις ΗΠΑ με τη διατήρηση, στο πλαίσιο και της συνολικότερης ανάλογης στάσης και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, σχέσεις συνεννόησης με το Ιράν, στο πλαίσιο μιας συνολικότερης λογικής αποφυγής της κλιμάκωσης της έντασης.