Οι Έλληνες, περισσότερο από τους άλλους ναύτες, μπορούσαν να αντιμετωπίζουν με θάρρος και με αξιοθαύμαστη αντοχή τις ταλαιπωρίες της κωπηλασίας και τους κινδύνους της θάλασσας και τους πολέμους
Καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία της Επανάστασης του 1821 και της παλιγγενεσίας του Έθνους διαδραμάτισε ο Ναυτικός αγώνας των Ελλήνων. «Τα τοιούτων κόπων και θυσιών παρασκευαζόμενα σκάφη (τα οποία) ήσαν εν τούτοις τα πλείστα απλοί πάρωνες (βρίκια…), ωπλισμένοι δια 10-20 το πολύ πυροβόλων˙ και τοιαύτα όντα έδει ν’ αντιπαραταχθώσι κατά πλοίων μεγίστων, φρεγάδων, δικρότων, τρικρότων» γράφει ο Παπαρηγόπουλος.
Πως όμως αυτοί οι υπέροχοι πολεμιστές του γένους κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν τον υπερμεγέθη τουρκικό στόλο; Ήταν φυσικά η ναυτοσύνη και το πάθος για την ελευθερία. Ήταν όμως και οι εμπειρίες που απέκτησαν οι Έλληνες ναυτικοί, υπηρετώντας στον τούρκικο στόλο. Αιώνες κακουχιών και βάναυσης αντιμετώπισης στα τούρκικα πλοία, σκληραγώγησαν γενιές Ελλήνων ναυτών κι όταν ήρθε η ώρα, χρησιμοποίησαν τις εμπειρίες τους ως διδάγματα για την αντιμετώπιση του δυνάστη τους.
Οι εμπειρίες αυτές ήταν τραγικές και οι συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν οι ναύτες των τουρκικών πλοίων ήταν άθλιες. Η τραχύτητα του ναυτικού βίου και η μανία των κυμάτων δεν ήταν άγνωστα στους νησιώτες και τους κατοίκους των παράλιων περιοχών. Συνεχή εικοσιτετράωρα αδιάκοπης κωπηλασίας ήταν συνηθισμένα για πολλούς εξ αυτών, οι δε συγκρούσεις με τους πειρατές τους είχαν εξοικειώσει με τους κινδύνους των πολεμικών επιχειρήσεων.
Αλλά ο βίος των πληρωμάτων του τουρκικού στόλου, δεν ήταν επ’ ουδενί ανθρώπινος. Οι Έλληνες ναύτες ήταν ραγιάδες και ως σκλάβους τους έβλεπαν οι Τούρκοι χωρίς να υπολογίζουν τη ζωή τους. Η πείνα, ή δίψα, η δυσωδία και οι ασθένειες έκαναν φρικτότερη τη σκληρότητα των Τούρκων αξιωματικών κι ενώ οι φρεγάδες και τα γαλιόνια διέσχιζαν υπερήφανα την Μεσόγειο, πραγματικές τραγωδίες εξελίσσονταν στο εσωτερικό των πλοίων όπου οι σειρές των εξαντλημένων κωπηλατών εκινούντο με την μονοτονία μηχανής με ανάλγητα, συχνότατα, μαστιγώματα κι άλλες ταπεινώσεις.
Από τα μέσα του 18ου αιώνα οι συνθήκες άλλαξαν και οι Τούρκοι καπουδάν πασάδες υπήρξαν ηπιότεροι έναντι των Ελλήνων. Παρ’ όλο όμως που οι συνθήκες βελτιώθηκαν, μετά την παγίωση της τουρκικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, η υπηρεσία στην αρμάδα θεωρούνταν πάντοτε καταδίκη.
«Μ’ ένα στρόπο κατραμωμένο με δέρνασι γδυμένο….Εκάμαμε τριάντα πέντε μέρες μες στη γαλιότα. Καθημερινώς ξυλιές, κλωτσιές. Πεινασμένοι και δε μας ήδωνε παρά ένα κομμάτι παξιμάδι το ταχύ, μουχλιασμένο… και μια τάσα νερό βρωμισμένο και άλλο τόσο το βράδυ», περιγράφει Νάξιος ναυτικός κατά τη διάρκεια του τουρκοβενετικού πολέμου (1684-1699). Αλλά και έναν αιώνα αργότερα, το 1797, Υδραίος ναύτης γράφει προς τους προεστούς του νησιού: «περί δε την τυραννία και σκληραγωγία όπου τραβούμε καθημερινώς, ο Θεός το ηξεύρει, επειδήτις να σας γράψω εισέ καλέμι δεν μπαίνουν».
Οι Έλληνες, περισσότερο από τους άλλους ναύτες, μπορούσαν να αντιμετωπίζουν με θάρρος και με αξιοθαύμαστη αντοχή τις ταλαιπωρίες της κωπηλασίας και τους κινδύνους της θάλασσας και τους πολέμους. Ικανοί και ατρόμητοι στις θύελλες, επιδέξιοι και ακατάβλητοι, υπέμεναν καρτερικά τις αντιξοότητες. Γι’ αυτόν τον λόγο οι Τούρκοι τους προτιμούσαν και τους τοποθετούσαν σε καίριες θέσεις των πλοίων, αφού τους θεωρούσαν πολύ καλύτερους από τους Δαλματούς, τους Σλάβους και τους Αρμένιους. Όσοι από τους Έλληνες απέφευγαν το θάνατο, επέστρεφαν στις εστίες τους χαλυβδωμένοι από τις κακουχίες και πλούσιοι σε εμπειρίες για να αποτελέσουν τον πυρήνα και τα στελέχη του εμπορικού ναυτικού και να γίνουν οι αξιοθαύμαστοι θαλασσοπόροι της Μεσογείου.
Οι ασθένειες, κυριολεκτικά αποδεκάτιζαν τα πληρώματα. Οι σκληροί όροι εργασίας, η έλλειψη ύπνου και τροφής, η δυσωδία των σκαφών, λόγω της απουσίας στοιχειωδών μέτρων καθαριότητας, ευνοούσαν τη μετάδοση νόσων οι οποίες δεν μπορούσαν να αναχαιτιστούν. Όταν ενέσκηπτε το «θανατικό», οι νεκροί θαβόντουσαν κατά εκατοντάδες στις πλησιέστερες ακτές ή τους έριχναν στη θάλασσα. Το 1778 λόγω επιδημίας πανώλης από τους 12.000 γαλιοντζήδες έμειναν μόλις 9.000 ενώ η ασθένεια μεταδόθηκε αστραπιαία και «έθνησκον υπέρπολλοι στρατιώται και εις τα στρατόπεδά τους και εις τα γαλιόνια».
Οι αγγελίες του θανάτου ήταν τραγικά λιτές: «Ο Ιωάννης Αμουργιανός, γεντεκλής, από ροήν αίματος και λυσεντερίαν μετά δύο μηνών ασθένειαν, τη 12 Αυγούστου το ζην εξεμέτρησε», γράφει ο Δημήτριος Κριεμπάρδης προς τους Υδραίους το 1818.
Οι συνεχείς ναυτικές επιχειρήσεις των Τούρκων, δημιούργησαν χιλιάδες θύματα, βυθίζοντας κατ’ επανάληψη στο πένθος ελληνικές οικογένειες. Άξενες ακτές, ύφαλοι και ακρωτήρια, σίφωνες και τρικυμίες, προκαλούσαν αλλεπάλληλα ναυάγια.
Η τραγωδία των Ελλήνων ναυτών καταγράφεται ιδιαιτέρως γλαφυρά, κυρίως σε δημοτικά τραγούδια, εκφράζοντας ταυτόχρονα και την αγωνία των οικογενειών τους, οι οποίες, αναμένοντας για μήνες και ενίοτε για χρόνια, τους οικείους τους, κάποτε τις πληροφορούσαν ότι αυτοί δεν θα επέστρεφαν:
Αρμάδα κάνει ο ‘ασιλιάς, αρμάδα κάμνει αφέντης // Κι’ όλους τους νιούς εμάζεψε κι’ όλα τα παλληκάρια, // πήρε κι εμού τον άντρα μου στρατιώτη στην αρμάδα // Κι’ όλοι ήρτα κι’ όλοι φάνησα, κι’ άντρας μου δεν εφάνη. // Πήτε μου σεις, σύντροφοι του και καραοκυροί του, // Αν ειν’ ομπρός να χαίρωμαι και πίσω ν’ ανεμένω // μου τα κι’ επινίη, το Λενιώ να τόνε μνημονεύγω. // Μνημόνεψέ του τρίμερα, κάμνε του και σαράντα, // μ’ ουε κι’ ομπρός περίμενε, μ’ ουε και πίσω να ‘ρτη, // άντρας σου πρωτοούττησε και πλια του δεν εφάνη.
Η μακραίωνη τούτη συμφορά υπήρξε για τον Ελληνισμό διδακτική. Κινούμενοι πάντοτε οι Έλληνες από τον βαθύ πόθο να δουν ελεύθερη την πατρίδα τους, ακόμη κι όταν η Ελευθερία του Γένους ήταν μακρινό όνειρο, όχι μόνο πήγαιναν με αγανάκτηση στους ναυστάθμους και μάχονταν με απροθυμία όταν ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν τους αντιπάλους της Πύλης, αλλά στασίαζαν κατ’ επανάληψη. Το γεγονός αυτό έκανε την Πύλη επιφυλακτική και καχύποπτη απέναντι στις υπηρεσίες των Ελλήνων τους οποίους εκδικήθηκε στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Γκιούτσου και άλλων Υδραίων.
Ο πνιγμός και ο απαγχονισμός των τελευταίων Ελλήνων ναυτών του τούρκικου στόλου, δεν επρόκειτο να αλλάξει την πορεία του Αγώνα. Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ το 1826 ονόμαζε τα Ελληνικά πλοία «απαίσια πλοία των ληστών των νήσων του Αιγαίου». Αλλά τα πληρώματα αυτών των πλοίων αποτελούνταν από παλιούς «μελάχηδες», οι οποίοι αγωνίζονταν τώρα με το πάθος και την ορμή που γεννά η αγάπη για την ελευθερία. Και πρέπει να τονιστεί ότι αν ο Ελληνικός στόλος θριάμβευσε κατά την Επανάσταση, αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι οι αγωνιστές του, πλην των ναυτικών αρετών, στηρίζονταν και στη γνώση των αδυναμιών του τουρκικού στόλου, στον οποίο είχαν υπηρετήσει χιλιάδες Έλληνες από την Ύδρα, τις Σπέτσες, τα Ψαρά και τα άλλα νησιά.
Γράφει ο Ιωάννης Κ. Χατζηγεωργίου
Καθηγητής ΕΜΠ
(*)Το κείμενο αυτό βασίστηκε στο σύγγραμμα του Β.Β. Σφυρόερα (1921-2015), Τα Πληρώματα του Τούρκικου Στόλου, Διατριβή επί Υφηγεσία, Αθήνα, 1968.