Με την έναρξη των κινητοποιήσεων των εργαζομένων της Coca Cola και το αίτημά τους για επαναλειτουργία του εργοστασίου της Θεσσαλονίκης, εμφανίσθηκε το γνωστό και από παλαιότερα πρόβλημα, του ελέγχου της πληροφόρησης των μέσων μαζικής επικοινωνίας και της ειδησεογραφίας γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα. Η κήρυξη του μποϊκοτάζ στα προϊόντα της αμερικανικής πολυεθνικής αντιμετωπίσθηκε από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας με τον ίδιο τρόπο: η Coca Cola παρενέβαινε για να περιορίσει και να ελέγξει απολύτως τη δημοσιότητα γύρω από το αίτημα των εργαζομένων για επαναλειτουργία του εργοστασίου και, πολύ περισσότερο, για να μη γίνει γνωστό το μποϊκοτάζ. Η συνθηματολογία των εργαζομένων (“Ούτε γουλιά Coca Cola μέχρι να επαναλειτουργήσει το εργοστάσιο”) δεν έπρεπε να περάσει στο καταναλωτικό κοινό: έπρεπε να σφραγιστούν όλα τα κανάλια επικοινωνίας, από εφημερίδες και έντυπα μέχρι ραδιόφωνα και τηλεοράσεις. Και σε μεγάλο βαθμό η πολυεθνική Coca Cola πέτυχε τούτο το στόχο της εκθέτοντας όλο το σύστημα πληροφόρησης της χώρας ως διάτρητο, ελεγχόμενο και αφερέγγυο. Κανείς δεν θα είχε γνώση για τις πρακτικές αυτές της αμερικανικής πολυεθνικής, οι οποίες συνεχίζονται και σήμερα, εάν δεν υπήρχαν πρώτον οι απεργοί, οι οποίοι με τις κινητοποιήσεις τους, τις αφίσες, τα μεγάφωνα των αυτοκινήτων και τις αυτοκινητοπομπές σε όλη την Ελλάδα και, πολλές άλλες, εναλλακτικές πρακτικές ενημέρωσης και, κατά δεύτερον, τα social media και το Διαδίκτυο, από όπου οι απεργοί ενημερώνουν για το αίτημά τους να επαναλειτουργήσει το εργοστάσιο.
Αλλά ούτε και η “αναρχία” και “ακαταστασία” των κοινωνικών μέσων δικτύωσης και του Διαδικτύου, εμπόδισαν την Coca Cola να επεκτείνει την προσπάθεια ελέγχου και σίγασης κάθε φωνής υπέρ του μποϊκοτάζ: οι προσπάθειες της αμερικανικής πολυεθνικής για πλήρη έλεγχο της ενημέρωσης συνεχίζεται με διάφορες πρακτικές, οι οποίες εκκινούν από τις οικονομικές χορηγίες και τις υπέρογκες διαφημιστικές δαπάνες και φθάνουν μέχρι και σε πρακτικές επικοινωνιακής παραπλάνησης του καταναλωτικού κοινού. Η τελευταία είναι μια πάγια και δοκιμασμένη παγκοσμίως πρακτική, πολύ προσφιλής στα golden boys και στο σύστημα της αμερικανικής πολυεθνικής, η οποία χρησιμοποιήθηκε και στην περίπτωση των απεργιακών κινητοποιήσεων στην Ελλάδα. Η πρακτική αυτή συνίσταται στην παραπλάνηση του καταναλωτικού κοινού μέσω “αντικειμενικών επιστημονικών” μελετών, τις οποίες εκπονούν “ουδέτεροι” επιστήμονες. Στην πραγματικότητα πρόκειται για επιστήμονες που βρίσκονται σε άμεση συνεργασία με την Coca Cola και τα συμφέροντά της. Σε χώρες με ισχυρά και οργανωμένα καταναλωτικά κινήματα, δεν είναι λίγες οι φορές που αποκαλύπτεται η άθλια αυτή πρακτική της αμερικανικής πολυεθνικής. Για παράδειγμα στην Γερμανία – το θέμα σχετίζεται και με την επέκταση της ελληνικής Green Cola στην συγκεκριμένη αγορά – το καταναλωτικό κίνημα σε μια προσπάθεια να αποδείξει τις αθλιότητες των κατευθυνόμενων “επιστημονικών μελετών”, που αποδείκνυαν ότι “για την παχυσαρκία δεν ευθύνεται η κατανάλωση ζάχαρης” – περιέχεται σε μεγάλες ποσότητες στην Coca Cola και τα άλλα προϊόντα της αμερικανικής πολυεθνικής – , αλλά “το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν κινούνται”, παραποίησε τη διαφημιστική αφίσα της Coca Cola Live σε Coca Cola Lie. H Coca Cola Live είναι ένα προϊόν, με το οποίο η αμερικανική πολυεθνική θέλει να επιδείξει οικολογική ευαισθησία και να καλύψει τη ζήτηση σε πιο υγιεινά αναψυκτικά: σε αντίθεση με την Green Cola, η οποία χρησιμοποιεί αποκλειστικά φυσικά γλυκαντικά από στέβια, η Coca Cola Live περιέχει μόνο κατά 50% γλυκαντικά από στέβια και το υπόλοιπο είναι ζάχαρη! Προφανώς για αυτό το λόγο η αμερικανική πολυεθνική δεν εμφανίζει το συγκεκριμένο κατά το “ήμισυ υγιεινό προϊόν” της με την πράσινη ετικέτα στην Ελλάδα: η σύγκριση με την αυθεντική πράσινη cola, δηλαδή την Green Cola θα ήταν αναπόφευκτη και, φυσικώς, εις βάρος της Coca Cola!
Τα αναψυκτικά με στέβια κατακτούν καθημερινώς έδαφος στην ελληνική αγορά. Αυτό οφείλεται στη γενικότερη τάση υγιεινής διατροφής στις προτιμήσεις των καταναλωτών και τα προϊόντα με στέβια αποδεικνύονται ένα νέο προσοδοφόρο πεδίο, για όποιον επενδύει σε αυτά. Παραλλήλως με την επιτυχία της Green Cola και άλλες ελληνικές επιχειρήσεις κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της στέβια. Η εταιρία Λουξ, των αδελφών Μαρλαφέκα, από την Πάτρα – μια ακόμη πόλη στην οποία η Coca Cola με την έναρξη της κρίσης έκλεισε το εργοστάσιο παραγωγής – έχει προχωρήσει και αυτή στην επέκταση της δραστηριότητάς της, πέρα από τα παραδοσιακά αναψυκτικά της και σε νέα προϊόντα με τη χρήση στέβιας. Ακόμη πιο νωρίς, όμως, η βολιώτικη ΕΨΑ, της οικογένειας Τσαούτου, προχώρησε στην παρασκευή αναψυκτικών με τη χρήση του συγκεκριμένου φυτικού γλυκαντικού. Είναι προφανές ότι τα “καινοτόμα” – σύμφωνα με την επιχειρηματική ιδιόλεκτο του κλάδου – προϊόντα που βασίζονται στη χρήση του συγκεκριμένου φυτού έχουν πολύ μέλλον ακόμη στο χώρο της ελληνικής και ευρωπαϊκής οικονομίας. Και είναι βέβαιο ότι θα αυξήσουν τη συμβολή του κλάδου των αναψυκτικών στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας μας.
Η Coca Cola Τρία Έψιλον διατείνεται ότι η εταιρία συνέβαλλε σε ποσοστό 0,5% του ΑΕΠ για το έτος 2015. Το στοιχείο προέρχεται από μελέτη που παράγγειλε η πολυεθνική στην Αμερική, σε μια προσπάθεια να αμβλυνθούν οι εντυπώσεις για την βλάβη που επέφερε στην ελληνική οικονομία η μεταφορά δραστηριοτήτων της στην Βουλγαρία και Ρουμανία, καθώς και η αντίστοιχη μεταφορά της έδρας στην Ελβετία. Αλλά η μελέτη αυτή θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ιδιαίτερη επιφύλαξη, διότι κινείται στο πλαίσιο της πάγιας πρακτικής της επικοινωνιακής παραπλάνησης του καταναλωτικού κοινού: πραγματοποιήθηκε από Αμερικανό επιστήμονα, η επιστημονική δραστηριότητα του οποίου ευρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την αμερικανική εταιρία και τα συμφέροντά της. Για την ίδια χρονιά, μία μελέτη του ΙΟΒΕ για τον κλάδο των αναψυκτικών αναφέρει ότι αυτός παράγει το 1,13 του ΑΕΠ. Εάν δεχτούμε ως ακριβή τα ποσοστά και των δύο μελετών, σημαίνει ότι οι ελληνικές εταιρίες συμβάλλουν σε μεγαλύτερο βαθμό στην εθνική οικονομία από ό,τι οι πολυεθνικές Coca Cola και Pepsi Cola μαζί.
Για αυτό: Απομένει στους καταναλωτές και στις καταναλώτριες να αναλογιστούν τις ευθύνες τους απέναντι στην εθνική οικονομία και στις θέσεις εργασίας: αθροιστικά οι ελληνικών συμφερόντων εταιρίες απασχολούσαν περισσότερους εργαζόμενους από ό,τι οι δύο πολυεθνικές και ο αριθμός αυτός θα αυξάνεται όσο αυξάνονται και τα μερίδια τους στην αγορά. Εδώ πρέπει να προστεθούν οι θέσεις εργασίας που δημιουργούν οι αμιγώς ελληνικές εταιρίες σε άλλους κλάδους, για παράδειγμα με τις παραγγελίες για νέο μηχανολογικό εξοπλισμό ενισχύονται οι παραγωγικές δραστηριότητες στο χώρο του μετάλλου, της μηχανολογίας και του ηλεκτρονικού αυτοματισμού. Ακόμη και στο χώρο της διαφήμισης η συνεισφορά των ελληνικών επιχειρήσεων στη δημιουργία αντικειμένου εργασίας για επαγγελματίες είναι μεγαλύτερη από εκείνη των πολυεθνικών: και αυτό διότι οι τελευταίες εισάγουν το διαφημιστικό υλικό για την τηλεόραση από το εξωτερικό, ενώ αντιθέτως οι ελληνικές επιχειρήσεις απευθύνονται σε παραγωγούς εντός Ελλάδος, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις να αναπτυχθεί και αυτός ο τομέας, όπου λιμνάζει πολύ ταλέντο και υπολειτουργεί ένα ικανότατο δυναμικό. H Coca Cola αντιμετωπίζει τη χώρα και σε αυτόν τον τομέα ως αποικία κατανάλωσης: οι ντόπιοι είναι μόνο για τις “βρόμικες” δουλειές, δηλαδή να παραπλανούν τους καταναλωτές, να μηχανορραφούν στην αγορά, να απολύουν και άλλα παρόμοια.
Για αυτό η Coca Cola δεν επιτηρεί μόνο τις κινήσεις των απεργών, τα επιχειρήματα και τα συνθήματά τους, επιτηρεί και κάθε τι που θα μπορούσε να περιορίσει την παρουσία της στην ελληνική αγορά. Ένα από αυτά είναι και τα αναψυκτικά με στέβια: αλλά αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα βήμα για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της αμερικανικής πολυεθνικής. Ήδη η διεύρυνση της γκάμας των προϊόντων στον κλάδο των αναψυκτικών με τη χρήση της στέβια, έχει προκαλέσει τεράστια προβλήματα στους ιθύνοντες της πολυεθνικής στην Ελλάδα. Και βρισκόμαστε μόνο στην αρχή. Το σύστημα Coca Cola το γνωρίζει αυτό – όσο και αν προσπαθούν τα μεγαλοστελέχη της να καθησυχάσουν τους επενδυτές – και προσπαθεί να περιορίσει το ραγδαίως αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα προϊόντα που περιέχουν στέβια. Η λέξη στέβια κινδυνεύει να θεωρηθεί απαγορευμένη για τα ελληνικά μέσα μαζικής επικοινωνίας και αυτό τη στιγμή που το επιχειρείν στον κλάδο των τροφίμων, αναψυκτικών και ποτών ερευνά νέα πεδία εφαρμογών: σπιτικά γλυκά, σοκολάτες, παγωτά, αναψυκτικά και, φυσικώς, παραγωγή στέβιας σε ελληνικά αγροκτήματα και επεξεργασία της σε ελληνικές αγροτο-βιομηχανικές μονάδες.
Είναι αξιοπερίεργο, ότι μέσα στον κοινωνικό ορυμαγδό και την απελπισία εντός της οποίας ρέει η καθημερινότητα των Ελλήνων και των Ελληνίδων, όπου κάθε είδηση για κάτι καινούργιο που θα βοηθήσει στην ανασυγκρότηση της χώρας, είναι και ένα ηρεμιστικό απέναντι στη διαρκή πίεση που ασκεί η αβεβαιότητα στους πολίτες της χώρας, δεν υπάρχει σχεδόν καμία αναφορά για τα βήματα που γίνονται προς αυτή την κατεύθυνση και στη συμβολή της στέβιας στην οικονομική ανάπτυξη περιοχών και κλάδων. Υπάρχουν ήδη ιδιωτικές επιχειρήσεις, συνεταιρισμοί με εξαγωγικό προσανατολισμό και σύγχρονες εγκαταστάσεις, που δραστηριοποιούνται στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, σε σχέση με το φυτό στέβια, ενώ συγχρόνως δημιουργούνται σε σταθερή βάση νέες θέσεις εργασίας – και το σημαντικότερο είναι ότι σε ορισμένες περιοχές αντιστρέφεται η διαδικασία παραγωγικής και πληθυσμιακής αποψίλωσης της υπαίθρου. Και, όμως, για αυτές τις προσπάθειες το επιτηρούμενο ελληνικό σύστημα πληροφόρησης σιωπά. Και η σιωπή αυτή είναι εγκληματική, αλλά έχει την εξήγησή της. Και είναι η απάντηση στο ερώτημα: ποιος φοβάται την συχνή αναφορά και μόνο της ονομασίας στέβια στα μέσα μαζικής ενημέρωσης;
Στο you tube υπάρχει αναρτημένο απόσπασμα από μία τηλεοπτική εκπομπή, από εκείνες τις γνωστές “μαζικοκαταναλωτικές” πρωινές και μεσημεριανές, με θέμα την παρασκευή αναψυκτικών με στέβια (“Πως παρασκευάζονται αναψυκτικά με στέβια»”). Η ανάρτηση είναι μια από τις πολλές της συγκεκριμένης εκπομπής, αλλά κατά παράδοξο τρόπο, είναι η μοναδική θεματολογία, όπου εμφανίζεται η ένδειξη, ότι το υλικό “δεν είναι διαθέσιμο”. Ποιος ενδιαφέρθηκε για να “κατεβεί” από ένα διαχρονικό σύνολο αποσπασμάτων μιας τηλεοπτικής εκπομπής, μόνο εκείνο που αναφέρεται στην παραγωγή αναψυκτικών με στέβια; Για ποιους έχει γίνει εφιάλτης η στέβια; Ποιος επιτηρεί κάθε αναφορά στη στέβια στο ελληνικό σύστημα πληροφόρησης; Ποιος περιορίζει τη δημοσιογραφική ειδησεογραφία αναφορικά με την στέβια, τη βιομηχανική χρήση της και τις ευεργετικές επιπτώσεις της στην εθνική οικονομία;
Όλοι μας αντιλαμβανόμαστε περί τίνος πρόκειται.
Για αυτό:”Oύτε γουλιά Coca Cola”
*Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”