Είναι δεδομένο πως η «επιχείρηση Κόνδωρ» αποτελεί μια από τις πλέον «μαύρες σελίδες» για πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής. Υπενθυμίζεται ότι με τη συγκεκριμένη κωδική ονομασία ήταν γνωστή η συντονισμένη επιχείρηση δικτατορικών καθεστώτων της Αργεντινής, της Χιλής, της Ουρουγουάης, της Παραγουάης, της Βραζιλίας, του Περού, του Εκυοαδόρ και της Βολιβίας με στόχο την απαγωγή και εξόντωση πολιτικών τους αντιπάλων -κατά βάση αριστερών πεποιθήσεων- τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Αξίζει να αναφερθεί πως στην συγκεκριμένη επιχείρηση πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν οι αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες.
Πριν από λίγα χρόνια μάλιστα δικαστήριο της Αργεντινής καταδίκασε δεκαπέντε απόστρατους ανώτερους και ανώτατους αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων και ο πρώην δικτάτορας Ρεϊνάλντο Μπινιόνε, για την ενεργό συμμετοχή τους στην εν λόγω δολοφονική επιχείρηση. Σε ότι αφορά δε των ακριβή αριθμό των θυμάτων της επιχείρησης, αυτός παραμένει ακόμη αδιευκρίνιστος ακόμη και σήμερα, τέσσερις δεκαετίες μετά, καθώς πολλές από τις δολοφονίες παραμένουν ακόμη «στο σκοτάδι».
Εκείνο που έρχεται όμως πλέον «στο φως», σύμφωνα με ρεπορτάζ του Guardian, είναι η προσπάθεια μυστικών υπηρεσιών ευρωπαϊκών χωρών να πάρουν «τεχνογνωσία» από τους αμερικάνους ομολόγους του, οι οποίοι είχαν το συντονισμό της επιχείρησης «Κόνδωρ». Πιο συγκεκριμένα, όπως αποκαλύπτουν μια σειρά από μέχρι πρότινος απόρρητα έγγραφα της CIA, στελέχη των μυστικών υπηρεσιών από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Δυτική Γερμανία και τη Γαλλία βρέθηκαν το Σεπτέμβριο του 1977 στο «αρχηγείο» της επιχείρησης στο Μπουένος Άιρεςπροκειμένου να διαπιστώσουν κατά πόσο οι πρακτικές του «Κόνδορα» θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και στην Ευρώπη.
Σύμφωνα μάλιστα με όσα αναφέρονται στα έγγραφα της CIA, τα συγκεκριμένα στελέχη φέρεται να υποστήριζαν στις συναντήσεις που είχαν στην αργεντίνικη πρωτεύουσα πως κίνδυνος ανατροπής από αριστερόστροφες αντάρτικες ή τρομοκρατικές ομάδες σε κάποιες χώρες ήταν τόσο μεγάλος, ώστε να κρίνεται ακόμη κι επιβεβλημένος ο συντονισμός μιας επιχείρησης ανάλογης με τον «Κόνδορα» και στη Γηραιά Ήπειρο.
«Έδωσαν έμφαση στο γεγονός πως εφόσον δημιουργηθεί μια ανάλογη οργάνωση και στην Ευρώπη, θα έπρεπε να διασφαλιστεί πως οι υπηρεσίες μιας χώρας δε θα έκαναν μονορείς επεμβάσεις στο έδαφος μιας άλλης» τονίζεται παράλληλα στα έγγραφα των αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών.
Χωρίς τέλος οι αποκαλύψεις για τα εγκλήματα του καθεστώτος Βιντέλα
Σε ένα από αυτά περιγράφεται η προσπάθεια των αργεντίνικων αρχών να «ξεφορτωθούν» τα πτώματα των θυμάτων προς την Ουρουγουάη, μέσω του ποταμού που αποτελεί το φυσικό σύνορο μεταξύ των δύο χωρών. «Η κυβέρνηση της Ουρουγουάης ενημερώθηκε ιδιωτικά πως πολλά από τα πτώματα που ξεβράστηκαν στις ακτές της ήταν αποτέλεσμα ενεργειών εκ μέρους των αργεντίνικων αρχών κατά τη διάρκεια ανακρίσεων» όπως καταγράφουν μαρτυρίες από κρατικές πηγές, που δεν κατονομάζονται.
Αργότερα πάντως φαίνεται πως το αργεντίνικο δικτατορικό καθεστώς φρόντισε να τελειοποιήσει τις μεθόδους «εξαφάνισης πτωμάτων», καθώς τα πετούσε στον Ατλαντικό.
Σε άλλα σχετικά ντοκουμέντα, καταγράφεται η ενημέρωση εκ μέρους ενός στελέχους του FBI προς τους αρμοδίους στην Ουάσιγκτον σχετικά με την απαγωγή και δολοφονία δύο Κουβανών αξιωματικών τον Αύγουστο του 1976. «Τα σώματά του τσιμεντώθηκαν και στη συνέχεια πετάχτηκαν στον ποταμό Ρίο Λουχάν» αναφέρει χαρακτηριστικά και προσθέτει: «Με τα υπάρχοντα δεδομένα εκτιμώ πως θα είναι πολύ δύσκολο να αναγνωριστούν τα πτώματα ακόμη κι αν ανακαλυφθούν».
Επιπλέον, αποκαλύπτεται ότι πολλές από τις υποτιθέμενες συγκρούσεις με αριστερές αντάρτικες ομάδες είχαν στην πραγματικότητα «κατασκευαστεί» από το καθεστώς Βιντέλα προκειμένου να δικαιολογήσουν τις μαζικές δολοφονίες κρατουμένων κατά τη διάρκεια ανακρίσεων.
Τέλος, περιγράφεται ο άγριος βασανισμός μια ανάπηρης ψυχολόγου, προκειμένου η ίδια να αποκαλύψει στοιχεία σχετικά με κάποιους από τους ασθενείς της. Αξίζει να σημειωθεί πως το εν λόγω περιστατικό έλαβε εν μέσω της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 1978 στην Αργεντινή, όταν δηλαδή τα βλέμματα όλης της υφηλίου ήταν στραμμένα στο Μπουένος Άιρες. Γνώση δε του γεγονός φέρεται να είχαν και διπλωματικά στελέχη του Βατικανού, τα οποία και σύμφωνα με τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα ενημέρωσαν την αμερικάνικη πρεσβεία.