Μέσα πάει καλά – δεδομένων των συνθηκών. Ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν έχει την ικανοποίηση να βλέπει τις, ανορθόδοξες ως γνωστόν, οικονομικές επιλογές του να αποδίδουν προς το παρόν, καθώς η τουρκική οικονομία κατέγραψε το δεύτερο τρίμηνο του έτους ισχυρούς ρυθμούς ανάκαμψης από τη δοκιμασία της πανδημίας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε η τουρκική στατιστική υπηρεσία την Τετάρτη, ο ρυθμός ανάπτυξης του δευτέρου τριμήνου υπολογίζεται σε 21,7% σε ετήσια βάση (και σε 0,9% σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο), με οδηγό την αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών κατά 22,9% και των δαπανών παγίου κεφαλαίου των επιχειρήσεων κατά 20,3%, ενώ οι εξαγωγές ενισχύθηκαν κατά 59,9% Ακολουθώντας αυτή την τροχιά, το ΑΕΠ της Τουρκίας εκτιμάται ότι μπορεί να καταγράψει συνολική αύξηση κατά τη διάρκεια του 2020 της τάξης του 10%.
Πρόκειται προφανώς για το αποτέλεσμα της επιλογής να μην υπάρξουν νέες αυξήσεις των επιτοκίων μετά τον Μάρτιο και να στηριχθούν οι επιχειρήσεις με νέα σχήματα δανείων με ευνοϊκούς όρους.
Οι οικονομολόγοι βέβαια δεν εντυπωσιάζονται – διότι γνωρίζουν στο έδαφος ποιών διαρθρωτικών αδυναμιών καταγράφονται αυτές οι επιτυχίες. Άλλωστε το μέτρο σύγκρισης που καθιστά τα τωρινά στοιχεία εκ πρώτης όψεως εντυπωσιακά δεν είναι παρά η βαθιά “βουτιά” που προκάλεσε πέρσι η πανδημική κρίση, αλλά και η γενικότερη καχεξία της τουρκικής οικονομίας κατά το πρόσφατο παρελθόν, με το συνολικό ρυθμό ανάπτυξης της προηγούμενης τριετίας να περιορίζεται στο 7% αθροιστικά.
Την πίσω όψη της τόνωσης του ρυθμού ανάπτυξης δίνει η συνεχιζόμενη υποχώρηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της λίρας και η εκτίναξη του πληθωρισμού στο 19%. Οι “επιτυχίες επικεφαλίδας”, για τις οποίες τόσο νοιάζεται πολιτικά ο Ερντογάν, αποκαλύπτεται ότι δεν πατούν σε βιώσιμη βάση. Έστω και έτσι, όμως, τα χειρότερα απωθούνται για το μέλλον.
Αλλά και έξω πάει καλά – και πάλι δεδομένων των συνθηκών. Διότι, παρά την κατάρρευση, λόγω της ταχύτατης προέλασης των Ταλιμπάν, των σχεδίων για ανάληψη της ασφάλειας του αεροδρομίου της Καμπούλ από τουρκικές δυνάμεις, με τις ευλογίες των ΗΠΑ, οι φιλοδοξίες του Ερντογάν για ενισχυμένο ρόλο στην Κεντρική Ασία δεν υποχωρούν, ίσως μάλιστα να διευκολύνονται και από το κενό που προέκυψε αιφνιδίως στο Αφγανιστάν.
Η τουρκική διπλωματία καλλιεργεί εντατικά τις σχέσεις της με τη νέα εξουσία στο Αφγανιστάν, αξιοποιώντας και τη μεσολάβηση περιφερειακών συμμάχων της, όπως το Κατάρ και το Πακιστάν, που έχουν βαρύνοντα ρόλο στα αφγανικά πράγματα (το μεν εμιράτο ως ο οικοδεσπότης της αντιπροσωπείας των Ταλιμπάν που διαπραγματευόταν με τις ΗΠΑ τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, το δε Ισλαμαμπάντ ως ο διαχρονικός “χειριστής” των “ιεροσπουδαστών” που ξεκίνησαν από το έδαφός του ως πρόσφυγες για να καταστούν διεθνώς διαβόητοι).
Μολονότι οι τουρκικές δυνάμεις αποχώρησαν πλέον και αυτές από το αεροδρόμιο της Καμπούλ, η Άγκυρα δεν παραιτείται από την ιδέα να αναλάβει με διεθνή υποστήριξη ρόλο εγγυητή για την επαναλειτουργία της μόνης μη χερσαίας πύλης του Αφγανιστάν προς τον κόσμο.
Πρώτο ζητούμενο, είναι το να εξασφαλισθεί πρόσβαση των φιλικών προς τον Ερντογάν κατασκευαστικών εταιρειών στην ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν, ενώ οι περισσότεροι καχύποπτοι δικαιούνται να διαβλέπουν ενδιαφέρον του τουρκικού συμπλέγματος βαθέος κράτους και οργανωμένου εγκλήματος για το κύριο εξαγώγιμο προϊόν της κεντρασιατικής χώρας, ήτοι το όπιο και τα παράγωγά του. (Στο ίδιο σκοτεινό πλέγμα θα πρέπει να αναζητηθεί και η διαχείριση των ισλαμιστών μαχητών που μεταφέρθηκαν από τη Συρία στον Ινδοκαύκασο, προς εκβιασμό ή προσεταιρισμό ποικίλων ενδιαφερόμενων τρίτων δυνάμεων).
Με το βλέμμα στραμμένο πάντα και προς το εσωτερικό του, ο Ερντογάν επιθυμεί να προβάλει μία εικόνα συμβολής της Τουρκίας στην αντιμετώπιση των προβλημάτων στην πηγή τους, ώστε η χώρα του να μην υποδεχθεί νέα προσφυγικά κύματα από το Αφγανιστάν. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν πλέον ανεκτό από την τουρκική κοινή γνώμη, ενώ και οι ίδιοι οι κυβερνώντες αλλάζοντας άρδην την ρητορική τους ευνοούν την στοχοποίηση των προσφύγων ως αποδιοπομπαίου τράγου για τις δοκιμασίες της Τουρκίας – λ.χ. ακόμη και για τις φετινές πυρκαγιές.
Εξ ού και οι δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβούτ Τσαβούσογλου ότι η χώρα του είναι πρόθυμη να εργασθεί για την σταθεροποίηση του Αφγανιστάν και τη δημιουργία μίας νέας συμπεριληπτικής κυβέρνησης, ώστε να αποφευχθούν νέα προσφυγικά κύματα.
Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία επιχειρεί τώρα αυτοτελώς να αποσπάσει τον ρόλο που προηγουμένως διεκδικούσε υπό τύπον αμερικανικής “υπεργολαβίας”. Και αν το επιτύχει, οπωσδήποτε θα θελήσει να το εξαργυρώσει απέναντι στους λοιπούς διεθνείς συνομιλητές της. Το χαμήλωμα των επικριτικών τόνων από την άλλη άκρη του Ατλαντικού σε ό,τι αφορά την γείτονα είναι ήδη χαρακτηριστικό.
Πηγή Capital – Κώστας Ράπτης. Ο τίτλος είναι της Iskra