Σε προηγούμενες φάσεις η συνάντηση ρωσικών και τουρκικών αντιπροσωπειών και η τηλεφωνική επικοινωνία Πούτιν και Ερντογάν θα αρκούσαν για να βρεθεί ένα σημείο ισορροπίας σε σχέση με την κρίση στη Συρία. Η ρωσική ανακοίνωση, προσεκτικά γραμμένη, αναφέρεται στο ότι οι δύο πλευρές συζήτησαν «διάφορες πλευρές των δραστηριοτήτων που αποσκοπούν στην επίλυση της συριακής κρίσης, επικεντρώνοντας στη ζώνη αποκλιμάκωσης στην Ιντλίμπ και την ανάγκη να εφαρμοστούν πλήρως οι ρωσοτουρκικές συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένου του μνημονίου της 17ης Σεπτεμβρίου 2018».
Ο λόγος που δεν βρέθηκε σημείο ισορροπίας έχει να κάνει με τις διαφορετικές προτεραιότητες των δύο πλευρών. Η Ρωσία δεν δείχνει διατεθειμένη να ανακόψει την προέλαση των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων, ή τουλάχιστον θέλει η όποια νέα συμφωνία να γίνει στο έδαφος του πραγματικού συσχετισμού δυνάμεων και με ορίζοντα την αποχώρηση των ένοπλων ισλαμικών ομάδων και την επέκταση της πραγματικής κυριαρχίας της συριακής κυβέρνησης.
Αντίθετα, η Τουρκία επιδιώκει μια διατήρηση της κατάστασης πριν την τωρινή κλιμάκωση, καθώς θέλει να χρησιμοποιήσει τις ένοπλες οργανώσεις που στηρίζει ως μοχλό πίεσης και επιρροής στη μεταπολεμική Συρία και τρόπο ώστε να έχει λόγο στις μεταπολεμικές διαπραγματεύσεις. Μόνο που αυτό σημαίνει να παρατείνεται η σημερινή κατάσταση στην Ιντλίμπ ένα θύλακα στον οποίοι πέραν των φιλοτουρκικών οργανώσεις δρα ανάμεσα στα άλλα και η μετεξέλιξη της Αλ Κάιντα στη Συρία και άλλες οργανώσεις που κατά καιρούς επιτίθεται στις κυβερνητικές δυνάμεις, τόσο στην Ιντλίμπ όσο και σε άλλες περιοχές.
Ας μην ξεχνάμε ότι ουσιαστικά η Τουρκία, με τρεις διαδοχικές μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις («Ασπίδα του Ευφράτη», «Κλάδος Ελαίας» και «Πηγή Ειρήνης») κατέχει τμήματα της συριακής επικράτειας κοντά στη συροτουρκική μεθόριο, πρωτίστως για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις κουρδικές αντάρτικες οργανώσεις. Αυτήν τη στρατιωτική παρουσία τώρα θέλει να την παρατείνει, κάτι που όμως έρχεται σε σύγκρουση με τον τρόπο που η Ρωσία θεωρεί ότι πρέπει να δρομολογηθεί η πολιτική ενοποίηση της Συρίας, με τις όποιες διαρρυθμίσεις ασφαλείας για γειτονικές χώρες να μην υπονομεύουν αυτή την ανάγκη μιας ενιαίας επικράτειας.
Το ρωσοτουρκικό μνημόνιο του Σότσι του Σεπτεμβρίου του 2018 όντως όρισε ένα όριο στο μέχρι που θα κινηθούν οι κυβερνητικές δυνάμεις. Με αυτόν τον τρόπο η Τουρκία εξασφάλισε ότι δεν θα βρίσκονταν στο στόχαστρο οι οργανώσεις που στηρίζει (και που η ίδια παρουσιάζει ως «μετριοπαθείς» παρότι δεν διαφέρουν από τις υπόλοιπες). Όμως, τμήμα των συμφωνιών ήταν και η σταδιακή απομάκρυνση των ένοπλων οργανώσεων από την Ιντλίμπ, κάτι που δεν έγινε. Αυτό ακριβώς επιδιώκουν τώρα οι κυβερνητικές δυνάμεις, με την υποστήριξη της Ρωσίας και εν μέρει και την υποστήριξη και φιλοϊρανικών δυνάμεων που έχουν μετακινηθεί προς αυτά τα μέτωπα. Κομβικό επίδικο αυτής της φάσης των επιχειρήσεων είναι η έλεγχος των αυτοκινητοδρόμων Μ4 και Μ5 που εξασφαλίζουν την επικοινωνία του Χαλεπίου με την Δαμασκό και τα παράλια.
Η μέχρι τώρα αντίδραση της Τουρκίας είναι η διαρκώς μεγαλύτερη εμπλοκή στη σύγκρουση με την αποστολή εξοπλισμού και στρατιωτικού προσωπικού στην περιοχή και τη δημιουργία νέων σταθμών επιτήρησης, έστω και εάν σημαντικός αριθμός τους είναι πια περικυκλωμένος από τις δυνάμεις της συριακής κυβέρνησης.
Η Τουρκία μέχρι τώρα επιμένει στο αίτημα να επανέλθουν τα πράγματα στην προτεραία κατάσταση και οι κυβερνητικές δυνάμεις να αποσυρθούν στα όρια που προέβλεπε το μνημόνιο στο Σότσι το 2018. Αυτό, όμως, δεν έχουν, λόγο να το αποδεχτούν οι συριακές κυβερνητικές δυνάμεις (άλλωστε με αυτό τον τρόπο έχουν κινηθεί σε όλο τον συριακό εμφύλιο, δηλαδή με διαρκή πίεση και σταδιακή κατάκτηση θέσεων), ούτε όμως και η Ρωσία που δύσκολα θα ερχόταν σε ρήξη με τη συριακή κυβέρνηση πάνω σε αυτό.
Αυτό ανοίγει στην ως μόνο ενδεχόμενο την ακόμη μεγαλύτερη εμπλοκή στη σύγκρουση στην προσπάθεια να ανακόψει την παραπέρα επέλαση των κυβερνητικών δυνάμεων και πετύχει, με τη ρωσική μεσολάβηση, ένα νέο μνημόνιο, που θα αναγνωρίζει μια ακόμη τουρκική ζώνη ασφαλείας (προφανώς μικρότερη από τη ζώνη που αφορούσε η συμφωνία του 2018). Γιατί είναι σαφές ότι η επιμονή στην επιστροφή των κυβερνητικών δυνάμεων στα όρια που είχαν συμφωνηθεί το 2018 απλώς θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη αντιπαράθεση με τη Ρωσία και σε παρατεταμένη σύγκρουση με τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις και άρα μεγαλύτερο κόστος και για την ίδια την Τουρκία.
Ο ρόλος των ΗΠΑ
Σε όλη αυτή την αντιπαράθεση ας μην ξεχνάμε και το ρόλο των ΗΠΑ. Μπορεί οι αμερικανοί να έχουν απεμπολήσει το ρόλο μιας δύναμης που θα εγγυόταν κάποια λύση στη Συρία, εκχωρώντας τον ουσιαστικά στη Ρωσία, εντούτοις προφανώς και θα ήθελαν καταστάσεις που να φθείρουν τη Ρωσία (όπως και τις ιρανικές δυνάμεις που βρίσκονται στη Συρία).
Δεν είναι τυχαίο ότι παρότι ένα σημαντικός όγκος των αμερικανικών δυνάμεων έχει απομακρυνθεί από τις περιοχές που ήταν υπό κουρδικό έλεγχο στη βορειοανατολική Συρία, εντούτοις ενισχύουν την παρουσία τους στις περιοχές της Ντέιρ εζ-Ζόρ και της Χασακά, στις οποίες έμειναν και που σχετίζονται με τον έλεγχο των κοιτασμάτων πετρελαίου, ελέγχοντας παράλληλα και κρίσιμα των εκεί αυτοκινητοδρόμων θέτοντας και περιορισμούς στην κίνηση των ρωσικών περιπόλων. Η ενίσχυση αυτή παραπέμπει σε μια σαφή επιλογή να μείνουν σε αυτές τις θέσεις.
Γι’ αυτό το λόγο και ουσιαστικά έχουν στηρίξει, δια στόματος του ίδιου του Μάικ Πομπέο, τις τουρκικές κινήσεις στην Ιντλίμπ και τις επιθέσεις στις κυβερνητικές δυνάμεις. Φαίνεται επίσης ότι δεν ήταν τυχαία η επίσκεψη του Ανώτατου Διοικητή του ΝΑΤΟ (SACEUR) και Διοικητή της Ευρωπαϊκής Διοίκησης (EUCOM) πτεράρχου Τοντ Γουόλτερς στην Άγκυρα στις 30 Ιανουαρίου.
Οι κουρδικοί ελιγμοί
Σε αυτό το τοπίο έχουν ενδιαφέρον και οι κινήσεις των Κούρδων. Παρότι στις βορειοανατολικές περιοχές ισορροπούν ανάμεσα στη συνεχιζόμενη συνεργασία με τις αμερικανικές δυνάμεις και τις ρωσικές δυνάμεις που εγγυώνται ότι δεν υπάρχει παραπέρα προέλαση των τουρκικών δυνάμεων, σε άλλες περιοχές επανεξετάζουν τη στάση τους.
Ας μην ξεχνάμε ότι η εμπειρία των τουρκικών επιχειρήσεων τον περασμένο Οκτώβρη τους έδειξε ότι δεν μπορούν να στηρίζονται αποκλειστικά στις ΗΠΑ, ότι δεν πρέπει να αγνοούν τη Μόσχα και ότι χρειάζονται διαπραγμάτευση και με τη Δαμασκό.
Είναι σαφές ότι τυχόν επιδείνωση των ρωσοτουρκικών σχέσεων γύρω από το θέμα της Ιντλίμπ επίσης τους αφήνει ένα περιθώριο ελιγμών, εάν κλιμακωθούν οι συγκρούσεις των τουρκικών και των συριακών δυνάμεων. Σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσαν να επιτεθούν σε άλλες περιοχές που ελέγχουν οι Τούρκοι από προηγούμενες επιχειρήσεις. Ούτως ή άλλως ήδη έχουν μια μικρή ρωσική ανοχή στις επιχειρήσεις που κάνουν κατά ομάδων που στηρίζονται από την Τουρκία στην Αφρίν. Όλα αυτά θα εξαρτηθούν βέβαια και από το εάν θα υπάρξει μια απευθείας διαπραγμάτευση των Κούρδων με τη συριακή κυβέρνηση με ορίζοντα και το μεταπολεμικό καθεστώς. Στο βαθμό που τα αιτήματά τους για τη μεταπολεμική διαρρύθμιση δεν αντιβαίνουν την κατεύθυνση της εδαφικής και πολιτικής ενότητας της Συρίας, θα μπορούσαν να έχουν και τη στήριξη του Ιράν.
Άλλωστε, το Ιράν θα ήθελε μια σχετικά γρήγορη κατίσχυση της συριακής κυβέρνησης, ακριβώς γιατί θεωρεί ότι κάτι τέτοιο αποτελεί και ήττα των αμερικανικών σχεδίων. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόσφατα ο Αλί Χαμενεί ορκίστηκε ότι «η συριακή κυβέρνηση και οι σύμμαχοί της από το μέτωπο της αντίστασης θα πάνε από την Ιντλίμπ στα ανατολικά του Ευφράτη για να διώξουν τους αμερικανούς».