Το κουαρτέτο των δανειστών είναι πάλι εδώ, στο ΧΙΛΤΟΝ, απ’ όπου ουσιαστικά κυβερνά τη χώρα. Τα λαϊκά στρώματα δέχονται μια πρωτοφανή επίθεση από την κυβέρνηση, τους δανειστές (ΕΕ και ΔΝΤ) και τις δυνάμεις του κεφαλαίου, με ένα νέο πακέτο αντιλαϊκών μέτρων 3,6-4 δισ ευρώ σε ετήσια βάση. Αυτό περιλαμβάνει νέα μείωση των κύριων συντάξεων, αλλά και των επικουρικών, μέσω της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς από 1-1-2019, την μείωση του αφορολόγητου από 8.600 σε 5.600 ευρώ, νέες σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις, με πρώτο θύμα τη ΔΕΗ, ακόμα μεγαλύτερη “απελευθέρωση” των ομαδικών απολύσεων και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.
Πρόκειται ουσιαστικά για το 4ο μνημόνιο και μάλιστα χωρίς νέα δανειοδότηση από τους δανειστές, που οδηγεί σε μεγαλύτερη φτωχοποίηση του λαού, σε ακόμα μεγαλύτερο αδιέξοδο την οικονομία και σε ακόμα πιο ταπεινωτική υποτέλεια την χώρα μας. Η αντιλαϊκή αυτή επίθεση των δανειστών, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και της μνημονιακής «αντιπολίτευσης» (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΠΟΤΑΜΙ – ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΩΩΝ) θα έχει διάρκεια λόγω της νέας μνημονιακής δέσμευσης που φορτώνουν τη χώρα, για συνέχιση των πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, και κατά συνέπεια των πολιτικών της λιτότητας, τουλάχιστον μέχρι το 2028.
Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα σε χειμερία νάρκη και τέλμα
Κι ενώ αυτά συμβαίνουν, το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, που αυτή την περίοδο θα έπρεπε να πρωτοστατεί για λαϊκό ξεσηκωμό, βρίσκεται, σε πλήρη αδράνεια, υποχώρηση και κατακερματισμό. Ενδεικτική είναι η κατάσταση, η οποία έχει διαμορφωθεί για την εργατική πρωτομαγιά, που για τον αγωνιστικό γιορτασμό της έχουν ήδη αναγγελθεί στην Αθήνα 5 και στη Θεσσαλονίκη 4 διαφορετικές συγκεντρώσεις.
Την πρώτη και βασική ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση έχουν οι συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες (ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ), κυρίως στη ΓΣΕΕ, που, με την αγωνιστική αδράνεια, την οποία επιβάλλουν στο συνδικαλιστικό κίνημα, ουσιαστικά εξυπηρετούν το πέρασμα των μνημονιακών πολιτικών.
Το ΠΑΜΕ, με την επιμονή του στις ξεχωριστές και διαχωριστικές από το υπόλοιπο εργατικό κίνημα κινητοποιήσεις του ή με την πρότασή του για ΤΩΡΑ να γίνει πανεργατική απεργία, όχι πριν, αλλά αφού κατατεθούν στη βουλή τα εφαρμοστικά νομοσχέδια του 4ου μνημονίου, δείχνει ότι δεν πιστεύει ότι αυτά μπορεί να αποτραπούν με λαϊκούς αγώνες. Με αυτές τις πρακτικές του δεν συμβάλλει στην ενεργοποίηση του συνόλου του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και ευρύτερων τμημάτων του λαού και της νεολαίας, αποτρέπει την ανάπτυξη ενωτικών εργατικών και λαϊκών αγώνων και κατά συνέπεια δεν φοβίζει ούτε ενοχλεί το μνημονιακό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο.
Επομένως, ούτε η συμβιβασμένη πλειοψηφία της ΓΣΕΕ ούτε η ηγεσία του ΠΑΜΕ μπορούν να πείσουν τους εργαζόμενους ότι θέλουν να πάνε τη σύγκρουση με την κυβέρνηση και την μνημονιακή «αντιπολίτευση» μέχρι τέλους, δηλαδή μέχρι την ανατροπή των ίδιων και των πολιτικών τους.
Αλλά – για να είμαστε ειλικρινείς – και οι Ομοσπονδίες και τα πρωτοβάθμια σωματεία, που έχουν αγωνιστικές πλειοψηφίες δεν ανέλαβαν μέχρι τώρα αυτοτελείς πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη κινητοποιήσεων από τα κάτω αναμένοντας παθητικά τις αποφάσεις των τριτοβάθμιων οργάνων, δηλαδή της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ.
Ο συντονισμός πρωτοβάθμιων σωματείων, παρά την αγωνιστικό περιεχόμενο των αποφάσεων και ανακοινώσεών του, έχει περιορισμένη συνδικαλιστική απεύθυνση και εμβέλεια με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε πρωτοβουλία του να εξαντλείται σε κεντρικό επίπεδο και να μην ακουμπά την εργατική βάση.
Ακόμα και η ΑΔΕΔΥ, που, παρά την αλλαγή προς το χειρότερο των συσχετισμών της στο τελευταίο συνέδριό της, εξακολουθεί να παίρνει αποφάσεις για κινητοποιήσεις, έχει σοβαρό πρόβλημα μαζικοποίησής τους, αφού η πλειοψηφία της δεν κάνει τίποτε ουσιαστικό για την προετοιμασία τους και την ανύψωση του αγωνιστικού φρονήματος των μελών της.
Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα – παρά τις όποιες θετικές εξαιρέσεις και προσπάθειες στο εσωτερικό του – βιώνει καταστάσεις μεγάλης απαξίωσης στη συνείδηση των εργαζομένων. Τα κρισιακά φαινόμενα εκφυλισμού, πελατειακών σχέσεων, γραφειοκρατικοποίησης και αποκοπής των συνδικαλιστικών ηγεσιών από την εργατική βάση εντείνονται συνεχώς. Η συνδικαλιστική πυκνότητα στον ιδιωτικό τομέα είναι πλέον κάτω από το 10%, εξαιτίας όλων των παραπάνω λόγων, αλλά και της μεγάλης ανασφάλειας από την υψηλή ανεργία και της μνημονιακής κατεδάφισης των εργασιακών σχέσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Στο δημόσιο, που υπάρχει τυπικά μεγάλη συνδικαλιστική πυκνότητα, λείπει η συμμετοχή των εργαζομένων στις διαδικασίες του συνδικαλιστικού κινήματος (συνελεύσεις) και στην υλοποίηση των αποφάσεων (απεργιακές κινητοποιήσεις).
Πολύ μεγάλο πρόβλημα συνεχίζει να είναι η απουσία της νεολαίας, των επισφαλών εργαζομένων και των ανέργων από την συνδικαλιστική λειτουργία και δράση. Χωρίς την ένταξή τους στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής των συσχετισμών και ταξικής – αγωνιστικής επαναθεμελίωσής του θα έχει περιορισμένη εμβέλεια.
Τα μεγάλα αυτά προβλήματα των συνδικάτων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με γενικόλογες καταγγελίες και λεκτικούς αγωνιστικούς βερμπαλισμούς. Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν αυτά συνυπάρχουν με τις οικονομικές δυσκολίες των εργαζομένων, που προβληματίζονται πλέον ακόμα και για την απώλεια ενός μεροκάματου απεργίας, λόγω της δραστικής μείωσης των μισθών και της πρωτοφανούς ανεργίας.
Χρειάζεται σκληρή και επίμονη μέσα στην εργατική βάση για την σχεδιασμένη επαναθεμελίωση και ανασυγκρότηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος σε ταξική, δημοκρατική, αγωνιστική κατεύθυνση. Αυτή μπορεί να γίνει με ενωτικές, συντονισμένες και μαχητικές πρωτοβουλίες σε όλα τα επίπεδα και κυρίως από τα κάτω στα πρωτοβάθμια σωματεία, αλλά και με άτυπες μορφές συσπείρωσης ομάδων εργαζομένων και ανέργων, που θα ενεργοποιούνται θα συνεργάζονται, θα συναρθρώνονται με το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα.
Επισημαίνουμε με έμφαση τα φαινόμενα κρίσης και παρακμής, που διανύει το συνδικαλιστικό κίνημα, όχι για να του κάνουμε το πολιτικό μνημόσυνο, αλλά για να τονίσουμε την επείγουσα σημασία μιας καλά σχεδιασμένης προσπάθειας για την αναζωογόνηση και την ταξική ανασυγκρότησή του με σταθερό μέτωπο ενάντια στον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό και για την ανάκτηση της αγωνιστικής αξιοπιστίας του.
Επίσης, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ο κατακερματισμός Αριστεράς και των αντιμνημονιακών δυνάμεων και η απουσία μέχρι σήμερα ενός μετώπου τους, στη βάση μίας κοινής, ριζοσπαστικής και φερέγγυας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης τους, δεν δίνει την ελπίδα στους εργαζόμενους ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος, για τον οποίο αξίζει να αγωνίζονται.
Επομένως η κάμψη των εργατικών και λαϊκών αγώνων χτυπά δυνατές καμπάνες και για την αριστερά. Εάν οι δυνάμεις της δεν καταφέρουν να συνεργαστούν στη βάση κοινού ριζοσπαστικού προγράμματος και να δώσουν μια ελπιδοφόρα και βιώσιμη εναλλακτική λύση, δεν είναι αυτονόητη η ευθύγραμμη ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων. Η ανάπτυξη των αγώνων προϋποθέτει ως στοιχείο παρακίνησης και έμπνευσης, την ύπαρξη και προώθηση εναλλακτικής πολιτικής πρότασης. Διαφορετικά, μπορεί οι εξελίξεις να οδηγήσουν σε πισωγύρισμα και σε ενίσχυση της ακροδεξιάς.
Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.
Τα νέα αντιλαϊκά μνημονιακά μέτρα του προωθούμενου 4ου μνημονίου μπορούν να αποτραπούν μόνο με ενωτικούς, μαχητικούς συντονισμένους και κλιμακούμενους αγώνες των εργαζομένων, των συνταξιούχων, των νέων, των ανέργων, των μικρομεσαίων επαγγελματιών, επιστημόνων και αγροτών.
Οι ταξικές αγωνιστικές δυνάμεις, που δρουν στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, δεν πρέπει να περιμένουν να οργανωθεί αυτός ο ξεσηκωμός από τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες. Αυτές κρατούν σε αγωνιστική καραντίνα το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα εδώ και 15 μήνες, μετά την παλλαϊκή κινητοποίηση στις 4 Φλεβάρη του 20916. Δεν έκαναν, δεν κάνουν και δεν θα κάνουν τίποτε για την αγωνιστική προετοιμασία της εργατικής τάξης, ώστε να δώσει με αυτοπεποίθηση τη μάχη για την αποτροπή των αντεργατικών μέτρων του 4ου μνημονίου.
Σήμερα, αυτό που επείγει, είναι, οι ταξικές αγωνιστικές δυνάμεις, να κάνουν οτιδήποτε δυνατόν, ώστε να μαζικοποιηθούν οι Πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις και τουλάχιστον να ενωθούν σε ενιαίες πορείες, ως μια πρώτη ενωτική αγωνιστική απάντηση στο προωθούμενο τέταρτο μνημόνιο. Επίσης, να κάνουν κοινές προτάσεις σε όλο το εύρος και τις βαθμίδες του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, ώστε να προκηρυχτεί άμεσα πανελλαδική απεργία όλων των εργαζομένων, που να μετατραπεί σε παλλαϊκό ξεσηκωμό και να αποτελέσει την αφετηρία για ένα νέο κύκλο, αυτή τη φορά νικηφόρων, αγώνων ενάντια στη νέα αντιλαϊκή μνημονιακή λαίλαπα. Επίσης την αφετηρία για θαρραλέες και συντεταγμένες πρωτοβουλίες για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, για την οργάνωση και πολιτικοποίηση της λαϊκής και εργατικής οργής ενάντια στις βάρβαρες μνημονιακές πολιτικές και για την δημιουργία ενός μεγάλου λαϊκού ρεύματος για τη δημοκρατική αντιμνημονιακή ανατροπή.
Οι δυνάμεις της Αριστεράς, που δρουν μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και στα κοινωνικά κινήματα αντίστασης και ανυπακοής, θα πρέπει να εργαστούν πιο μεθοδικά όχι μόνο για ν’ αλλάξουν τους συσχετισμούς σε αυτά αλλά και για να ριζοσπαστικοποιήσουν και πολιτικοποιήσουν τα αιτήματά τους σε αντιμνημονιακή κατεύθυνση.
Αυτή την ώρα χρειάζεται όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς, οι αντιμνημονιακές και προοδευτικές δυνάμεις να συντονιστούν και να πρωτοστατήσουν, για να υπάρξουν ενωτικές, μαχητικές λαϊκές και εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις, με πρώτο βήμα την πανεργατική απεργία και εν συνεχεία την κλιμάκωσή της.
Πολιτικό μέτωπο ανατροπής ΤΩΡΑ.
Οι κοινές κινηματικές και πολιτικές δράσεις αριστερών, αντιμνημονιακών δυνάμεων για την ανάπτυξη και στήριξη εργατικών και λαϊκών αγώνων κινητοποιήσεων, είναι σωστές, αναγκαίες και ευπρόσδεκτες. Από μόνες τους, όμως δεν φτάνουν για την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών και όλου του μνημονιακού πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου. Αποκτούν έννοια, σοβαρότητα και προοπτική όταν γίνουν η αφετηρία για τη συγκρότηση ενός ευρύτατου πολιτικού αλλά και εκλογικού μετώπου αριστερών, αντιμνημονιακών, προοδευτικών, δημοκρατικών δυνάμεων.
Ενός μετώπου, που, στη βάση μιας ριζοσπαστικής και βιώσιμης κοινής εναλλακτικής πρότασης, που θα στηρίζεται σ’ ένα διαρκώς αναπτυσσόμενο και πολιτικοποιημένο εργατικό και λαϊκό κίνημα, μπορεί να δώσει νέα ελπιδοφόρα διέξοδο για τον λαό, τη νεολαία και τη χώρα. Οι δυνάμεις της Αριστεράς πρέπει να δώσουν ΤΩΡΑ ελπίδα στις λαϊκές δυνάμεις ότι υπάρχει άλλος δρόμος απ’ αυτόν του μνημονίου και ότι αξίζει ν’ αγωνιστούν γι’ αυτόν.
Οι ευθύνες όσων αριστερών και αντιμνημονιακών δυνάμεων δεν κινηθούν σε αυτή την ενωτική αγωνιστική κατεύθυνση, ώστε να αποτρέψουν την προωθούμενη από την κυβέρνηση και τους δανειστές νέα κοινωνική και οικονομική καταστροφή, θα είναι ιστορικές και απαράγραπτες. Κυρίως απέναντι στις νέες γενιές εργαζομένων, που, εάν περάσουν και τα νέα αντεργατικά αντικοινωνικά μέτρα, θα εργάζονται πλέον ως σύγχρονοι σκλάβοι, όσοι και όσες βέβαια καταφέρουν να εργάζονται και δεν είναι είτε άνεργοι είτε μετανάστες σε άλλες χώρες προς αναζήτηση εργασίας.