Μεμονωμένη επίδειξη δύναμης για να σωθούν τα προσχήματα ή αρχή μιας επικίνδυνης κλιμάκωσης, που θα μπορούσε να φέρει σε ευθεία σύγκρουση την Αμερική με τη Ρωσία; Το ερώτημα αυτό κυριαρχεί στη διεθνή σκηνή ύστερα από τους χθεσινούς βομβαρδισμούς συριακών θέσεων από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Γαλλία. Αν και οι πρώτες ενδείξεις δεν προοιωνίζονταν ανεξέλεγκτες επιπτώσεις, και μόνο το γεγονός ότι βρέθηκαν στο χείλος της σύγκρουσης πέντε πυρηνικές δυνάμεις που δρουν στην Ανατολική Μεσόγειο (ΗΠΑ, Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία, Ισραήλ) επιτρέπει να μιλήσει κανείς για την πιο επικίνδυνη κρίση από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Τα ρολόγια στη Συρία έδειχναν 4 τα χαράματα όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανέβαινε στο βήμα, στην Ουάσιγκτον, για να ανακοινώσει ότι διέταξε τον βομβαρδισμό συριακών στόχων, σε συντονισμό με Γαλλία και Βρετανία. Ο Αμερικανός πρόεδρος επικαλέστηκε την θρυλούμενη επίθεση του καθεστώτος Άσαντ με χημικά όπλα στη Ντούμα για να υποστηρίξει ότι ήταν αναγκαία η απάντηση των τριών συμμάχων «στη βαρβαρότητα και την κτηνωδία». Ενώ μιλούσε, οι κάτοικοι της Δαμασκού και της Χομς ξυπνούσαν από τις εκρήξεις των πυραύλων Κρουζ, που είχαν εκτοξευθεί από πολεμικά πλοία και αεροπλάνα των τριών συμμάχων. Λίγες ώρες αργότερα, Ουάσιγκτον, Παρίσι και Λονδίνο κήρυξαν την εκστρατεία λήξασα, υποστηρίζοντας ότι πέτυχε τον στόχο της που περιοριζόταν, σύμφωνα με τους ίδιους, στο να πλήξει το χημικό οπλοστάσιο του Άσαντ.
Σύμφωνα με την πρώτη εικόνα που έδιναν τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων, η χθεσινή εκστρατεία ήταν μια κατά τι διευρυμένη εκδοχή της επίθεσης που είχε διατάξει πριν από ένα χρόνο ο πρόεδρος Τραμπ, με την ίδια ακριβώς αιτιολογία- την υποτιθέμενη χρήση χημικών όπλων από τον συριακό στρατό εναντίον αντικαθεστωτικών. Τότε είχαν εκτοξευθεί 59 πύραυλοι Τόμαχοκ– Κρουζ εναντίον μιας συριακής αεροπορικής βάσης, ενώ χθες εκτοξεύθηκαν περισσότεροι από 100 πυραύλους, εναντίον τριών στόχων- υποτίθεται ότι ήταν κέντρα ερευνών και αποθήκευσης χημικών όπλων. Ωστόσο δεν επαληθεύτηκαν τα σενάρια που κυκλοφορούσαν την περασμένη εβδομάδα στην Ουάσιγκτον- πιθανώς, στο πλαίσιο ψυχολογικού πολέμου με τη Ρωσία- για πολυήμερη, εκτεταμένη στρατιωτική εκστρατεία, που θα είχε στόχο τη ριζική αποδυνάμωση ή και την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ.
Η πυραυλική επίθεση στη Συρία και οι στρατιωτικές θέσεις ΗΠΑ, Ρωσίας, Ιράν.
Όλες οι πλευρές επιβεβαιώνουν ότι ούτε ένα κυβερνητικό κτήριο ή νευραλγικό κέντρο του συριακού στρατού δεν επλήγη από τη χθεσινή επίθεση. Η συριακή τηλεόραση έδειξε τον Μπασάρ Άσαντ να πηγαίνει χθες το πρωί στο γραφείο του, κοστουμαρισμένος και με το χαρτοφύλακά του, σαν να ήταν μια κανονική ημέρα, αλλά και πλήθος κόσμου να ανεμίζει συριακές σημαίες και να φωνάζει συνθήματα εναντίον των ΗΠΑ στην κεντρική πλατεία Ομεϊαδών. Τόσο η πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέι όσο και εκπρόσωποι της γαλλικής κυβέρνησης τόνιζαν ότι στόχος της χθεσινής επίθεσης ήταν μόνο η καταστροφή του χημικού οπλοστασίου του Άσαντ και όχι η αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό.
Το κυριότερο, και οι τρεις σύμμαχοι επέμειναν ότι πήραν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφευχθεί οποιοδήποτε πλήγμα εναντίον των ρωσικών και ιρανικών δυνάμεων που βρίσκονται στη Συρία. Η Γαλλίδα υπουργός Άμυνας Φλοράνς Πλερί τόνισε ότι το Παρίσι είχε ενημερώσει έγκαιρα τη Μόσχα για τους στόχους της επίθεσης. Η αλήθεια είναι ότι από το πρωί της Παρασκευής η τηλεόραση του BBC είχε προσδιορίσει στους χάρτες που συνόδευαν τα- ακριβή, όπως αποδείχθηκε- ρεπορτάζ του σταθμού τους τρεις στόχους της επικείμενης επίθεσης.
Ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Τζιμ Μάτις, ο οποίος είχε προειδοποιήσει τις προηγούμενες μέρες για τους κινδύνους μιας σύγκρουσης με τη Ρωσία, έσπευσε χθες το πρωί να δηλώσει ότι επρόκειτο για «μεμονωμένο πλήγμα» (one time shot), κάτι που χαμήλωσε αισθητά το επίπεδο της έντασης, παρότι ο πρόεδρος Τραμπ είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξει συνέχεια στο μέλλον, αν ο Άσαντ ξαναχρησιμοποιήσει χημικά όπλα. Από την πλευρά της, η Μόσχα έδειξε ότι δεν επιθυμεί να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα, καθώς ανακοίνωσε ότι δεν έγιναν επιθέσεις κοντά στις βάσεις που διαθέτει, στην Ταρτούς και το Χμεϊμίμ, προσθέτοντας ότι κανένας πύραυλος δεν πέρασε από τη ρωσική ζώνη ελέγχου του συριακού εναέριου χώρου. Βεβαίως, ο πρόεδρος Πούτιν καταδίκασε σε πολύ αυστηρούς τόνους την επίθεση των Δυτικών και ζήτησε την έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά όλα έδειχναν ότι η αντιπαράθεση θα περιοριστεί, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο, σε πόλεμο λέξεων.
Το μεγάλο ερώτημα που μένει αναπάντητο είναι σε τι θα εξυπηρετήσει τους τρεις Δυτικούς συμμάχους η χθεσινή εκστρατεία. Το περσινό χτύπημα ουδόλως αποδυνάμωσε τον Άσαντ, όπως έδειξαν οι μετέπειτα επιτυχίες του στο συριακό εμφύλιο. Η χθεσινή δεν φαίνεται να αλλάζει τίποτα ουσιαστικό στον εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων, που παραμένει συντριπτικός υπέρ του Άσαντ και των συμμάχων του, Ρωσίας και Ιράν.
Μπορεί βάσιμα να υποθέσει κανείς ότι οι ΗΠΑ εξέταζαν σοβαρά το ενδεχόμενο μιας πολύ ευρύτερης εκστρατείας, αλλά έκαναν πίσω ύστερα από τις πολύ αυστηρές ρωσικές προειδοποιήσεις. O Ρώσος πρεσβευτής στο Λίβανο, Αλεξάντερ Ζασίπκιν είχε αναγγείλει ότι, αν πληγούν ρωσικά στρατεύματα, τότε θα μπουν στο στόχαστρο και οι βάσεις εκτόξευσης, δηλαδή τα πλοία και υποβρύχια των Δυτικών. Το ίδιο είχε πει νωρίτερα ο πολύ φειδωλός σε δηλώσεις αρχηγός του ρωσικού ΓΕΕΘΑ Βαλέρι Γκερασίμοφ, ο οποίος, ήδη από τις 13 Μαρτίου, είχε προειδοποιήσει ότι «ετοιμάζεται προβοκάτσια με δήθεν χρήση χημικών στην Ανατολική Γούτα, ώστε να δικαιολογηθεί αμερικανική επέμβαση». Σύμφωνα με αξιόπιστη πηγή, ο Βλαντιμίρ Πούτιν κάλεσε στο Κρεμλίνο τον Αμερικανό πρεσβευτή Τζον Χάντσμαν και του ανακοίνωσε ορθά- κοφτά ότι, αν τα ρωσικά στρατεύματα δεχθούν επίθεση, τότε η Ρωσία θα πλήξει όχι μόνο τα συμμαχικά πλοία, αλλά και αμερικανικές βάσεις στη Μεσόγειο.
Στην ίδια την Αμερική, σημαίνοντα στελέχη τόσο των Δημοκρατικών, όσο και των Ρεπουμπλικανών, όπως η Νάνσι Πελόζι και ο Τζον Μακέιν αντίστοιχα, καυτηρίαζαν χθες την έλλειψη οποιουδήποτε πολιτικού σχεδίου για το Συριακό, τονίζοντας ότι μια νύχτα βομβαρδισμών δεν αποτελεί υποκατάστατο συνεκτικής στρατηγικής.
Πραγματικά, το προηγούμενο δεκαπενθήμερο ο πρόεδρος Τραμπ άφηνε άφωνους και τους πιο στενούς συνεργάτες του με τις παρορμητικές αντιδράσεις και σχιζοφρενικές μεταπτώσεις του στο Συριακό. Στις 29 Μαρτίου ανακοίνωσε ξαφνικά ότι οι αμερικανικές δυνάμεις στη Συρία θα φύγουν «πολύ σύντομα», στις 11 Απριλίου καλούσε τους Ρώσους να ετοιμάζονται γιατί οι αμερικανικοί πύραυλοι «έρχονται, και θα είναι καινούργιοι, όμορφοι και έξυπνοι», ενώ χθες περιοριζόταν σε μια κατά βάση συμβολική κίνηση, για να σώσει τα προσχήματα.
Παρά τον περιορισμένο χαρακτήρα της, η επίθεση αυτή μπορεί να έχει πολύ δυσμενείς επιπτώσεις. Ήδη, το ρωσικό υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε ότι εξετάζει το ενδεχόμενο να δώσει πυραύλους S-300 στη Συρία. Άλλου είδους ασύμμετρες απαντήσεις της Ρωσίας και του Ιράν είναι πολύ πιθανό να εκδηλωθούν τις επόμενες ημέρες, φορτίζοντας ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα στην πυριτιδαποθήκη της Μέσης Ανατολής.
Το δίλημμα με Κούρδους και Τουρκία
Ακόμη κι αν ήταν έτοιμοι να αναλάβουν το ρίσκο μιας απευθείας σύγκρουσης με τη Ρωσία, οι Δυτικοί θα προσέκρουαν σε ένα άλλο εμπόδιο: οι ίδιοι δεν έχουν σημαντικές δυνάμεις μέσα στη Συρία και όσοι έχουν είναι πολύ προβληματικοί ως δυνητικοί σύμμαχοι. Αυτή τη στιγμή, ο Ασαντ ελέγχει το 75% της επικράτειας, ενώ οι Κούρδοι ελέγχουν το 20% και οι Τούρκοι με τους συμμάχους τους το 5%. Μια συστηματική εκστρατεία εναντίον του Ασαντ μπορεί να υποστηριχθεί σήμερα, μέσα στην ίδια τη Συρία, μόνο από τους Κούρδους. Κι αυτό θα ήταν υλοποιήσιμο μόνο αν οι Αμερικανοί τούς υποσχεθούν σημαντική αυτονομία, κάτι που ωστόσο μπορεί να στρέψει την Τουρκία εναντίον τους και να προκαλέσει μοιραίο ρήγμα στο ΝΑΤΟ.
Στο μεταξύ, η κρίση στη Συρία έχει θέσει υπό ισχυρή δοκιμασία την τακτική σύγκλιση της Τουρκίας με τη Ρωσία και το Ιράν. Αν και τις προηγούμενες ημέρες ο Ταγίπ Ερντογάν προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπίες ανάμεσα στη Μόσχα και την Ουάσιγκτον, χθες το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας χαρακτήρισε «αρμόζουσα» την πυραυλική επίθεση κατά της Συρίας και δήλωσε ότι ο Μπασάρ Άσαντ δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία. Πάντως, η βάση του Ιντσιρλίκ δεν χρησιμοποιήθηκε στην επίθεση.