Μετά τη μακρά και θλιβερή νεοφιλελεύθερη νύχτα της δεκαετίας του ’90 – που διέλυσε ολόκληρα κράτη όπως το Εκουαδόρ – και με αφετηρία το γεγονός της νίκης του Ούγκο Τσάβες στην Προεδρεία της Δημοκρατίας της Βενεζουέλας στα τέλη του 1998, οι δεξιές και ενδοτικές κυβερνήσεις της ηπείρου άρχισαν να καταρρέουν σαν πύργος με τραπουλόχαρτα, με τον ερχομό στην εξουσία, σε όλο το μήκος και πλάτος της δικής μας Αμερικής, λαϊκών κυβερνήσεων και θιασωτών του Σοσιαλισμού της Ευημερίας.
Η στρατηγική των αντιδραστικών δυνάμεων είναι διαμορφωμένη περιφερειακά και θεμελιώνεται βασικά σε δύο άξονες: την υποτιθέμενη αποτυχία του οικονομικού μοντέλου της Αριστεράς και την επιδιωκόμενη έλλειψη ηθικής ισχύος των προοδευτικών κυβερνήσεων.
Η αριστερά, θύμα της ίδιας της επιτυχίας της;
Πιθανόν η αριστερά είναι θύμα επίσης της ίδιας της επιτυχίας της. Σύμφωνα με το CEPAL, σχεδόν 94 εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν από την φτώχεια και εντάχθηκαν στην μεσαία περιφερειακή τάξη κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, στη συντριπτική πλειοψηφία τους καρπός των πολιτικών των κυβερνήσεων της αριστεράς.
Στη Βραζιλία, 37,5 εκατομμύρια άνθρωποι έπαψαν να είναι φτωχοί μεταξύ 2003 και 2013, και τώρα ανήκουν στη μεσαία τάξη, αλλά αυτά τα εκατομμύρια δεν ήταν μια δύναμη κινητοποίησης όταν ένα Κοινοβούλιο που κατηγορείται για διαφθορά απέπεμψε την Ντίλμα Ρούσεφ. Έχουμε ανθρώπους που ξεπέρασαν την φτώχεια και τώρα –γι’ αυτό και ονομάζεται πολλές φορές αντικειμενική ευημερία και υποκειμενική φτώχεια– παρόλο που έχουν βελτιώσει εξαιρετικά το επίπεδο εισοδήματός τους, ζητούν πολύ περισσότερα, και αισθάνονται φτωχοί όχι σε σχέση με αυτά που έχουν, χειρότερα ακόμα από αυτά που είχαν, αλλά σε σχέση με αυτό που προσδοκούν.
Αυτή η νέα μεσαία τάξη που έχει αναδυθεί ως καρπός της επιτυχίας των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών της ίδιας της αριστεράς, έχει ανάγκη νέα ρητορική και μήνυμα. Οι απαιτήσεις της δεν είναι μόνο διαφορετικές, αλλά επίσης ανταγωνιστικές με αυτές των φτωχών, και υποκύπτουν πιο εύκολα στις σειρήνες της δεξιάς και του τύπου της, που προσφέρει σε όλους ένα στυλ ζωής σαν της Νέας Υόρκης.
Η αριστερά πάντα έχει παλέψει κόντρα στο ρεύμα, τουλάχιστο στο δυτικό κόσμο. Η ερώτηση είναι, θα παλέψει κόντρα στην ανθρώπινη φύση;
Το πρόβλημα είναι πολύ πιο πολύπλοκο αν προσθέσουμε σε αυτό την ηγεμονική κουλτούρα που κατασκευάζεται από τα μέσα ενημέρωσης, με την γκραμσιανή έννοια, με άλλα λόγια να πετύχουν οι επιθυμίες των μεγάλων πλειοψηφιών να είναι λειτουργικές με τα συμφέροντα των ελίτ. Ένα δραματικό παράδειγμα ήταν η απόρριψη του Νόμου της Κληρονομιάς που επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί στο Εκουαδόρ, που αποτελείται από ένα φόρο πολύ πιο προοδευτικό για τις κληρονομιές μεγαλύτερου μεγέθους. Παρόλο που μόνο ένα τρία τις χιλίοις του πληθυσμού λαμβάνει στο Εκουαδόρ μια κληρονομιά, και ο νέος νόμος θα επηρεάσει μόνο τις μεγάλες κληρονομιές, με άλλα λόγια το 0,004% των κληρονομιών, κάτι που ισοδυναμεί με περίπου 172 άτομα κάθε έτος σε έναν πληθυσμό 16 εκατομμυρίων, πολλοί φτωχοί και εκ της μεσαίας τάξης βγήκαν να διαμαρτυρηθούν για έναν φόρο που ποτέ δεν θα πρέπει να πληρώσουν, χειραγωγημένοι σε μεγάλο βαθμό από τα μέσα ενημέρωσης.
Οι δημοκρατίες μας θα πρέπει να αποκαλούνται μιντιακές δημοκρατίες. Τα μέσα ενημέρωσης είναι το πιο σημαντικό συστατικό στην πολιτική διαδικασία από τα κόμματα και τα εκλογικά συστήματα· έχουν γίνει τα κύρια αντιπολιτευτικά κόμματα των προοδευτικών κυβερνήσεων· και είναι οι πραγματικοί αντιπρόσωποι της επιχειρηματικής και συντηρητικής πολιτικής εξουσίας.
Δεν έχει σημασία αυτό που συμφέρει τις μεγάλες πλειοψηφίες, αυτό που έχει προταθεί στην προεκλογική καμπάνια, και αυτό που ο λαός, ο εντολέας σε κάθε δημοκρατία, έχει διατάξει στις κάλπες. Το σημαντικό είναι αυτό που εγκρίνουν ή απορρίπτουν στους τίτλους τους τα μέσα ενημέρωσης. Έχουν αντικαταστήσει το Κράτος Δικαίου με το Κράτος Γνώμης.
Η περιφερειακή αριστερά αντιμετωπίσει τα προβλήματα της άσκησης –ή της προηγούμενης άσκησης– εξουσίας, συχνά με τρόπο αποτελεσματικό αλλά φθοροποιό.
Είναι αδύνατο να κυβερνάς έχοντας όλο τον κόσμο ευχαριστημένο, ακόμα περισσότερο όταν απαιτείται τόση κοινωνική δικαιοσύνη. Στο Εκουαδόρ, εξαιτίας του ότι δώσαμε φωνή στους ταπεινούς, ευκαιρίες στους φτωχούς, δικαιώματα στους εργαζόμενους, αξιοπρέπεια στους αγρότες μας, επειδή πήραμε την εξουσία από αυτούς που πάντα την επικαρπώνονταν – την τράπεζα, τα μέσα ενημέρωσης, την κομματοκρατία – προκαλέσαμε ισχυρούς εχθρούς, και μας κατηγόρησαν ότι «πολώσαμε» τη χώρα. Ξεχνούν ότι, για τα μισά κερδισμένα, εδώ και λίγες δεκαετίες θα είχαμε εμφύλιο πόλεμο. Εμείς το κάναμε αφού κουραστήκαμε να κερδίζουμε εκλογές.
Όταν είναι η αριστερά του 3% σε διαρκή αντιπολίτευση, χωρίς κάλεσμα της εξουσίας, συνηθισμένη να διαμαρτύρεται και όχι να προτείνει, δεν γίνεται αντιληπτό πώς είναι να πρέπει να κυβερνάς σε διάφορες οικονομικές συνθήκες, ή να αντιμετωπίζεις προδότες που υπέκυπταν απέναντι στον πειρασμό της εξουσίας και του χρήματος. Είναι καθαρό ότι η μοναδική μάχη που δεν μπορεί να χάσει ένας επαναστάτης είναι η ηθική μάχη, αλλά μια έντιμη κυβέρνηση δεν είναι αυτή που ποτέ δεν υπέστη περιπτώσεις διαφθοράς, αλλά αυτή που ποτέ δεν τις ανέχτηκε. Η αδυναμία να το καταλάβουν αυτό συγχέει πολλούς στρατευμένους, και αφαιρεί ενότητα και δύναμη από τα προοδευτικά κινήματα, ρίχνοντας το ηθικό τους απέναντι στην πρώτη αντιξοότητα, και πολλές φορές προσφέρει στους αντιτιθέμενους ένα επιχείρημα που ποτέ δεν είχαν.
Πάντα πρέπει να είμαστε αυτοκριτικοί, αλλά πρέπει επίσης να έχουμε πίστη στους εαυτούς μας. Οι προοδευτικές κυβερνήσεις βρίσκονται κάτω από συνεχή επίθεση, οι ελίτ και τα μέσα ενημέρωσής τους δεν μας συγχωρούν κανένα λάθος, προσπαθούν να μας κατεβάσουν το ηθικό, να μας κάνουν να αμφιβάλουμε για τις πεποιθήσεις, τις προτάσεις και τους στόχους μας. Για αυτό, ίσως η μεγαλύτερη «στρατηγική πρόκληση» της λατινοαμερικάνικης αριστεράς, είναι να καταλάβει ότι κάθε υπέρβαση θα έχει λάθη και αντιφάσεις, αλλά επίσης, όπως έλεγε ο άγιος Ιγνάτιος Λογιόλα, να καταλάβει ότι, σε ένα πολιορκημένο φρούριο, κάθε διαφωνία είναι προδοσία.