Η αιφνιδιαστική επίσκεψη του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ στην Τεχεράνη την Δευτέρα αποτέλεσε γεγονός με μεγάλο συμβολικό βάρος, αλλά και καταλυτικές επιπτώσεις τόσο για την περιοχή, όσο (παραδόξως) και για το εσωτερικό του Ιράν.
Πρόκειται για την πρώτη, αφότου ξέσπασε το 2011 η συριακή κρίση, επίσκεψη του Άσαντ στην σύμμαχό του Ισλαμική Δημοκρατία, καθώς ο ισχυρός άνδρας της Δαμασκού έχει την περίοδο αυτή βρεθεί εκτός συνόρων μόνο για να μεταβεί στη Ρωσία του Βλάντιμιρ Πούτιν.
Με αυτή την έννοια, η επίσκεψη Άσαντ αποτελεί κίνηση εξισορρόπησης, αλλά και μήνυμα προς τη Μόσχα. Η εμπλοκή της Ρωσίας το 2015 θεωρείται ευρέως ως το σημείο καμπής της συριακής κρίσης, που οδήγησε στην αποτυχία το εγχείρημα της “αλλαγής καθεστώτος”. Ωστόσο, σημαντικότερη ενδεχομένως, αν και αφανέστερη, υπήρξε η ιρανική συνδρομή, μέσω στελεχών των Φρουρών της Επανάστασης και σιιτών εθελοντών από όλη την περιοχή. Η μεν ρωσική αεροπορική υποστήριξη υπήρξε πολύτιμη, όμως η δράση επί του εδάφους είναι πάντα αναντικατάστατη.
Η χρονική στιγμή που επελέγη για την επίσκεψη του Άσαντ στην Τεχεράνη δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς την Τετάρτη πρόκειται να μεταβεί στη Μόσχα ο ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου, πραγματοποιώντας την επίσκεψη που είχε αρχικά προγραμματισθεί για την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά αναβλήθηκε λόγω των διεργασιών σύναψης εκλογικών συμμαχιών ενόψει των επικείμενων πρόωρων βουλευτικών εκλογών στο Ισραήλ.
Για το εβραϊκό κράτος και δη τον πρωθυπουργό Νετανιάχου, η πιθανή διαιώνιση της παρουσίας στη Συρία δυνάμεων των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης και της λιβανικής Χεζμπολάχ αποτελεί το κυριότερο ερώτημα της “επόμενης μέρας” και έχει αναγορευθεί σε πρώτης γραμμής απειλή. Είναι άλλωστε αυτή την παρουσία που επικαλείται το Ισραήλ για τις αεροπορικές επιδρομές που συχνά πραγματοποιεί στην συριακή επικράτεια.
Επιπλέον, η επιδίωξη της διακοπής της εδαφικής συνέχειας του λεγόμενου “άξονα της αντίστασης” (ήτοι Ιράν, Ιράκ, Συρίας, Λιβάνου) καθιστά την ισραηλινή κυβέρνηση αρωγό και συνήγορο κάθε προσπάθειας δημιουργίας κουρδικής οντότητας ανατολικά του Ευφράτη.
Η σχέση με το Ισραήλ είναι ίσως η πιο περίπλοκη που έχει να χειριστεί ο Βλάντιμιρ Πούτιν, ακροβατώντας ανάμεσα στην ανάγκη υποστήριξης της Δαμασκού και του ρωσικού στρατιωτικού αποτυπώματος αφενός και την επιθυμία διατήρησης ανοικτών διαύλων με το εβραϊκό κράτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι και μετά την κατάρριψη ρωσικού αναγνωριστικού αεροσκάφους με 21 επιβαίνοντες από φίλια πυρά, κατά τη διάρκεια ισραηλινής επιδρομής, οι σχέσεις δεν διερράγησαν, μολονότι η Ρωσία απάντησε με την αποστολή συστημάτων S-300 στη Συρία.
Το ότι οι ισραηλινές επιδρομές συνεχίστηκαν έκτοτε, οδήγησε τον πρόεδρο της επιτροπής Εθνικής Ασφαλείας του ιρανικού κοινοβουλίου Χεσματολά Φαλαχατπισέ σε αιχμές κατά τις Ρωσίας (“αν οι S-300 λειτουργούσαν κανονικά, η ισραηλινή αεροπορία δεν θα είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει”), ενώ αναστάτωση προκάλεσε στην Τεχεράνη και η δήλωση του Ρώσου υφυπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Ριάμπκοφ στις 26 Ιανουαρίου ότι η ασφάλεια του Ισραήλ αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για τη Μόσχα και ότι Ιράν και Ρωσία δεν αποτελούν συμμάχους.
Το ζήτημα διαπλέκεται με τις εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις στην Ισλαμική Δημοκρατία, καθώς το μεν στρατόπεδο των μεταρρυθμιστών δίνει έμφαση στην μελλοντική ανοικοδόμηση της Συρίας, κατηγορώντας εμμέσως τη Ρωσία ότι επιδιώκει να δρέψει όλα τα οικονομικά οφέλη, οι δε συντηρητικοί επιμένουν περισσότερο στη διάσταση ασφαλείας της συνεργασίας με τη Μόσχα και αρνούνται ότι η ρωσο-ιρανική σχέση προορίζεται να γίνει ανταγωνιστική.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο ο Άσαντ όσο και ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, αγιατολλάχ Χαμενεΐ που τον υποδέχθηκε παρουσία του επικεφαλής των επίλεκτων δυνάμεων των Φρουρών της Επανάστασης, ταξιάρχου Κάσεμ Σολεϊμανί, διαμηνύουν με τη συνάντησή τους ότι η ιρανική παρουσία στη Συρία θα διαιωνισθεί και ότι οι δύο χώρες διατηρούν μιαν ελευθερία κινήσεων έναντι της Μόσχας.
Άλλωστε και ο Ιρανός πρόεδρος Χασάν Ροχανί, κατά τη συνάντηση κορυφής με τους Ταγίπ Ερντογάν και Βλάντιμιρ Πούτιν στο Σότσι στις 14 Φεβρουαρίου κατέστησε σαφές ότι η χώρα του συμμετέχει με ευρύτερη ατζέντα σε αυτή την τριμερή σύμπραξη, προσβλέποντας αφενός σε διεξόδους από τον οικονομικό κλοιό που οικοδομούν οι αμερικανικές κυρώσεις, αλλά και θέτοντας υποψηφιότητα για έναν διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ της Τουρκίας και των Κούρδων της Συρίας.
Όπως και αν έχει, η επίσκεψη Άσαντ στην Τεχεράνη πυροδότησε μια μείζονα ανατροπή στο ιρανικό πολιτικό σκηνικό, οδηγώντας τον υπουργό Εξωτερικών Μοχάμαντ Τζαβάντ Ζαρίφ, ο οποίος δεν είχε ειδοποιηθεί ή προσκληθεί, στην υποβολή παραίτησης του βράδυ της Δευτέρας από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Αρχιτέκτονας της διεθνούς συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, ο μεταρρυθμιστής Ζαρίφ δεχόταν όλο το προηγούμενο διάστημα την πίεση των συντηρητικών, στο φόντο της ακύρωσης των ελπίδων για εξομάλυνση των σχέσεων με τη Δύση. Ακόμη και το ειδικό όχημα (INSTEX) το οποίο δημιούργησαν οι ευρωπαϊκές χώρες για τη συνέχιση των συναλλαγών τους με το Ιράν, έξω από την εμβέλεια των αμερικανικών κυρώσεων, αποδεικνύεται κατώτερο των προσδοκιών.
Η ειρωνεία της τύχης έγκειται στο ότι μόλις πριν από λίγες ημέρες ο Ζαρίφ έλαμψε στο διεθνές στερέωμα με την ομιλία του στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, όπου επιχειρηματολόγησε αποφασιστικά κατά της πρωτοβουλίας Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμφωνία του 2015.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι ευθύς μόλις ανακοινώθηκε η υποβολή της παραίτησης του Ζαρίφ εκδηλώθηκαν έντονες αντιδράσεις, με συγκέντρωση υπογραφών υπέρ του υπουργού από μέλη του ιρανικού κοινοβουλίου και επαπειλούμενες παραιτήσεις δεκάδων στελεχών του υπουργείου Εξωτερικών. Εντέλει ο πρόεδρος Ροχανί, ο οποίος εμφανώς θα αποδυναμωνόταν από μία τέτοια εξέλιξη, δεν έκανε την παραίτηση δεκτή.
Όλες οι ενδείξεις παραπέμπουν σε μπρα ντε φερ για τον πρώτο λόγο στην εξωτερική πολιτική ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους Φρουρούς της Επανάστασης, με κυριότερο επίδικο την απόσυρση ή μη και της Ισλαμικής Δημοκρατίας από τη συμφωνία του 2015.
*Πηγή: capital.gr