Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Binyamin Netanyahu δήλωσε ότι “δεν του προξενούν έκπληξη” ανακοινώσεις σαν αυτές που προέκυψαν από την έκτακτη συνεδρίαση του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας στην Κωνσταντινούπολη σχετικά με την κρίση της Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, η συνεδρίαση αυτή θα πρέπει, με οποιοδήποτε αντικειμενικό κριτήριο, να θεωρηθεί ιστορική.
Την αφορμή της συνεδρίασης έδωσε ως γνωστόν το σοκ της αναγνώρισης από τον Donald Trump της τρίτης ιερής πόλης του Ισλάμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, μολονότι βεβαίως δεν έχει υπάρξει συμφωνημένη επίλυση της ισραηλινο-παλαιστινιακής διαμάχης.
Την καταγγελία της κίνησης αυτής ο Erdoğan την έχει επωμισθεί με άκρως προσωπικό τρόπο – φθάνοντας στο σημείο να διαπιστώσει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος διέπεται από “ευαγγελική σιωνιστική νοοτροπία” και ενδεχομένως νομίζει ακόμη ότι ασχολείται με τις αγοραπωλησίες ακινήτων. Και βέβαια ανταλλάσσοντας βαριές εκφράσεις με τον ισραηλινό πρωθυπουργό, εφάμιλλες του “πολέμου λέξεων” που είχε ξεσπάσει για το σφυροκόπημα της Γάζας το 2009.
Κατά μία έννοια, η κρίση της Ιερουσαλήμ αποτελεί θεόσταλτο δώρο για τον Τούρκο πρόεδρο ο οποίος το τελευταίο διάστημα υποχρεούνταν, μεταξύ άλλων, να παρακολουθεί το καθημερινό ροκάνισμα του κύρους του στην αμερικανική δικαστική αίθουσα, όπου συνεχίζεται η δίκη του αντιπροέδρου της κρατικής τουρκικής τράπεζας Halkbank για τις τουρκικές παραβιάσεις των αμερικανικών κυρώσεων κατά του Ιράν.
Τώρα, η πολύκροτη αυτή υπόθεση δεν κυριαρχεί πια στα πρωτοσέλιδα των τουρκικών εφημερίδων. Ο δε Erdoğan προβάλλει ως ένας ηγέτης διεθνούς εμβελείας ο οποίος συνομιλεί τηλεφωνικά άλλοτε με τον Donald Trump και άλλοτε με τον Πάπα, άλλοτε με τον Vladimir Putin και άλλοτε με τον Σαουδάραβα βασιλιά Σαλμάν.
Τα 57 κράτη-μέλη του Οργανισμού δεν εκπροσωπήθηκαν όλα σε εξίσου υψηλό επίπεδο – όχι μόνο λόγω των διαδικαστικών προβλημάτων που δημιουργούσε ο επείγων χαρακτήρας της διοργάνωσης, αλλά και διότι ορισμένα εξ αυτών δεν είναι ευτυχή με την πρωτοκαθεδρία που εκ των πραγμάτων είχε ο Tayyip Erdogan ως ηγέτης της προεδρεύουσας και φιλοξενούσας χώρας.
Βεβαίως, η Ιορδανία (προεδρεύουσα του Αραβικού Συνδέσμου και προστάτιδα των μουσουλμανικών προσκηνυμάτων της Ιερουσαλήμ), η Παλαιστινιακή Αρχή, το Ιράν, το Κατάρ, το Κουβέιτ, το Αζερμπαϊτζάν συμμετείχαν σε επίπεδο κορυφής. Όχι όμως και η Σαουδική Αραβία ή η Αίγυπτος.
Το Κάιρο, μετά την ανατροπή του εκ της Μουσουλμανικής Αδελφότητας προέδρου Morsi, αντιμετωπίζει την Τουρκία του Erdogan ως μείζονα ανταγωνιστή. Το Ριάντ επίσης. Επιπλέον, δεν ενθουσιάζεται με την εικόνα εξωαραβικών δυνάμεων, όπως η Άγκυρα και η Τεχεράνη, να παίρνουν τα ηνία ενός σώματος που ιδρύθηκε το 1969 (ως Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας) και πορεύτηκε έκτοτε υπό σαουδαραβική εν πολλοίς καθοδήγηση.Πράγματι, έρευνα του γνωστού Ινστιτούτου Pew εμφανίζει τον Erdogan, ο οποίος εξαρχής αυτοδεσμεύθηκε σε μια σκληρή στάση στο ζήτημα της Ιερουσαλήμ, ως τον δημοφιλέστερο πολιτικό στο κοινό της Μέσης Ανατολής.
Αλλά βέβαια το κενό που διανοίγεται με την απαξίωση του μεσολαβητικού ρόλου των ΗΠΑ διεκδικεί με περισσότερες αξιώσεις κάποιος άλλος: ο Vladimir Putin ο οποίος έχει κατακτήσει δια των όπλων των αναβαθμισμένο ρόλο της χώρας του στην περιοχή και βρίσκεται σε θέση να συνομιλεί με τους πάντες, ακόμη και αν αυτοί χωρίζονται αναμεταξύ τους από θανάσιμη έχθρα (π.χ. Συρία και Ισραήλ, Τουρκία και Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία και Ιράν).
Το ψήφισμα της συνόδου της Κωνσταντινούπολης, με το οποίο αναγνωρίζεται η ανατολική Ιερουσαλήμ ως η (κατεχόμενη) πρωτεύουσα του κράτους της Παλαιστίνης, καλούνται τα λοιπά κράτη να προβούν σε αντίστοιχη αναγνώριση και τονίζεται ότι έχει πλέον απαξιωθεί ο (αποκλειστικός) μεσολαβητικός ρόλος των ΗΠΑ στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση είναι ένα πολύ σημαντικό κείμενο. Ακόμη και υπό την επιφύλαξη ότι ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας αποτελεί κυρίως “λέσχη φλυαρίας” – αν και, προφανώς, ο Erdogan οραματίζεται έναν πιο “ακτιβιστικό” ρόλο. Αλλά και η γεωγραφική εμβέλεια των φιλοδοξιών του δεν περιορίζεται στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη: ο ίδιος έσπευσε να καταμετρήσει όλες τις κρίσεις της ευρύτερης περιοχής (Συρία, Ιράκ, Υεμένη) από τις οποίες, όπως είπε σε τηλεοπτική συνέντευξή του, “επωφελήθηκαν τρίτοι” (βλ. ΗΠΑ και Ισραήλ).
Από μία άποψη, ο Tayyip Erdoğan έχει ξαναβρεθεί στην ίδια θέση, καθώς η ισραηλινή επιδρομή εναντίον του Στολίσκου Ελευθερίας το 2010 στην ανατολική Μεσόγειο οδήγησε σε διακοπή των σχέσεων με το Ισραήλ, για να ακολουθήσει η πολυδιαφημισμένη αποκατάστασή τους το 2016 έπειτα από αμερικανική μεσολάβηση.
Ωστόσο, η ποιοτική διαφορά αυτή τη φορά έγκειται στο ότι η Τουρκία πετά το γάντι και στις ΗΠΑ και στη Σαουδική Αραβία. Διότι βέβαια κυρίως το Ριάντ αφορά η διαπίστωση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Mevlüt Çavuşoğlu σε τηλεοπτική συνέντευξή του την Τρίτη διαπίστωσε ότι ορισμένες αραβικές χώρες “φοβούνται να αναμετρηθούν με τον Trump”.
Το “κοινό μυστικό” της Μέσης Ανατολής ότι ο σαουδάραβας βασιλιάς και ο αχαλίνωτος γιός και διάδοχός του βρίσκονται σε ανοιχτή γραμμή με τον Trump μέσω του προεδρικού γαμπρού Jared Kushner και ενθαρρύνονται να συμπράξουν με το Ισραήλ σε ένα αμερικανικής ενθάρρυνσης ειρηνευτικό σχέδιο το οποίο θα επισημοποιεί την ήττα των Παλαιστινίων έλαβε την οιονεί επιβεβαίωσή του από την δήλωση του ισραηλινού υπουργού Πληροφοριών Yishrael Katz ότι έχει απευθυνθεί πρόσκληση στον πρίγκηπα Mohammad binm Salman να επισκεφθεί την κατάλληλη στιγμή το εβραϊκό κράτος, παρά την απουσία διμερών διπλωματικών σχέσεων – προφανώς με μια διάθεση απομίμησης της ιστορικής επίσκεψης του Αιγύπτιου ηγέτη Anwar el Saddat στην Ιερουσαλήμ το 1977. Κατά τον ισραηλινό υπουργό, η Σαουδική Αραβία έχει μεγάλες δυνατότητες συνεργασίας με το Ιράν, ενώ θα μπορούσε να αναλάβει και την εκπροσώπηση των “πολυδιασπασμένων” Παλαιστινίων. Πρόκειται για ένα πνεύμα που αναδίδει μιαν αίσθηση υπεροχής, η οποία ίσως μόλις έγινε μοιραία.
*Πηγή: Capital.gr