Χαϊδολογά τα σώματα η άνοιξη –πρώτη της μέρα χθες, καλώς μας όρισε–, τα θωπεύει με απολλώνιο φως, το φυσικό ανάγλυφο φορά φρέσκο φουστάνι, ανθισμένο κι ευωδιαστό, ξεσπαθώνει ο Μάρτης –αιώνιος αντάρτης– μπας και σκιαχτεί η Νοβάρτις. Παραφράζω αυθορμήτως τον μύθο: Τζαναμπέτικος μήνας. Δίβουλος, καθότι δίγαμος. Πήρε μια πανέμορφη και μια κακομούτσουνη γυναίκα. Κοιμάται ανάμεσά τους κάθε βράδυ. Οταν ξυπνά από την πάντα της ωραίας, ευφραίνεται και χαμογελά αντικρίζοντάς τη· λάμπει, στάζει μέλια και πάνω απ’ όλα ηθική.
Αν τύχει όμως να σηκωθεί απ’ την άλλη και δει την άσχημη, τσατίζεται, φουρκίζεται, αστράφτει και βροντά, γίνεται οξύθυμος, δύστροπος, σωστός γδάρτης· ξεχειλίζει νομιμότητα μολαταύτα. Μυστήρια πράσα! Το απρόσωπο πολιτικό προσωπικό της Ψωραλέξαινας, των ντεμέκ αριστερών συμπεριλαμβανομένων, διαχωρίζει εσχάτως όλο και περισσότερο τις έννοιες «νόμιμο» και «ηθικό».
Σαν να μας λένε δηλαδή, δουλεύοντάς μας ψιλό γαζί, πως ψηφίζουν άδικες διατάξεις, ανέντιμες, που αντιβαίνουν τους κώδικες της ευπρέπειας και της ευσυνειδησίας. Τους αξίζει η χλεύη μας, αλλά πού θα πάει: «Πριν μου φερθείς διπρόσωπα/ κι εσύ σκληρά μαριόλα,/ δεν σκέφτηκες πως στη ζωή/ εδώ πληρώνουνται όλα;» κατά πώς υπενθυμίζει το άσμα του 1947 των Λαύκα-Τσάντα με τη φωνή της Στέλλας Χασκήλ. Σε εποχές ζόφου οι λαοί αναζητούν λύτρωση στον πολιτισμό.
Κι ακριβώς τότε μεγάλοι δημιουργοί –που εν παρόδω απουσιάζουν σήμερα– αναλαμβάνουν να σηκώσουν το βάρος. Στα χρόνια του Εμφυλίου ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει σε στίχους του Μπάμπη Μπακάλη το «Κάποια μάνα αναστενάζει» και ο Απόστολος Καλδάρας το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι». Απαγορεύονται σχεδόν αμέσως αμφότερα, διαδίδονται παρά ταύτα από στόμα σε στόμα, δίνοντας κουράγιο και όραμα στον χειμαζόμενο πληθυσμό των πόλεων κυρίως, αλλά και της υπαίθρου. Ανήκουν στα λεγόμενα τραγούδια «διπλής ανάγνωσης», που, ενώ φαινομενικά αναφέρονται στην ξενιτιά, την απόγνωση και τον ερωτικό πόνο, υπαινίσσονται στην πραγματικότητα το μαρτύριο του λαού που ξεψυχά στις φυλακές, τα ξερονήσια και τα βουνά.
Η Στέλλα Χασκήλ αποδίδει σε πρώτη εκτέλεση και τα δυο. Κόρη του Εβραίου σιδηρέμπορου Χαΐμ Γαέγου και της Πέρλας Κουμχί από τα Σκόπια, πρωτοβλέπει το φως στη Σαλονίκη το 1918. Εχει πέντε αδελφές που μεγαλώνουν στα πούπουλα. Εμφανίζεται πριν απ’ τον πόλεμο σε κέντρα της γενέτειράς της και γραμμοφωνεί τέσσερα τραγούδια. Στην Κατοχή η μεγάλη περιουσία τους εξανεμίζεται. Ο πατέρας της πεθαίνει τον χειμώνα του ’41-’42. Κατεβαίνει στην Αθήνα, όπου την κρύβουν οι εαμικές οργανώσεις και μια οικογένεια Αυστριακών.
Λαμπρύνει με την παρουσία της τα λαϊκά πάλκα μετά την απελευθέρωση. Παντρεύεται τον Ιακώβ Γεχασκέλ, εξ ου το καλλιτεχνικό της επώνυμο. Συνεργάζεται με όλους τους μεγάλους συνθέτες. Ηχογραφεί πάνω από εκατό τραγούδια. Κληρονόμος της σεφαραδίτικης μουσικής παράδοσης και του μικρασιάτικου μινόρε, τα συνδυάζει αρμονικά με την απλότητα του πειραιώτικου ρεμπέτικου και τη βελούδινη χροιά της. Μεσουρανεί ώς το 1954, τέτοιες μέρες του οποίου αναχωρεί για τα επουράνια πεντάγραμμα σε ηλικία μόλις 36 ετών.