Στις 11 Σεπτεμβρίου 1973 το στηριζόμενο από τις ΗΠΑ πολύνεκρο πραξικόπημα του στρατηγού Πινοσέτ ανακόπτει τον “ειρηνικό δρόμο για τον σοσιαλισμό” που είχε δρομολογηθεί με την ανάδειξη ως προέδρου της Χιλής του σοσιαλιστή Σαλβαδόρ Αλιέντε.
Εκλεγμένος με το 36,2% το 1970, ο Αλιέντε θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια μεγάλη αντίφαση: από τη μια, θα επιχειρήσει βαθιές τομές σε σοσιαλιστική κατεύθυνση (εθνικοποιήσεις, αντιιμπεριαλιστική πολιτική κ.λπ.) και από την άλλη, θα πολιτευτεί σε αυστηρό πλαίσιο σεβασμού της αστικής δημοκρατικής νομιμότητας.
Ενώ η ριζοσπαστική του πολιτική θα προκαλέσει δυσφορία και τελικά την εχθρότητα των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, η αντίθεσή του στην ενεργό κινητοποίηση της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς θα αφοπλίσει το εργατικό – λαϊκό κίνημα, καθιστώντας το αδύναμο να αντιμετωπίσει το πραξικόπημα.
Η τραγική αποτυχία του χιλιανού “ειρηνικού δρόμου για τον σοσιαλισμό” έθεσε ανοιχτά το ζήτημα της αναζήτησης μιας νέας στρατηγικής για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, σε χώρες με αστικοδημοκρατικούς θεσμούς και ισχυρή ιδεολογική κυριαρχία της άρχουσας τάξης πάνω σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας.
Ενώ η “εξ εφόδου” κατάκτηση της εξουσίας σε χώρες με τέτοια χαρακτηριστικά ήταν ήδη αποκλεισμένη, αποδείχτηκε και η αυταπάτη μιας κοινοβουλευτικής ειρηνικής διεξόδου.
Από τη συνειδητοποίηση αυτής της διπλής αδυναμίας προκύπτει η ανάγκη επεξεργασίας της στρατηγικής ενός “δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό”, ως διαδικασίας κατάκτησης της εργατικής ιδεολογικής ηγεμονίας σε έναν ευρύτατο συνασπισμό λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων, και η επιδίωξη προώθησης ριζικών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών μετασχηματισμών με τη στήριξη όχι μόνο σε ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά -κυρίως- με την ενεργοποίηση του ίδιου του μαζικού εργατικού – λαϊκού κινήματος. Μέσα από μια διαδικασία τομών και ρήξεων, με τελικό στόχο την αντικατάσταση της αστικής πολιτικής εξουσίας από τη βασισμένη σε νέες μορφές άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας, εργατική – λαϊκή εξουσία.