Πολλές και ποικίλες προκλήσεις ασφαλείας απασχολούν τους Τούρκους ιθύνοντες αυτή την περίοδο, που σημαδεύεται από στρατιωτικές επιχειρήσεις στη βόρεια Συρία, επαπειλούμενη επέκτασή τους και στο Ιράκ, εαρινή επανέναρξη των επιθέσεων του ΡΚΚ, καθώς και τουρκικούς λεονταρισμούς εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου.
Όλη αυτή η επίδειξη αυτοπεποίθησης δεν μπορεί όμως να συγκαλύψει την “αχίλλειο πτέρνα” της τουρκικής ισχύος. Διότι, όπως παρατηρούν οι προσεκτικότεροι αναλυτές, η κυριότερη απειλή για την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας, αυτή που θα έπρεπε να κυριαρχεί στην ατζέντα των ιθυνόντων, δεν είναι παρά η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας.
Η πρόσφατη ανακοίνωση των τελικών στοιχείων για την ανάπτυξη της Τουρκίας το 2017 δίνουν εκ πρώτης όψεως την εικόνα εντυπωσιακού δυναμισμού, αφού η οικονομία της γείτονος “έτρεξε” με ρυθμό 7,4%, υπερδιπλάσιο της προηγούμενης χρονιάς που σημαδεύτηκε από το αποτυχημένο πραξικόπημα και πάντως υψηλότερο λ.χ. αυτού της Κίνας ή της Ινδίας, όπως και κάθε άλλης χώρας της G20.
Ωστόσο, η αθέατη όψη των πραγμάτων κρύβει μεγάλες αδυναμίες: προτού καν συμπληρωθεί το πρώτο εξάμηνο του 2018, το τουρκικό νόμισμα έχει χάσει 8% της αξίας του, ενώ την Τετάρτη η συναλλαγματική ισοτιμία ξεπέρασε για μόλις δεύτερη φορά στην ιστορία τις τέσσερις λίρες ανά δολάριο, σημειώνοντας αρνητικό ρεκόρ.
Παράλληλα, ο πληθωρισμός κινείται ανοδικά, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ξεπερνά το 5% του ΑΕΠ (χαρακτηριστικά: οι εισαγωγές αυξήθηκαν το τελευταίο τρίμηνο του έτους κατά 22,7% σε ετήσια βάση, ενώ οι εξαγωγές κατά 9,3%) και η Moody’s υποβάθμισε το αξιόχρεο της Τουρκίας από Ba1 σε Ba2 με αρνητική προοπτική. Ακόμη και το αναπτυξιακό “θαύμα” της περσινής χρονιάς δεν οφείλεται παρά σε κρατικές εγγυήσεις δανεισμού και δαπάνες σε υποδομές άνω των 63 δισ. δολαρίων. Καθώς μάλιστα πλησιάζουν οι εκλογές του 2019, η τουρκική κυβέρνηση ετοιμάζεται να πάρει το δημοσιονομικό ρίσκο και νέου “πακέτου τόνωσης”, αποθαρρύνοντας παράλληλα με κάθε τρόπο τις αυξήσεις επιτοκίων που θα επέβαλλαν οι πληθωριστικές πιέσεις. Η δε αποδυνάμωση της λίρας παρά τις προφανείς θετικές επιπτώσεις που έχει στις εξαγωγές και τον τουρισμό καθιστά από την άλλη μεριά ολοένα και πιο δύσκολη την εξυπηρέτηση του μεγάλου χρέους των επιχειρήσεων σε ξένο νόμισμα.
Το παράδοξο
Στη βάση αυτών των αδυναμιών βρίσκεται το κεντρικό τουρκικό παράδοξο: όσο περισσότερο αναπτύσσεται η τουρκική εξαγωγική “μηχανή” τόσο περισσότερο ανοίγει το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, λόγω ενεργειακής εξάρτησης και έλλειψης ενδιάμεσων αγαθών. Την ίδια ώρα η οικονομία “εθίζεται” στην κατανάλωση με δανεικά..
Με τα λόγια της τελευταίας έκθεσης του ΔΝΤ για την Τουρκία, “τα τρωτά σημεία περιλαμβάνουν τις μεγάλες ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης, τα περιορισμένα συναλλαγματικά αποθέματα, την αυξημένη εξάρτηση από τις βραχυπρόθεσμες εισροές κεφαλαίων και τη μεγάλη έκθεση των επιχειρήσεων στα συναλλαγματικά ρίσκα”.
“Στον κατασκευαστικό και στεγαστικό τομέα”, δηλαδή, το πεδίο κατεξοχήν σύναψης συμμαχιών του καθεστώτος Ερντογάν, “πληθαίνουν οι ενδείξεις πιθανής πλεονάζουσας προσφοράς”, επισημαίνει το ΔΝΤ, υπογραμμίζοντας ιδιαίτερα τις αρνητικές επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν μη προβλέψιμοι εξωτερικοί παράγοντες, λ.χ. περιφερειακές γεωπολιτικές ανατροπές ή αλλαγή του αισθήματος των επενδυτών απέναντι στις αναδυόμενες αγορές.
Αλλά η γεωπολιτική επιθετικότητα καλά κρατεί
Η Τουρκία δεν θα υποχωρήσει από τα δικαιώματά της και θα τα προστατεύσει με κάθε κόστος, τόσο στο Αιγαίο, όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό το μήνυμα εξέπεμψε η πολιτικοστρατιωτική ηγεσία της γείτονος, με το ανακοινωθέν που εξέδωσε μετά τη μακρά συνεδρίαση (διάρκειας άνω των τεσσάρων ωρών) του τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας.
Κύριο αντικείμενο της συνεδρίασης αποτέλεσαν, βέβαια, οι εξελίξεις στα ανατολικά της Τουρκίας, καθώς η χώρα του Ταγίπ Ερντογάν αισθάνεται ενθαρρυμένη τόσο από την κατάληψη της κουρδικής πόλης Αφρίν, όσο και από τη σπουδή της Βαγδάτης να διαβεβαιώσει (ενώπιον των απειλών της Άγκυρας για επέμβαση) ότι το Σιντζάρ, κοντά στο τριεθνές σημείο Τουρκίας-Συρίας-Ιράκ, έχει εγκαταλειφθεί από τους Κούρδους αντάρτες του ΡΚΚ που το υπερασπίζονταν και έχει παραδοθεί στον ιρακινό στρατό. Παράλληλα, οι τουρκικές δυνάμεις και οι ισλαμιστές επιτόπιοι σύμμαχοί τους είχαν τη δυνατότητα να προωθηθούν νοτίως του Αφρίν και να καταλάβουν την πόλη Ταλ Ριφάτ, με την εμφανή ανοχή της Ρωσίας, αν όχι και της Δαμασκού.
Απειλές για Μάνμπιτζ
Ωστόσο, παρά τη μιλιταριστική ανάταση που τη διαπερνά, η τουρκική ηγεσία έχει και σοβαρούς λόγους να αισθάνεται νευρικότητα, καθώς η συμφωνία που θεωρούσε ότι είχε συνάψει κατά την επίσκεψη του Ρεξ Τίλερσον στην Άγκυρα, για αναδίπλωση των Κούρδων μαχητών του YPG (συριακής θυγατρικής του ΡΚΚ) από την πόλη Μάνμπιτζ στα δυτικά του Ευφράτη, βρίσκεται στον αέρα μετά την αλλαγή φρουράς στην ηγεσία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Τα δε μηνύματα που εκπέμπει η CentCom (η αρμόδια για τη Μέση Ανατολή διακλαδική διοίκηση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων) δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι οι κομάντος των ΗΠΑ που έχουν αναπτυχθεί στη βορειοανατολική Συρία δεν θα υπονομεύσουν επ’ ουδενί τη σύμπραξή τους με τους μαχητές του YPG.
Εξού και το ανακοινωθέν του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας βρίθει απειλών για επικείμενη επίθεση εναντίον της Μάνμπιτζ.
Πρόκειται προφανώς για παζάρι. Το οποίο πήρε αναπάντεχη τροπή με την αόριστη εξαγγελία Τραμπ ότι οι Αμερικανοί θα εγκαταλείψουν “σύντομα” τη Συρία (όπου έχουν 2.000 κομάντος στις κουρδοκρατούμενες περιοχές) και την αντίστοιχη υπόσχεση του Εμανουέλ Μακρόν προς τους Κούρδους ότι η Γαλλία θα στηρίξει στρατιωτικά τη σταθεροποίηση της βόρειας Συρίας, προς μεγάλη αγανάκτηση της Άγκυρας.
Άκαρπη η Βάρνα
Έτσι και αλλιώς, οι Ευρωπαίοι ηγέτες δείχνουν να καταλήγουν σε ένα δικό τους modus vivendi με την Άγκυρα. Η “Συνάντηση Ηγετών” Τουρκίας – Ε.Ε. τη Δευτέρα στη Βάρνα της προεδρεύουσας Βουλγαρίας μοιάζει να εγκαινίασε συμβολικά μία νέα εποχή, όπου η ανυπαρξία απτών αποτελεσμάτων σαν να ισοσταθμιζόταν από το ίδιο το επικοινωνιακό γεγονός της συνάντησης – σε τόνους, επιπλέον, χαμηλωμένους.
Πρόκειται για μιαν εξέλιξη ιδιαίτερα ανησυχητική για την Ελλάδα και την Κύπρο, εφόσον αποδεικνύει την εξαιρετικά περιορισμένη χρησιμότητα που έχει πλέον το πλαίσιο που περιέβαλλε τις σχέσεις τους με την Τουρκία την προηγούμενη εικοσαετία. Τόσο ο αμερικανικός όσο και ο ευρωπαϊκός παράγοντας αποδεικνύεται ότι δεν διαθέτουν “μόχλευση” στην Άγκυρα: η “συναλλακτική σχέση” που τους προσφέρει ο Ερντογάν είναι ό,τι μπορούν και θέλουν να έχουν με την Τουρκία στο εξής.
*Πηγή: capital.gr