Όλοι όσοι από μας έχουμε αρχίσει να μετράμε δεκαετίες από τη ζωή μας και στα δυο χέρια, έχουμε βρεθεί σε ένα οροπέδιο που είναι ψηλότερο από τις άλλες βουνοκορφές. Και η θέα είναι απέραντη. Υπάρχει, λες, δρόμος ακόμα. Κι όμως η διαδρομή που διέτρεξες δεν ήταν λίγη. Μόνο μια ματιά αν ρίξεις πίσω, σε πιάνει ίλιγγος. Η παρέα αρχικά ήταν μεγάλη. Τώρα όσο πάμε όλο και λιγοστεύουμε.
Το οροπέδιο είναι ναρκοθετημένο. Υπάρχουν νάρκες που απάνω είναι γραμμένο το όνομά σου. Αλλά δεν ξέρεις πού είναι θαμμένη. Σε αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχουν ναρκαλιευτικά. Κάθε τόσο μαθαίνουμε ποιανού όνομα ήταν γραμμένο επάνω. Και ενώ αυτό έχει συμβεί πολλές φορές, θα έπρεπε να το είχαμε συνηθίσει, όπως τόσα άλλα, σε αυτή την περίπτωση πάντα ξαφνιαζόμαστε. Αυτή τη φορά από τον θάνατο της Ανιές Βαρντά, στα ενενήντα της χρόνια.
Η ζωή έχει πολλές περιπέτειες. Και η οδύσσεια για πολλούς πρόσφυγες και μετανάστες δεν είναι κλασική αναφορά, αλλά ένα επώδυνο και επικίνδυνο βίωμα. (Αν ζούσε σήμερα ο Οδυσσέας, αν δεν είχε σκυλοπνιγεί στη Μεσόγειο, θα βρισκόταν έγκλειστος σε κάποια Μόρια).
Επί χούντας μού έλαχε ο κλήρος να βρεθώ πρόσφυγας στο Παρίσι. Πένης και ανέστιος -μετά την κατάθεσή μου στο Στρασβούργο για τα βασανιστήρια της χούντας στην Ελλάδα, μαζί με τους άλλους μάρτυρες βρεθήκαμε στην τύχη μας- έπρεπε να ψάξω να βρω μια άκρη ανάμεσα σε γνωστούς και φίλους. Τότε με βρήκε η Βαρντά, μέσω των Ελλήνων φίλων της, γιατί ήθελε να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ εναντίον της χούντας. Μου χρειάστηκαν πολλαπλές δόσεις Du Rouge (κοκκινέλι) για να συναντήσω αυτήν τη γυναίκα-θρύλο.
Τη δεκαετία του εξήντα, νεαροί φοιτητές τότε, είχαμε μανία με τον γαλλικό κινηματογράφο. Ρενέ, Τριφό, Γκοντάρ, Βαντίμ, Βαρντά κ.ά. ήταν γνωστά ονόματα για μας, είχαμε δει όλες τις ταινίες που είχαν παιχτεί στην Ελλάδα.
Τις πιο πολλές στον κινηματογράφο «Αστυ» που από τότε για μένα παραμένει ιερός χώρος (μαζί με δυο-τρεις άλλες αίθουσες της εποχής). Η πρώτη έκπληξη ήταν το σπίτι στην οδό Daguerre, που έμοιαζε με ελληνική αυλή -δυο παράλληλα σπίτια που τα χώριζε μια αυλή. Η εξωτερική πόρτα δεν κλείδωνε.
Μαζί μου ήταν ο σκηνοθέτης Γιώργος Κατακουζηνός που άνοιξε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει. Μας περίμενε στην κουζίνα. Εδώ δεύτερη μεγάλη έκπληξη. Δίπλα της η Σιμόν Σινιορέ. Ηταν τόσο ζεστή η ατμόσφαιρα, που σε λίγα λεπτά είχε δημιουργηθεί τέτοια οικειότητα, που νόμιζες πως γνωριζόμασταν χρόνια.
Ρωτούσαν συνέχεια και επίμονα για την Ελλάδα και θέλανε να μάθουν πολλές λεπτομέρειες. Και αυτό κράτησε ώρες. Βγαίνοντας ρώτησα τον φίλο μου Γιώργο πώς γίνεται αυτές οι «βεντέτες» να είναι τόσο απλές και προσιτές. «Ξέχνα, μου λέει, αυτά που ήξερες από την Ελλάδα. Θα συναντήσεις κι άλλες προσωπικότητες. Εδώ οι άνθρωποι είναι απλοί και ουσιαστικοί. Καμιά σχέση με τους δήθεν». Και έκανα μια δυσάρεστη σκέψη. Μήπως μας άξιζε η χούντα; Μήπως εκφράζει την αλαζονεία μας;
Η ταινία γυρίστηκε, αλλά δεν παίχτηκε ποτέ. Επρεπε να περιμένουμε σχεδόν 50 ολόκληρα χρόνια για να τη δούμε. Παίχτηκε στην Αθήνα πέρυσι στο Ινστιτούτο Γκέτε, για μία και μοναδική φορά. Πώς εξηγείται αυτό το μυστήριο; Ο σκηνοθέτης Σταύρος Καπλανίδης αναζητούσε υλικό από τις ταινίες που είχε παίξει ο αδελφικός του φίλος, Σταύρος Τορνές. Ηξερε πως είχε πάρει μέρος στην ταινία της Βαρντά και έψαξε να βρει τι υπάρχει από αυτήν την ταινία.
Και στα αρχεία της ταινιοθήκης του Βελγίου ανακάλυψε μια κόπια που δεν είχε φτάσει στο τελικό μοντάζ. Την υποτίτλισε και με την άδεια της Βαρντά, προς τιμήν των Ελλήνων φίλων της, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στην οδό Ομήρου. Και εκεί τέλειωσε η πορεία της. Τι είχε συμβεί και η ταινία εξαφανίστηκε; Η χούντα έκανε παζάρια για να αγοράσει πολεμικά αεροπλάνα «Φάντομ». Η δημοκρατική Γαλλία «παγώνει» την ταινία, ήταν παραγωγή και της Γαλλικής Τηλεόρασης, ξεχνάει πως η Ελλάδα είχε μια «κυβέρνηση βασανιστών», όπως την είχε χαρακτηρίσει το «Look», και ανακαλύπτει μια καλή αγορά.
Αν η ταινία είχε παιχτεί στην καρδιά της χούντας, θα είχαμε ένα μείζον αντιστασιακό γεγονός. Μια μεγάλη κυρία του διεθνούς κινηματογράφου έκανε μια ταινία για την αντίσταση εναντίον της χούντας, βάζοντας μέσα πραγματικούς αντιστασιακούς να μιλήσουν ελεύθερα. Εμπλουτισμένη με μυθοπλαστικά στοιχεία. Και σε κάποιο βαθμό αυτοβιογραφική.
Μου δόθηκε η ευκαιρία να συνδεθούμε με βαθιά φιλία τόσο με την Ανιές όσο και με τον άντρα της, τον περίφημο κινηματογραφιστή Ζακ Ντεμί. Υπόδειγμα ελεύθερου και αγαπημένου ζεύγους. Ζούσαν στην ίδια αυλή και ο καθένας είχε το δικό του σπίτι. Η κόρη της Ανιές ήταν με τον Ζεράρ Φιλίπ, που κρατήθηκε μυστικό. Ο Ζεράρ δεν ήθελε παιδί και η Ανιές ανέλαβε την ευθύνη του. Η Βαρντά και ο Ντεμί ήταν κοινωνικά στρατευμένοι και αδέσμευτοι κομματικά. Και αυτό ήταν ο τρόπος της ζωής και του έργου τους. Η Ανιές ήθελε πάντα την ελληνική της ρίζα. Δεν της έτυχε όσο ζούσε. Τώρα όμως που θα πάει στην ελληνική γωνιά του Παραδείσου, να ξέρει πως έχει πολλούς φίλους που θα την περιμένουν και θα την αγαπήσουν όσο την αγάπησα κι εγώ.