Οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και τους όρους άσκησης της συνδικαλιστικής δράσης σηματοδοτούν την εκκίνηση μιας μεγάλης μάχης για το μέλλον της εργασίας
Παρότι η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει το νομοσχέδιο που αναμένεται να καταθέσει το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ως ένα σύνολο διορθωτικών παρεμβάσεων, είναι σαφές ότι η πολιτική φιλοδοξία αφορά μια συνολικότερη αναμόρφωση του θεσμικού πεδίου που ορίζει το τοπίο της εργασίας στη χώρας μας.
Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετές φορές έχει επανέλθει στην κυβερνητική ρητορική η αντίληψη ότι το ισχύον θεσμικό πλαίσιο είναι παρωχημένο ή ότι αποτυπώνει «συνθήματα του περασμένου αιώνα». Και είναι αλήθεια ότι οι δύο κομβικοί νόμοι για τις εργασιακές σχέσεις, τις συλλογικές συμβάσεις και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, ο 1264/82 και ο 1876/90 προέρχονται όντως από τον περασμένο αιώνα.
Ο πρώτος έμεινε γνωστός και ως «αντι-330», καθώς αντικαθιστούσε τον προηγούμενο νόμο της κυβέρνησης της ΝΔ. Στην πραγματικότητα ο 1264/82 ήταν κομμάτι μιας αλυσίδας μεταρρυθμίσεων που έφερε η πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και αντιστοιχούσε σε ένα σύνολο ώριμων αιτημάτων για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος που είχαν διαμορφωθεί όχι απλώς στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, αλλά ουσιαστικά ήδη από τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, τότε που τη λογική των πολιτικών διώξεων και των «πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων» συμπλήρωναν και οι ποικίλοι περιορισμοί στη συνδικαλιστική δράση. Αποτελούσε ταυτόχρονα και έναν συντονισμό της χώρας με ανάλογες νομοθετικές παρεμβάσεις στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 στις ευρωπαϊκές χώρες.
Ο δεύτερος ήταν ένα από τα νομοθετήματα της Οικουμενικής Κυβέρνησης. Ως τέτοιος διαμόρφωσε ένα σύστημα ρύθμισης των συλλογικών συμβάσεων που επέτρεψε να υπάρχει σχετικά επαρκής κάλυψη των περισσότερων κλάδων της οικονομίας. Παρότι πολλές φορές οι εργοδοτικές ενώσεις τον κατήγγειλαν, στην πραγματικότητα οι περισσότερες προτάσεις των μεσολαβητών και των διαιτητών κινούνταν μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια: εξειδίκευαν τις αυξήσεις της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης, ή τις ξεπερνούσαν ελαφρά, ρύθμιζαν ζητήματα ωραρίων, αλλά πάντα μέσα στο «σημείο ισορροπίας» της οικονομίας και σε ορισμένες περιπτώσεις επαναλάμβαναν τα αυτονόητα σε κλάδους όπου π.χ. δεν υπήρχε σεβασμός ακόμη και των υποχρεωτικών αργιών.
Η προσπάθεια ανατροπών στο τοπίο της εργασίας
Την ίδια στιγμή εδώ και δεκαετίες έχουν διατυπωθεί απόψεις σχετικά με τα όρια αυτών των θεσμικών ρυθμίσεων. Βασική πλευρά μιας εκδοχής φιλελεύθερων (ή «νεοφιλελεύθερων») απόψεων είναι ότι το θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε παγκοσμίως μεταπολεμικά, σε συνδυασμό με αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «κοινωνικό κράτος», αποτελεί ένα εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη, καθώς περιορίζει την ελευθερία της δράσης των δυνάμεων της αγοράς, διαμορφώνει παραμορφωτικές «ακαμψίες» και δεν αυξάνει το κόστος εργασίας.
Σε αυτή τη ρητορική προστέθηκαν και απόψεις που κυρίως επικέντρωναν στον ρόλο των συνδικάτων ως «εμποδίων» στην ανάπτυξη, μέσα από την υποτιθέμενη μεγάλη εξουσία που είχαν αποκτήσει. Αυτό ήταν ιδιαίτερα έντονο στην Ευρώπη ως κλίμα, αλλά και στην Ελλάδα κυρίως αναπαραγόταν σε σχέση με τα σωματεία του δημοσίου τομέα.
Παράλληλα, με αυτές τις πιο «πολεμικές» απόψεις υπήρχαν και απόψεις που κυρίως επικέντρωναν στο ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα στην οικονομία ότι τόσο η βιομηχανική παραγωγή γίνεται πιο ευέλικτη όσο και οι υπηρεσίες χρειάζονται μεγαλύτερη ευελιξία, ιδίως στη διαχείριση του χρόνου εργασίας.
Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκε ένα σχήμα που υποστήριζε ότι εάν μειωθεί η προστασία έναντι των απολύσεων, η δυνατότητα των επιχειρήσεων να απολύουν πιο εύκολα θα συνδυαζόταν με την παράλληλη διάθεσή τους να προσλαμβάνουν πιο εύκολα και άρα η ευελιξία θα επέτρεπε μεσοσταθμικά την αύξηση των θέσεων εργασίας.
Αποτιμώντας τα βήματα προς την ευελιξία μέχρι τώρα
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το τοπίο της εργασίας έχει γίνει πιο ευέλικτο εδώ και δεκαετίες. Αυτό καταρχάς έχει να κάνει με τον τρόπο που έχει αλλάξει το τοπίο στο ίδιο το δημόσιο. Παρότι, το δημόσιο παραμένει ένας χώρος σχετικής εργασιακής σταθερότητας, εάν μιλάμε για τον στενό δημόσιο, καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι ένα σημαντικό ποσοστό των εργαζομένων εργάζονται ως συμβασιούχοι άρα με διάφορα επίπεδα επισφαλών εργασιακών σχέσεων. Έπειτα, χώροι που κάποτε εντάσσονταν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα όπως ήταν οι υπό δημόσιο έλεγχο τράπεζες (που κάποτε αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία του τραπεζικού τομέα) ή οι ΔΕΚΟ, σήμερα λειτουργούν ως ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ακόμη και οι ΔΕΚΟ που έχουν ακόμη αυτό τον χαρακτήρα μπορεί να έχουν σχετικά καλύτερες συλλογικές συμβάσεις για το προσωπικό τους, όμως ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που όντως εργάζονται σε αυτές ανήκουν σε υπεργολάβους με εμφανώς δυσμενέστερες συνθήκες εργασίας. Επιπλέον, οι μεγάλες αλλαγές στο βιομηχανικό τοπίο σήμαιναν ότι χάθηκαν παλαιότερα «συνδικαλιστικά προπύργια».
Την ίδια στιγμή μεγάλο μέρος των θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια έγιναν σε χώρους χωρίς μεγάλη συνδικαλιστική κάλυψη, όπως είναι χώροι των υπηρεσιών ή χώροι της διανοητικής εργασίας.
Και βέβαια δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τη ριζική αλλαγή συσχετισμού που έφερε η περίοδος των μνημονίων, όχι μόνο με την θεσμική αναστολή μεγάλου μέρους της συνδικαλιστικής νομοθεσίας, αλλά και με την τεράστια εκτίναξη της ανεργίας σε όλο το φάσμα της οικονομίας που σήμαινε και ριζική επιδείνωση της θέσης και αυτών που κατάφεραν να συνεχίσουν να εργάζονται.
Γιατί προκρίνονται τώρα αυτά τα μέτρα
Η κυβέρνηση επιμένει ότι τα μέτρα αυτά στην πραγματικότητα θα ωφελήσουν τους εργαζομένους εφόσον θα τους προσφέρει μια κρίσιμη ευελιξία που θα τους επιτρέψει να ρυθμίσουν καλύτερα τη ζωή τους. Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό στον τρόπο που παρουσιάζει την ευέλικτη διαρρύθμιση του χρόνου εργασίας, που στην πράξη καταργεί ή αναιρεί αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε 8ωρο.
Το γιατί το κάνει έχει να κάνει με τον τρόπο που εκτιμά ότι σήμερα λειτουργεί η εργασιακή διαδικασία, όπου οι απαιτήσεις για παραγωγή και εργασία δεν κατανέμονται «ομαλά» αλλά έχουν έντονες διακυμάνσεις. Με την ευέλικτη διαρρύθμιση θεωρεί η κυβέρνηση ότι βρίσκει έναν τρόπο να καλύπτονται αυτές οι ανάγκες χωρίς την καταβολή μεγάλων υπερωριών και την όποια αύξηση του κόστους που αυτό θα συνεπαγόταν.
Ωστόσο, εύλογα θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτού του είδους η ευελιξία όντως αποτελεί μια επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων, καθώς μπορεί να αναγνωσθεί ως κατάργηση του 8ωρου ή ως προσπάθεια να παρακαμφθεί η ανάγκη για επιπλέον προσλήψεις που θα κάλυπταν την ανάγκη επιπλέον εργασίας.
Ως προς αυτά που έχουν γίνει γνωστά σε σχέση με το συνδικαλιστικό κίνημα είναι σαφές ότι η κυβέρνηση κινείται στην κατεύθυνση βημάτων που μπορούν να οδηγήσουν σε περιορισμό της συνδικαλιστικής δράσης. Η αντίληψη της διαμόρφωσης βάσης δεδομένων με τα μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων ή του μητρώου, αποπνέει μια αντίληψη ότι τα συνδικάτα δεν αντιπροσωπεύουν πραγματικά τους εργαζομένους. Η λογική των ηλεκτρονικών ψηφοφοριών θα δημιουργήσει προβλήματα σε σχέση με τη δυνατότητα απόφασης κινητοποιήσεων, ακυρώνοντας τη δυνατότητα αποφάσεων μέσα από γενικές συνελεύσεις ή από αιρετά όργανα. Και εδώ θα έλεγε κανείς ότι η πρόταση παραπέμπει σε ένα στερεότυπο όπου συνδικαλιστικές ηγεσίες «υφαρπάζουν» το δικαίωμα προκήρυξης απεργιών και «εκβιάζουν», κάτι που μάλλον απέχει από την πραγματικότητα.
Και εδώ είναι προφανές ότι ο στόχος δεν είναι τόσο το μεγαλύτερο μέρος του ιδιωτικού τομέα, όπου η δυσκολία είναι να μπορέσει να υπάρξει συμμετοχή σε μια απεργία, υπό το βάρος της ανασφάλειας, όσο κυρίως το δημόσιο και οι ΔΕΚΟ, όπου οι κινητοποιήσεις είναι πιο συχνές και με πιο άμεσα αποτελέσματα. Δεν είναι τυχαίο, πόσες φορές έχουν κατηγορηθεί τα αντίστοιχα σωματεία ότι «κατεβάζουν τον διακόπτη» και μάλιστα «σε βάρος της κοινωνίας». Εξ ου και οι προτάσεις για αύξηση σημαντική του «προσωπικού ασφαλείας» σε ποσοστά που περιορίζουν εκ προοιμίου τη δυνατότητα μιας απεργίας να έχει αντίκτυπο.
Ωστόσο, αυτό που λείπει από τη συζήτηση είναι το νόημα της απεργίας ως μέσου πίεσης είναι ακριβώς να μπορούν να «κατέβουν οι διακόπτες» και να υπάρξει διακοπή δραστηριοτήτων. Διαφορετικά, μιλάμε για συμβολικές κινητοποιήσεις ή απλώς για διευκόλυνση μαζικών διαδηλώσεων.
Η δύσκολη απάντηση των εργαζομένων
Όλα αυτά έρχονται να συναντηθούν με την κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος που χαρακτηρίζεται και από στοιχεία κρίσης. Προβλήματα διαχρονικά όπως είναι η παραταξιοποίηση, η γραφειοκρατικοποίηση, η απόσταση ιδίως σε επίπεδο συνομοσπονδιών από την πραγματικότητα των εργασιακών σχέσεων, τα φαινόμενα ακόμη και συναλλαγών αποκτούν ξεχωριστή σημασία σε μια εποχή αυξημένης ανεργίας, απουσίας κλαδικών συμβάσεων για μεγάλο μέρος των κλάδων και συχνά έλλειψης εμπιστοσύνης στη δυνατότητα της συλλογικής δράσης να έχει αποτελέσματα.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι η ύπαρξη ενός ισχυρού και δημοκρατικού συνδικαλιστικού κινήματος παραμένει αναγκαία συνθήκη όχι μόνο για την υπεράσπιση των άμεσων συμφερόντων των εργαζομένων αλλά ως πλευρά συνολικά της ύπαρξης δημοκρατικών θεσμών. Το εάν η αναμέτρηση με τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στο εργασιακό τοπίο, αλλά και η συνολικά η συζήτηση για το είδος του παραγωγικού και σε τελική ανάλυση κοινωνικού μοντέλου που θέλουμε, θα αποτελέσει την αφετηρία για μια αναγέννηση και του συνδικαλιστικού κινήματος θα είναι ένα από τα κρίσιμα διακυβεύματα της επόμενης περιόδου.