Συχνά στην πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων άλλα λέγονται και διακηρύσσονται -στεντορείως, πολλές φορές- και άλλα πράττονται.
Αυτό δεν σημαίνει πως οι δρώντες έχουν αναγκαστικά κάποια πρόθεση παραπλάνησης. Πράγμα, άλλωστε, που ελάχιστη σημασία έχει.
Ενας τρόπος να περιγραφεί αυτή η συνθήκη είναι μέσω της έννοιας των μη σκοπούμενων αποτελεσμάτων.
Οταν, δηλαδή, στην εξέλιξη μιας συνειδητής διαδικασίας εμφανίζονται συνέπειες οι οποίες είναι από εντελώς απρόβλεπτες έως και λογικά αντιφατικές με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Ο Χέγκελ έδωσε την πιο ισχυρή φιλοσοφική εκδοχή αυτού στο οποίο αναφέρομαι, μιλώντας για την «πανουργία του Λόγου».
Ο ίδιος, από το παράθυρό του στην Ιένα, είδε την Ιστορία, με τη μορφή του Ναπολέοντα, να περνάει μπρος του.
Είδε την Ιστορία στο πρόσωπο ενός αυτοκράτορα -αυτού που «έβαλε τέλος» στη Γαλλική Επανάσταση- να διαχέει τη δημοκρατία σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Αυτό είναι η πανουργία του Λόγου, σε αυτό συνίσταται η ειρωνεία της Ιστορίας.
Ενας αυτοκράτορας, προωθητής της νεότερης δημοκρατίας.
Η ειρωνεία της Ιστορίας, στα καθ’ ημάς, εκδηλώνεται, νομίζω, πολύ πειστικά με τα έργα και τις ημέρες της κυβέρνησής μας.
Ενας συλλογικός φορέας που σώρευσε το πολιτικό του κεφάλαιο κατεξοχήν σε αντιπαλότητα με τον νεοφιλελευθερισμό είναι σήμερα προαγωγός μιας καθαρά νεοφιλελεύθερης πολιτικής.
Η ειρωνεία μάλιστα αυξάνεται, αν αναλογιστούμε πως είμαστε μάρτυρες και θύματα μιας σχιζοειδούς κατάστασης.
Στην Ελλάδα, ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί δυσώνυμο και δύσοσμο όρο, πλειοψηφικά καταχωρίζεται στις εξαιρετικά αντιπαθητικές έννοιες, ενώ συνδέεται με εξοντωτικές για την κοινωνική πλειονότητα στοχεύσεις και πρακτικές.
Γι’ αυτό και κανείς σχεδόν δεν τον υιοθετεί για να περιγράψει την πολιτική του πρόταση.
Ακόμη και οι έξαλλοι θατσερικοί της ελληνικής Δεξιάς τον αποφεύγουν συστηματικά.
Την ίδια όμως στιγμή μια αριστερής προέλευσης κυβέρνηση τον εφαρμόζει σε μια από τις απεχθέστερες, για όλη την Ευρώπη τουλάχιστον, εκδοχές του.
Εξαναγκαστικά ή όχι, λίγη σημασία έχει για τα διαχρονικά θύματα αυτής της πολιτικής.
Οπως ελάχιστη σημασία έχουν και οι προθέσεις ή η αυτοαντίληψη των κυβερνώντων – των οποίων η έκφραση, μάλιστα, συχνότατα οδηγεί σε αυτογελοιοποίηση.
Ας το δούμε με παραδείγματα.
Ενα από τα στοιχεία του κυβερνητικού λόγου, ενόψει της περαίωσης της δεύτερης αξιολόγησης του τρέχοντος μνημονίου, είναι πως βρισκόμαστε μπροστά στο… τέλος της λιτότητας.
Μια παραλλαγμένη εκδοχή, με τα λόγια του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, είναι πως με την απόφαση του τελευταίου Γιούρογκρουπ ανοίγει μια νέα φάση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «μετά τη λιτότητα».
Η διαφοροποίηση του υπουργού Οικονομικών δεν αλλάζει τη μεγάλη εικόνα.
Επιπλέον, η τροπή αυτή του κυβερνητικού λόγου δεν αποτελεί συγκυριακό στοιχείο του.
Είναι πλείστες όσες οι φορές που ακούσαμε για «τη σελίδα που γυρίζει», το «τέλος του μνημονίου», την «έξοδο στις αγορές», την «ανάπτυξη μαζί με την Ανάσταση [του 2016]», την «εκτόξευση των επενδύσεων».
Δεν με ενδιαφέρει εδώ να επιχειρηματολογήσω υπέρ τής -προφανούς κατά τη γνώμη μου- στρέβλωσης της πραγματικότητας που συνιστούν αυτές οι διατυπώσεις.
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός πως, στο μέτρο που οι πομποί τους τις πιστεύουν, αποτελούν εύσημο για τον νεοφιλελεύθερο ζουρλομανδύα που μας πνίγει σχεδόν μια δεκαετία τώρα.
Αν έρχεται η ανάπτυξη και τελειώνουν τα βάσανα, αν είναι βάσιμο, στο πλαίσιο των αντιμέτρων (sic), να περιμένουμε και 14η σύνταξη (!), σημαίνει πως η πολιτική της βάρβαρης εσωτερικής υποτίμησης και της «ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας» μέσω της καταστροφής του όποιου κοινωνικού κράτους είχαμε, της εργοδοτικής αυταρχίας, της εργασιακής ζούγκλας, της παρανοϊκής -για οποιοδήποτε πολιτισμένο καπιταλιστικό κράτος- λιτότητας φέρνει καλά αποτελέσματα.
Hellooooo!, όπως προσφυώς θα έλεγαν οι μαθητές μου στο σχολείο.
Δεν είναι, όμως, αυτή η μόνη συνηγορία υπέρ του νεοφιλελευθερισμού.
Εντυπωσιακό εξίσου είναι και το γεγονός πως ο πρωθυπουργός, προκειμένου να αναφερθεί στις τερατωδίες που μας προτείνουν οι «εταίροι», χρησιμοποιεί, όλο και συχνότερα, την έκφραση «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Εκφραση που, εκτός του γεγονότος πως στη συγκεκριμένη περίσταση ονομάζει έτσι, στη γλώσσα των θεσμών, τη δραστική μείωση μισθών -διά της μείωσης του αφορολόγητου- και συντάξεων, αποτελεί όρο-επιτομή του νεοφιλελεύθερου λεξιλογίου.
Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσχώρηση σε έναν ιδεολογικό λόγο από αυτή την οποία υποδηλώνει η αποδοχή των λέξεών του.
Αυτές συγκροτούν, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το συμβολικό του σύμπαν.
Ή μάλλον υπάρχει μια μεγαλύτερη προσχώρηση. Είναι αυτή που παρουσιάζει ως φιλολαϊκή πολιτική ό,τι ανέκαθεν, από τον Φρίντμαν κι έπειτα, ήταν η «κοινωνική» πρόταση των νεοφιλελεύθερων.
Η πρόταση, δηλαδή, ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για τους απολύτως εξαθλιωμένους σε βάρος των καθολικών παροχών του κράτους πρόνοιας.
Ο,τι ακριβώς συμβαίνει με το περίφημο Κοινωνικό Επίδομα Αλληλεγγύης, αυτό το απειροελάχιστο «εγγυημένο εισόδημα», με τις άπειρες προϋποθέσεις, η θέσπιση του οποίου από μνημονιακή υποχρέωση προβάλλεται ως η κατεξοχήν ταξικά μεροληπτική πολιτική, υπέρ αδυνάτων επιλογή, για την οποία εμφανίζεται περήφανη σύσσωμη η κυβέρνηση.
Μια μικρή σταχυολόγηση έκανα. Τα παραδείγματα μπορούν να γεμίσουν ογκώδη βιβλία.
*Ο Χρήστος Λάσκος είναι οικονομολόγος, εκπαιδευτικός
**Πηγή: efsyn.gr