Η καταστολή των πλατειών ως άλλοθι της επίθεσης στην υγεία

ακροδεξιάς

Οι πρόσφατες επιθέσεις των δυνάμεων καταστολής της στις πλατείες της Αγίας Παρασκευής και της Κυψέλης, όπως και η πρόσφατη εκστρατεία των αστικών μίντια ενάντια στην απεργία της Πρωτομαγιάς και τις πρόσφατες κινητοποιήσεις οικολογικών οργανώσεων, αποκαλύπτουν την στρατηγική της κυβέρνησης για την επόμενη μέρα της άρσης των περιοριστικών μέτρων. Η στρατηγική αυτή θα πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με τα υλικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης, όπως και την τρέχουσα πολιτική συγκυρία. Το παραπάνω είναι αναγκαίο για το οργανωμένο λαϊκό-εργατικό κίνημα και τις οργανωμένες δυνάμεις του ώστε να χαράξει μια δική του στρατηγική της επόμενης μέρας, εν μέσω της παγκόσμιας κρίσης που φέρνει η πανδημία.

 Το κεφάλαιο δεν μπαίνει σε καραντίνα

Η κυβέρνηση που χθες και σήμερα εξαπέλυσε τους πραιτοριανούς των δυνάμεων καταστολής και των μίντια, να επιτίθενται στον κόσμο που βρισκόταν στις πλατείες, είναι η ίδια που μόλις το προηγούμενο χρονικό διάστημα έθεσε τέλος στην εφαρμογή της καραντίνας. Το παραπάνω, δεν το έκανε με καθόλου «βαριά καρδιά». Παρά τα όποια αφηγήματα, περί «βιοπολιτικής της επιδημίας» με στόχο την καταστολή της κοινωνίας, το ζήτημα είναι πιο περίπλοκο από τα χαρακτηριστικά που επιχειρούν να του δώσουν οι παραπάνω αναλύσεις, που κινδυνεύουν να παρέχουν άλλοθι στην πολική εξόντωσης των αδυνάμων (ευγονική) που στόχο έχει την κερδοφορία του κεφαλαίου.

Θα πρέπει πρώτα από όλα να ξεκαθαρίζουμε πως η πολιτική της καραντίνας δεν ήταν επιλογή του κεφαλαίου και υιοθετήθηκε από τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις μόνο υπό το βάρος του πολιτικού κόστους των θανάτων. Οι πλέον νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις των ΗΠΑ και του ΗΒ, όπως και η ακροδεξιά κυβέρνηση Μπολσονάρο, προσπάθησαν να επιβάλουν μια αντιμετώπιση βασισμένη στην «ανοσία της αγέλης», η οποία σημαίνει την άρνηση να παρθούν μέτρα προστασίας του πληθυσμού και την μαζική εξόντωση χιλιάδων από τα κατώτερα κυρίως κοινωνικά στρώματα. Χαρακτηριστική είναι η πάλη των εργαζομένων στον τομέα της υγείας στις ΗΠΑ απέναντι στον ακροδεξιό όχλο από ένοπλους proxiesτου καπιταλισμού που μέσω την «θεοποίησης» των νέο-φιλελεύθερων ιδεολογημάτων περί «ατομικών δικαιωμάτων» απαιτούν την άρση των περιοριστικών μέτρων υπό το αντικομμουνιστικό σύνθημα «Social Distance=Communism», με πολιτικό εκπρόσωπο τον ίδιο τον πρόεδρο των ΗΠΑ, όπως και οι καταγγελίες του σωματείου Εργαζομένων για τα Τρόφιμα και το Εμπόριο για το άνοιγμα των εγκαταστάσεων επεξεργασίας βοείου κρέατος χωρίς να έχουν ληφθεί τα ανάλογα μέτρα προστασίας. Αντίστοιχα, στο ΗΒ έχουμε διαμαρτυρίες των συνδικάτων στις μεταφορές τα οποία κατηγορούν την κυβέρνηση των Τόρις για πρόωρη άρση μέτρων χωρίς καμία προστασία για τους εργαζομένους, στο όνομα του κέρδους.

Ο λόγος είναι πως η πολιτική της καραντίνας, που επιβάλλεται σε μια προσπάθεια να περιοριστούν τα μαζικά κρούσματα που θα «μπλόκαραν» τα συστήματα υγείας, καταβαραθρώνει την ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος, η οποία προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την ποσότητα της ανθρώπινης εργασίας που συμπυκνώνεται σε αυτό, όπως και από την προσφορά και την ζήτηση, που επηρεάζονται επίσης. Τα εκατομμύρια εργαζομένων, που είτε έχουν χάσει τις δουλειές τους, είτε έχουν μείνει στο σπίτι λόγω του ιού, δεν δημιουργούν νέα αξία, προκαλώντας μια πρωτοφανή κρίση στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία. Το αποτέλεσμα είναι οι κυβερνήσεις των καπιταλιστών, όπως η ελληνική, που στον ένα ή τον άλλο βαθμό αναγκάστηκαν να πάρουν μέτρα περιορισμού της οικονομικής ζωής, να τα παίρνουν τώρα πίσω αφήνοντας χιλιάδες εργαζομένους εκτεθειμένους. Άλλωστε, τα όποια μέτρα καραντίνας μόνο ελάχιστα και με πολλή δυσκολία, εφαρμόστηκαν στην βαριά βιομηχανία, με χαρακτηριστική την περίπτωση της Ιταλίας (βλ. Η «ιερή αγελάδα» του καπιταλισμού» στο «Η Ιταλία στο μάτι της καταιγίδας»). Στην περίπτωση της Ελλάδας, η πολιτική «ανοσίας της αγέλης» συμπίπτει με το σταδιακό άνοιγμα της οικονομίας εν όψει του «πικ» της τουριστικής σεζόν, εξυπηρετώντας στην ουσία την «βαριά ελληνική βιομηχανία» του τουρισμού.

Στον πάτο των ιατρικών μέτρων

Ενώ οι υπουργοί της χώρας εμφανίζονται στα μίντια σε ρόλο «κράχτη» του «ασφαλούς ελληνικού τουρισμού», συζητούν την μαζική αγορά τεστ για την τουριστική βιομηχανία. Οι μνημονιακές κυβερνήσεις (και μάλιστα η ΝΔ), που βάσισαν το αφήγημα τους στον φόβο να «μην γίνουμε Βενεζουέλα» προτιμούν μαζικά τεστ για τους τουρίστες (στην πραγματικότητα για τα κέρδη από τους τουρίστες) και όχι στα πλαίσια μιας εκστρατείας πόρτα-πόρτα, σπάζοντας τις αλυσίδες μετάδοσης και εμποδίζοντας την εξάπλωσή του, όπως έκαναν οι κυβερνήσεις σε Βενεζουέλα, Βιετνάμ, Κεράλα, Κούβα, Κίνα, Λάος κα., αλλά και κυβερνήσεις όπως της N. Κορέας που παρά τον νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό της προχώρησε σε μαζικά τεστ λόγω της προηγούμενης εμπειρίας.

Η ελληνική κυβέρνηση, καθ’ όλη την διάρκεια της πανδημίας αναλώθηκε σε φθηνούς εντυπωσιασμούς χορηγών στο σύστημα υγείας, αντί να προχωρήσει σε ένα έκτακτο πακέτο ενίσχυσης και αναδιάρθρωσης του ΕΣΥ, όπως καλούσε η ΠΟΕΔΗΝ, και το οποίο θα περιλάμβανε μεταξύ άλλων δωρεάν Δημόσια Υγεία, προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, επαρκή χρηματοδότηση, μονιμοποίηση εκτάκτων κλπ. Τα χρήματα που δαπανήθηκαν σε επικοινωνιακά προγράμματα «Μένουμε σπίτι» και στις ιδιωτικές κλινικές, θα μπορούσαν να αποφευχθούν μέσω της δυνατότητας επίταξης σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.

Παρ’ όλα αυτά, δεν έχασαν την ευκαιρία να ενισχύσουν τους κλινικάρχες και τα αστικά μίντια, που ανέλαβαν ρόλο ως «λιβανιστήρια» της κυβέρνησης. Αποτέλεσμα είναι η χώρα να βρίσκεται στην προτελευταία θέση ανάμεσα σε 24 ευρωπαϊκές χώρες για τις πρόσθετες δαπάνες για ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας λόγω κορονοϊού. Ενός συστήματος που οι μνημονιακές πολιτικές είχαν διαλύσει σύμφωνα με παλιότερη έκθεση από το Συμβούλιο της Ευρώπης, μα και πιο πρόσφατες όπως της Διεθνούς Αμνηστίας.

Στοιβαγμένοι στην τσιμεντούπολη

Η διαχρονική πολιτική εξυπηρέτησης των «εθνικών εργολάβων» (κατασκευαστικού κεφαλαίου), εκποιεί σταδιακά εδώ και δεκαετίας κάθε σπιθαμή γης, εξαφανίζει τους δημόσιους χώρους και τα πάρκα, μετατρέποντας την πόλη σε τσιμεντούπολη και εγκλωβίζοντας όλο τον πληθυσμό της (την μισή χώρα δηλαδή) να συνωστίζεται σε δυσανάλογα περιορισμένα τετραγωνικά. Είναι ένα άλλο ζήτημα, το πώς ιεραρχούνται οι διάφορες μορφές κοινωνικότητας και το κατά πόσο η συσσώρευση νέων ανθρώπων (συνήθως λιγότερο εκτεθειμένων στον ιό) μπορεί να καταλήγει σε μια αντικοινωνική συμπεριφορά, απομόνωσης των πλέον ευάλωτων ηλικιακά ή και από άποψη υγείας ομάδων, και διαφορετική η υποκριτική επίκληση στην ισχύ του γκλομπ μέσα από μια λογική διάχυσης της ευθύνης. Οι ίδιες κυβερνήσεις που άρουν τα μέτρα αποκλεισμού, χωρίς πρόσθετα υγειονομικά μέτρα, είναι οι ίδιες που έχουν μετατρέψει το τσιμέντωμα του Ελληνικού σε «εθνικό στόχο». Όταν έπαιρναν την απόφαση να άρουν να μέτρα με αποκλειστικό στόχο την κίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας, γνώριζαν πολύ καλά πως με δική τους ευθύνη (η οποία μάλιστα τυχαίνει να ξεκινάει από την εποχή του «εθνάρχη» ιδρυτή του κυβερνώντος κόμματος), ο πληθυσμός θα μαζευόταν στα εναπομείναντα ελάχιστα πάρκα και πλατείες.

Μάλιστα, η υποκρισία είναι έκδηλη στις «κραυγές» για την μη τήρηση των μέτρων ασφαλείας από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, την ίδια στιγμή που αυτές διαμαρτύρονται για την πολιτική εξαφάνισης των περιοχών natura προς εκμετάλλευση των πολυεθνικών εταιρειών με συμπράξεις του ντόπιου κεφαλαίου.

Μετατόπιση ευθύνης και πρόβας καταστολής των αυριανών αντιδράσεων

Στο σημείο αυτό, το γκλοπ έρχεται να δώσει άλλοθι στην παραπάνω πολιτική ευγονικής η οποία είναι πρόθυμη να ρισκάρει την υγεία των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων. Σύμφωνα με το κλίμα που επιχειρεί να δημιουργήσει η κυβέρνηση, για το όποιο ανθρώπινο κόστος τυχόν προκύψει, δεν θα ευθύνεται η ένταξη εργαζομένων στην αλυσίδα παραγωγής, εστίασης κλπ., αλλά η έλλειψη «ατομικής ευθύνης». Ενώ η κυβέρνηση, από ανεύθυνος βαστάζος του κεφαλαίου, «φιγουράρει» ως «υπεύθυνη δύναμη».

Σε όλο τον κόσμο, οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο πολιτικό κόστος των θυμάτων από την μη χρήση μέτρων και το οικονομικό κόστος, τιμώντας στον έναν ή τον άλλο βαθμό τις θεωρίες «κοινωνικού δαρβινισμού» του Μάλθους. Όπως επισημαίνει ο μαρξιστής οικονομολόγος Michael Roberts το παραπάνω είναι ουσιαστικά «η διαγραφή των παλαιών και των ευάλωτων επειδή πρόκειται να πεθάνουν ούτως ή άλλως εάν μολυνθούν και αποφεύγοντας απόλυτο αποκλεισμό που θα έβλαπτε την οικονομία (και τα κέρδη)». Παράλληλα, η αναπόφευκτη κρίση του καπιταλισμού, η οποία δεν προκαλείται από την πανδημία, αλλά από τις εγγενείς ατέλειες του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος (Michael Roberts), θα επιχειρηθεί να ξεπεραστεί με βίαιη ένταξη των εργαζομένων στην καπιταλιστική παραγωγή, υπηρεσίες κλπ. και ακόμα μεγαλύτερη κλοπή της εργατικής δύναμης, όξυνση της εκμετάλλευσης, επέκταση του καπιταλισμού της πλατφόρμας κλπ.

Σε όλο τον κόσμο, σωματεία, διεθνείς οργανισμοί, προοδευτικές κυβερνήσεις, κάνουν λόγο περισσότερο δημόσιο τομέα απέναντι στην ασύστολη επέλαση του κεφαλαίου, χρήματα για υγεία και κοινωνικές υπηρεσίες, διαγραφή χρεών κρατών και πολιτών κα. Η μητρόπολη του παγκόσμιου καπιταλισμού ετοιμάζεται να γίνει μάρτυρας του μεγαλύτερου εργατικού κινήματος που έχει δει εδώ και δεκαετίες, ενώ ακόμα και αστικά μέσα όπως οι Financial Times, δημοσιεύουν έκκληση για επιστροφή στην σχεδιαζόμενη οικονομία.

Πέρα από την μετατόπιση της ευθύνης, η καταστολή θα είναι το όπλο των καπιταλιστικών κυβερνήσεων (συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής), απέναντι σε οποιαδήποτε κοινωνική διεκδίκηση σταθεί απέναντι στις σκληρές πολιτικές που θα ακολουθήσουν.

 

*Αυτονόητα οι απόψεις του κειμένου εκφράζουν τον υπογράφοντα και όχι κατ’ ανάγκη τις θέσεις της Iskra

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας